Με επιτυχημένες περιοδείες σε Ευρώπη και Αμερική, εμφανίσεις σε ιστορικές αίθουσες και μια μουσική ταυτότητα που συνδυάζει δύο πολιτισμικές πατρίδες, ο διεθνώς διακεκριμένος τσελίστας Τιμόθεος Γαβριηλίδης- Πετρίν με αφορμή την πρώτη του εμφάνιση στην Κύπρο με το Trio Zimbalist, μιλά με αφοπλιστική ειλικρίνεια για τον δρόμο προς την ωριμότητα, τις προσδοκίες, την κριτική, αλλά και τον ιδιαίτερο δεσμό που εξακολουθεί να έχει με τις ρίζες του.
* Το Trio Zimbalist αποτελείται από τους Γιόζεφ Σπάτσεκ (βιολονίστα), Τιμόθεο Γαβριηλίδη- Πετρίν (τσελίστα) και Τζορτζ Σιάογιαν Φου (πιανίστα).
–Το Trio Zimbalist πραγματοποιεί την πρώτη του εμφάνιση στην Κύπρο. Τι σημαίνει για εσάς αυτή η συνάντηση με το κυπριακό κοινό; Πάντα είμαστε πολύ χαρούμενοι όταν συναντάμε νέο κοινό. Η Κύπρος είναι ένας όμορφος τόπος, ευλογημένος, με μία από τις σημαντικότερες και πλουσιότερες ιστορίες στον κόσμο. Ανυπομονούμε να νιώσουμε την ενέργεια του νησιού και να γνωρίσουμε τους ανθρώπους του. Το Ίδρυμα Φάρος κάνει εξαιρετική δουλειά, φιλοξενώντας σπουδαίες συναυλίες και προσελκύοντας με επιτυχία και τις νεότερες ηλικίες.
–Το πρόγραμμά σας περιλαμβάνει έργα των Μπραμς, Χάιντν και Βάινμπεργκ, τρία εντελώς διαφορετικά ηχητικά και συναισθηματικά σύμπαντα. Πώς τα επιλέξατε; Θα έλεγα ότι αυτό το πρόγραμμα αποτυπώνει την ιστορία και την εξέλιξη του πιανιστικού τρίο ως μουσικής οντότητας. Ξεκινάμε με τον Γιόζεφ Χάιντν, ο οποίος «ανακάλυψε» το πιάνο τρίο ως μορφή τον 18ο αιώνα. Πάνω στη δομή του Χάιντν, ο Μπραμς τελειοποίησε τη φόρμα τον 19ο αιώνα, προσθέτοντας όλη την έκφραση και το βάθος της Ρομαντικής εποχής. Ο Βάινμπεργκ έγραψε το μοναδικό του τρίο το 1945, αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η καταστροφή της εποχής είναι εμφανής στη μουσική του. Η τελειοποιημένη φόρμα του Μπραμς «διαλύεται» στο έργο του Βάινμπεργκ ως αντανάκλαση της μοίρας της ανθρωπότητας εκείνη την περίοδο. Έτσι, μέσα από αυτό το πρόγραμμα, παρακολουθούμε το ταξίδι της ανθρωπότητας σε διάστημα τριών αιώνων.
–Το Trio Zimbalist έχει χαρακτηριστεί ως ένα από τα πιο καταξιωμένα σύνολα της γενιάς του. Υπάρχει κάποια φόρμουλα ώστε να λειτουργεί απρόσκοπτα αυτή η συνεργασία; Αγαπάμε τη μουσική και αγαπάμε να παίζουμε μαζί. Επιπλέον, ταιριάζουμε ως άνθρωποι. Είμαστε πολύ διαφορετικοί, αλλά συμπληρώνουμε ο ένας τον άλλον τέλεια. Το κλειδί είναι ίσως ο αμοιβαίος σεβασμός και η εκτίμηση που δείχνουμε ο ένας στον άλλον εντός και εκτός σκηνής.
–Το γεγονός ότι και οι τρεις είστε απόφοιτοι του Curtis Institute επηρέασε τη μουσική σας ταυτότητα; Το Curtis είναι ένα από εκείνα τα ιδρύματα με μεγάλη παράδοση στη μουσική δημιουργία και στη διδασκαλία, τουλάχιστον την περίοδο που σπουδάζαμε εκεί. Ως αποτέλεσμα, οι ατομικές μας μουσικές «φωνές» ταιριάζουν πολύ καλά μεταξύ τους. Η δημιουργία του δικού μας «ήχου» ως τρίο ήταν μια ομαλή διαδικασία.
