Εδώ και περισσότερα από έξι δεκαετίες, η μέτρηση της χοληστερόλης στο αίμα αποτελεί τον βασικό δείκτη για τον εντοπισμό ατόμων με αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων. Ωστόσο, νέα επιστημονικά δεδομένα έρχονται να αμφισβητήσουν αυτή τη μακροχρόνια πρακτική. Ερευνητές από το Chalmers University of Technology στη Σουηδία και το Harvard University στις Ηνωμένες Πολιτείες υποστηρίζουν ότι η αποκλειστική χρήση της χοληστερόλης δεν προσφέρει την πιο ακριβή εκτίμηση του καρδιαγγειακού κινδύνου. Σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε στο European Heart Journal, ένας συνδυασμός δύο λιποπρωτεϊνικών δεικτών, οι οποίοι μπορούν να μετρηθούν μέσω απλής εξέτασης αίματος, φαίνεται να παρέχει ακριβέστερη εικόνα του ατομικού κινδύνου εμφάνισης καρδιακής νόσου.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), οι καρδιαγγειακές παθήσεις (CVD) παραμένουν η κύρια αιτία θανάτου παγκοσμίως. Δεδομένου ότι οι περισσότερες περιπτώσεις θα μπορούσαν να προληφθούν μέσω της διαχείρισης παραγόντων -όπως το κάπνισμα, η ανθυγιεινή διατροφή και η σωματική αδράνεια -είναι κρίσιμος ο έγκαιρος εντοπισμός των ατόμων σε κίνδυνο, ώστε να εφαρμοστούν αποτελεσματικές στρατηγικές πρόληψης ή θεραπείας.
«Πρόκειται για τη μεγαλύτερη μελέτη του είδους της μέχρι σήμερα», δηλώνει ο Δρ. Jakub Morze, επικεφαλής συγγραφέας της έρευνας και μεταδιδακτορικός συνεργάτης στο Chalmers. «Τα αποτελέσματα δείχνουν για πρώτη φορά τη σημασία των τριών μεγάλων οικογενειών λιποπρωτεϊνών στη διαμόρφωση του καρδιαγγειακού κινδύνου».
Η χοληστερόλη, μολονότι απαραίτητη για τη δημιουργία κυτταρικών μεμβρανών και την παραγωγή ορμονών και βιταμινών, όταν βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα στο αίμα, μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία πλακών στα τοιχώματα των αγγείων. Εάν μία τέτοια πλάκα σπάσει, ενδέχεται να προκαλέσει θρόμβωση και να φράξει πλήρως το αγγείο, με συνέπεια καρδιακή προσβολή ή εγκεφαλικό επεισόδιο.
Η μεταφορά της χοληστερόλης στο αίμα γίνεται μέσω λιποπρωτεϊνών, οι οποίες διακρίνονται σε 4 βασικές κατηγορίες. Οι τρεις εξ αυτών φέρουν την απολιποπρωτεΐνη Β (apoB) στην επιφάνειά τους και, όταν βρίσκονται σε αυξημένα επίπεδα, μπορούν να συμβάλουν στην εναπόθεση χοληστερόλης στα αγγεία -γι’ αυτό και χαρακτηρίζονται φορείς της «κακής χοληστερόλης». Αντίθετα, η τέταρτη κατηγορία λιποπρωτεϊνών συμμετέχει στην απομάκρυνση της περίσσειας χοληστερόλης, συμβάλλοντας στην προστασία από καρδιαγγειακές παθήσεις -και συχνά αναφέρεται ως «καλή χοληστερόλη».
Εξέταση για τους φορείς λιποπρωτεϊνών – Όχι την ίδια τη χοληστερόλη
Η αξιολόγηση του κινδύνου καρδιακής νόσου βασίζεται συνήθως στη μέτρηση των επιπέδων «κακής χοληστερόλης» μέσω αιματολογικών εξετάσεων. Ωστόσο, δεδομένου ότι η χοληστερόλη δεν μπορεί να κυκλοφορήσει ή να προκαλέσει βλάβες χωρίς τους λιποπρωτεϊνικούς φορείς της, οι ερευνητές στρέφονται όλο και περισσότερο στη μέτρηση αυτών των φορέων ως πιο αξιόπιστων δεικτών.
«Παλαιότερα δεν ήταν σαφές εάν δύο ασθενείς με το ίδιο επίπεδο “κακής χοληστερόλης” αλλά διαφορετικά χαρακτηριστικά φορέα (τύπος, μέγεθος, περιεκτικότητα σε λιπίδια), διατρέχουν τον ίδιο κίνδυνο καρδιακής νόσου», επισημαίνει ο Δρ. Morze. «Στόχος της μελέτης μας ήταν να διευκρινίσουμε τη σημασία αυτών των παραμέτρων».
Για τη μελέτη αξιολογήθηκαν δεδομένα από πάνω από 200.000 άτομα της UK Biobank, χωρίς ιστορικό καρδιαγγειακής νόσου ή λήψη υπολιπιδαιμικής θεραπείας. Πραγματοποιήθηκαν υψηλής ακρίβειας μετρήσεις μέσω πυρηνικού μαγνητικού συντονισμού (NMR), ενώ η λιποπρωτεΐνη(a) μετρήθηκε ξεχωριστά με ανοσοδοκιμασία. Επικεντρώθηκαν ειδικά στις λιποπρωτεΐνες που φέρουν την apoB και παρακολούθησαν τους συμμετέχοντες για έως και 15 χρόνια, εξετάζοντας ποια μοτίβα συνδέονταν πιο ισχυρά με μελλοντικές καρδιακές προσβολές.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ο συνολικός αριθμός των σωματιδίων που περιέχουν apoB ήταν ισχυρότερος προγνωστικός δείκτης για μελλοντική εμφάνιση καρδιακής νόσου σε σχέση με την παραδοσιακή μέτρηση της LDL-χοληστερόλης. Κάθε αύξηση μίας τυπικής απόκλισης στα επίπεδα apoB συνδεόταν με 33% υψηλότερο κίνδυνο στεφανιαίας νόσου. Επιπλέον, το μέγεθος ή ο τύπος των σωματιδίων δεν πρόσθεταν ουσιαστική επιπλέον προγνωστική αξία.
«Διαπιστώσαμε ότι η apoB αποτελεί τον ισχυρότερο δείκτη κινδύνου για καρδιακή νόσο» ανέφερε ο Δρ. Morze. «Επειδή υποδεικνύει τον συνολικό αριθμό των σωματιδίων “κακής χοληστερόλης”, προσφέρει πιο ακριβή εικόνα σε σχέση με τις τυπικές μετρήσεις χοληστερόλης. Αν και οι παραδοσιακές εξετάσεις έχουν καλή απόδοση, σε περίπου 1 στους 12 ασθενείς ενδέχεται να υποεκτιμούν τον πραγματικό κίνδυνο. Λαμβάνοντας υπόψη ότι το 20-40% των πρώτων επεισοδίων καρδιαγγειακής νόσου είναι θανατηφόρα, η ακριβέστερη αξιολόγηση με μέτρηση της apoB θα μπορούσε να σώσει ζωές».
Ένας άλλος βασικός δείκτης
Ιδιαίτερη σημασία αποδόθηκε στη λιποπρωτεΐνη(a), η οποία παρέχει ανεξάρτητη και κρίσιμη πληροφορία για τον κίνδυνο καρδιακής νόσου, ανεξάρτητα από τα επίπεδα apoB. Αν και συνήθως αντιπροσωπεύει μικρό ποσοστό των λιποπρωτεϊνών στο αίμα, σε ορισμένα άτομα τα επίπεδά της είναι ιδιαίτερα υψηλά και σχετίζονται με σημαντική αύξηση του καρδιαγγειακού κινδύνου.
«Τα ευρήματά μας δείχνουν ότι η μέτρηση του αριθμού των σωματιδίων apoB, σε συνδυασμό με τη λιποπρωτεΐνη(a), μπορεί να αντικαταστήσει την παραδοσιακή εξέταση χοληστερόλης και να προσφέρει μια πιο ακριβή και πλήρη αξιολόγηση του καρδιαγγειακού κινδύνου», τονίζει ο Δρ. Clemens Wittenbecher, επίκουρος καθηγητής Ιατρικής Ακριβείας και Διαγνωστικής στο Chalmers. «Η ευρεία υιοθέτηση αυτών των εξετάσεων θα μπορούσε να οδηγήσει σε καλύτερη πρόληψη και σωτηρία περισσότερων ζωών».
ygeiamou.gr