–Το ότι περνάτε τόσο χρόνο μαζί, κυρίως λόγω των περιοδειών, δεν σας φθείρει; Έχουμε κάνει πολλές διαφορετικές περιοδείες, κάποιες πιο δύσκολες από άλλες. Κανένας δεν θέλει να μένει μακριά από το σπίτι και την οικογένεια για πολύ, αλλά κι εμείς πλέον έχουμε γίνει σαν οικογένεια. Απολαμβάνουμε ο ένας τη συντροφιά του άλλου και στηρίζουμε ο ένας τον άλλον, αναγνωρίζοντας πότε πρέπει να αφήνουμε χώρο. Μετά από τέσσερα χρόνια, θεωρώ ότι γινόμαστε ολοένα και καλύτεροι στο να διαχειριζόμαστε δύσκολες καταστάσεις.
–Ως τρίο έχετε εμφανιστεί σε μερικούς από τους σπουδαιότερους χώρους σε Ευρώπη και ΗΠΑ, υπήρξε κάποια αίθουσα που να σας «φόβισε» ίσως; Ο φόβος δεν υπάρχει στο λεξιλόγιό μας, ενθουσιασμός και αδρεναλίνη θα έλεγα. Ιδιαίτερα όταν παίζουμε σε μεγάλους χώρους όπως το Rudolfinum στην Πράγα πέρσι ή το Concertgebouw στο Άμστερνταμ, που θα παίξουμε αυτό τον μήνα.
–Δηλαδή, δεν νιώσατε ποτέ άγχος εάν θα πάνε όλα καλά; Νομίζω πως η πιο συναρπαστική και συνάμα «αγχωτική» εμπειρία που είχαμε, ήταν όταν παίξαμε για πρώτη φορά στο Curtis Institute. Το να επιστρέφεις «σπίτι» και να παίζεις για τους καθηγητές και τους συμφοιτητές σου, μετά από τόσα χρόνια, δημιουργεί πίεση. Ήταν, όμως, μια πανέμορφη και αξέχαστη συναυλία.

–Παρότι πολύ νέος, έχετε ήδη λάβει σημαντικές διακρίσεις, με πιο πρόσφατη αυτήν του Βραβείου Νέου Καλλιτέχνη της Μουσικής στα Βραβεία Κάρολος Κουν & Κριτικών Θεάτρου και Μουσικής. Πόσο χώρο αφήνει ένας μουσικός για βραβεία; Εξαρτάται από τις προτεραιότητες του κάθε μουσικού. Υπάρχουν εκείνοι που έχουν το νεύρο και τη φιλοδοξία να επιδιώκουν διαγωνισμούς και να δίνουν τα πάντα μέχρι να πετύχουν τον στόχο τους ή όχι. Ο ανταγωνισμός, ωστόσο, δεν είναι η ουσία της τέχνης μας. Σαφώς και μια διάκριση μπορεί να βοηθήσει την καριέρα, αλλά δεν πρέπει να είναι αυτό το ζητούμενο. Υπάρχουν και αυτοί που προτιμούν να επικεντρωθούν στην ουσία της μουσικής και τη σύνδεση με το κοινό. Δεν υπάρχει σωστό ή λάθος. Το να βιώνει κανείς και τις δύο σφαίρες ίσως είναι η καλύτερη επιλογή.
–Την κριτική πώς τη διαχειρίζεστε; Ένας συνάδελφος είπε κάποτε: «Αν θέλεις να διαβάζεις τις καλές κριτικές, πρέπει να είσαι έτοιμος να διαβάσεις και τις κακές». Κι έχει δίκιο. Προσωπικά καλωσορίζω κάθε κριτική, θετική ή αρνητική. Με βοηθά να εξελίσσομαι. Ωστόσο, γνωρίζοντας πόσο υποκειμενική είναι η τέχνη και ότι σε μια αίθουσα 3000 θέσεων, θα υπάρχουν αντίστοιχες διαφορετικές απόψεις, προσπαθώ να μένω πιστός στη δική μου υγιή αυτοκριτική και στις συμβουλές σπουδαίων μουσικών που τυχαίνει να με ακούσουν.
–Στη μέχρι σήμερα πορεία σας υπήρξε κάποιο σχόλιο ή κριτική που σας επηρέασε, θετικά ή αρνητικά; Ναι, υπήρξαν κάποιες περιπτώσεις, αλλά μετά από τόσες συναυλίες καμία κριτική δεν είναι πιο δυνατή από αυτό που βιώνω επί σκηνής. Δεν ξέρω αν είναι καλό ή κακό, αλλά έχω την ικανότητα, όταν παίζω, να αντιλαμβάνομαι τα πάντα γύρω μου.
–Αλήθεια, στην Ελλάδα η κριτική είναι πιο σκληρή από το εξωτερικό; Εξαρτάται από το ποιος την ασκεί.
–Και το συναίσθημα, κάθε φορά που επιστρέφετε για να παίξετε στο «σπίτι» σας, ποιο είναι;
Πάντα νιώθω τεράστια χαρά όταν μοιράζομαι μουσική με ανθρώπους που γνωρίζω ή που με παρακολουθούν τα τελευταία χρόνια. Είναι χαρά μου να βλέπω όλο και περισσότερο κόσμο να έρχεται στις συναυλίες μου.
–Το ελληνικό κοινό είναι διαφορετικό; Είναι αληθινό, πιο ζεστό και πιο δεκτικό. Νιώθεις ότι «κολυμπά» μαζί σου την ώρα που παίζεις.
–Υπάρχει κάτι που κουβαλάτε μέσα σας από την οικογένεια σας ή την Ελλάδα όταν ταξιδεύετε στο εξωτερικό; Πολλά! Μνήμες και ουσία. Προτιμώ, όμως, να τα κρατώ μέσα μου. Φοβάμαι πως, αν τα μοιραστώ, ίσως χαθεί η μαγεία τους και δεν θα μπορούν πλέον να με βοηθήσουν.

–Έχοντας κάνει συναυλίες σχεδόν σε κάθε άκρη της γης, εντοπίσατε διαφορές στα ακροατήρια που έρχονται να σας ακούσουν; Στο πώς αντιλαμβάνονται τη μουσική; Δεν πιστεύω ότι οι άνθρωποι ακούν διαφορετικά τη μουσική από χώρα σε χώρα. Αυτό που ίσως εντόπισα ως διαφορετικό, είναι ο σεβασμός που δείχνει το κοινό τής Ιαπωνίας και της Κορέας την ώρα της ακρόασης, ως ένδειξη τιμής προς την τέχνη και τους καλλιτέχνες. Δεν κάνουν τον παραμικρό θόρυβο, σε βαθμό που μερικές φορές ξεχνώ ότι υπάρχει κοινό από κάτω (γέλια). Πέραν τούτου, όμως, πιστεύω ότι οι άνθρωποι ακούν και κατανοούν τη μουσική με τον ίδιο τρόπο, ανεξαρτήτως χώρας.
–«Δύσκολη μουσική» υπάρχει; Υπάρχει δύσκολη μουσική, ναι. Ακόμη κι εγώ δυσκολεύομαι να κατανοήσω κάποιες μουσικές του 20ού και του 21ου αιώνα. Ίσως, επειδή δεν είμαι ακόμη έτοιμος ή ίσως επειδή δεν τις έχω ακόμη προσεγγίσει από τη σωστή οπτική. Δεν είναι όλες οι μουσικές για όλους, όπως δεν είναι όλες οι ταινίες για όλους. Και αυτό είναι απολύτως εντάξει.
–Οπότε το κοινό πρέπει να είναι εκπαιδευμένο για να προσεγγίσει το ρεπερτόριο της κλασσικής μουσικής; Η κλασσική μουσική, είναι απλώς μουσική. Όταν παίζεται καλά, αγγίζει τους πάντες. Δεν υπάρχουν προϋποθέσεις για να βιώσεις κάτι όμορφο, πέραν του να είσαι ανοιχτός και περίεργος.
–Μπορεί να επηρεάσει το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα η ενέργεια του κοινού που βρίσκεται στην αίθουσα; Η ενέργεια της αίθουσας είναι σχεδόν πάντα ευθύνη του μουσικού. Δεν υπάρχει «κακό» κοινό, αλλά μπορεί να υπάρξει κακή ερμηνεία. Είναι καθήκον μου να κάνω τον κόσμο να βυθιστεί μαζί μου στη μουσική. Όσο πιο συγκεντρωμένος και «χαμένος» είμαι στη μουσική, τόσο περισσότερους παίρνω μαζί μου. Η επικοινωνία με το κοινό είναι εξαιρετικά σημαντική, αλλά και εξαιρετικά δύσκολη γιατί πρώτα πρέπει να διαχειριστείς τον εαυτό σου, κι αυτό είναι πολύ απαιτητικό όταν βρίσκεσαι υπό πίεση.
–Και μια πιο προσωπική απορία: το διπλό σας επίθετο, Γαβριηλίδης-Πετρίν, ποια ιστορία κρύβει πίσω του; Κρύβει τις δύο μου κουλτούρες. Γαβριηλίδης είναι το επίθετο της μητέρας μου, της οποίας η οικογένεια μετανάστευσε από την Τραπεζούντα του Πόντου στη Θεσσαλονίκη και Πετρίν είναι το επίθετο του πατέρα μου, του οποίου η οικογένεια κατάγεται από τη Σιβηρία στη Ρωσία.
Ελεύθερα, 7.12.2025










