Με ποιες ποιητικές λέξεις να μεταφέρει κανείς μια σχεδόν παραδείσια και απόκοσμη αίσθηση, όπως αυτή αποδίδεται στην περίεργα μεταμφιεσμένη πραγματικότητα του κόσμου της Turkana;
Οι φωτογραφικές διατυπώσεις της Μαρίνας Σιακόλα, μοιάζουν με tableaux vivants. Βγαλμένες μέσα από ένα ονειρικό, σχεδόν ουτοπικό και εξαχνωμένο περιβάλλον, φέρνουν στο νου σκηνές ασυνήθιστης και συναρπαστικής ατμόσφαιρας ταινιών του Ταρκόφσκι. Ανήκουν στο είδος καλλιτεχνικής εικόνας που δεν συμβολίζει κάτι, αλλά απλά εκφράζει ένα ισοδύναμο του κόσμου που μας περιβάλλει. Δηλώνουν παράλληλα μια σύνδεση του χώρου με τον χρόνο, έξω αναμφίβολα από όποια ορθολογική συλλογιστική.
Πλησιάζοντας και κοιτάζοντάς κάθε εικόνα εξεταστικά ανακαλύπτεις φιγούρες με ξυρισμένα κεφάλια και με έντονη συνδυαστική χρωμάτων στην ένδυση, στα περιδέραια και στα βραχιόλια με χάντρες, που τις κάνουν να μοιάζουν με ‘έντομα κεκοσμημένα’ σε παράταξη, σε ρυθμούς εφόδου ή και ήρεμης απόδρασης. Κάποια μεμονωμένα μέλη της φυλής καθώς ποζάρουν απέναντι στο φακό παράγουν την διαχρονικά σκηνοθετημένη αντίληψη φωτογράφισης ολόσωμου πορτρέτου, σε μονόχρωμο φόντο, χωρίς να δίνεται έμφαση στον περιβάλλοντα χώρο, αλλά να τονίζεται ένα διάχυτο φως ‘sans soleil’.
Υπάρχει κάτι το τολμηρό και ταυτόχρονα ευγενές που περιστρέφεται γύρω από την αντίληψη της ένδυσης και τον τρόπο στησίματος των μεμονωμένων σωμάτων ή του συνόλου των ατόμων της ομάδας. Αντιλαμβάνεται κανείς ένα έκδηλο παιχνίδι δρωμένων με χρώματα και κινήσεις που παραπέμπουν στους μοναδικούς ρυθμούς της αφρικανικής ηπείρου. Η Σιακόλα αναμφίβολα αναζητά αυτή τη βεβαιότητα που σύμφωνα με τον Ρολάν Μπαρτ οφείλει κάποιος να αισθανθεί όταν “το φωτογραφημένο σώμα” αγγίζει το δημιουργό “με τις δικές του ακτίνες και όχι με ένα επιπρόσθετο φως”[1] εννοώντας τεχνάσματα και εξωγενή στοιχεία, ικανά να προσδώσουν στην εικόνα ανάρμοστη και ανειλικρινή ταυτότητα.
Η ίδια αποδυναμώνει το περιβάλλον, το καθιστά νεφελώδες και συνάμα κρυπτικό προκειμένου να αναδείξει αυτό που υποστηρίζει ως πρωτεύον: τον άνθρωπο. Θα μπορούσε κανείς να μιλήσει – με αφορμή το ζωγραφισμό που χαρακτηρίζει τις εικόνες – για αισθητισμό όπως ακριβώς τον αντιλαμβάνεται ο Γάλλος στοχαστής; Μάλλον ναι, αν κανείς λάβει υπόψη ότι “η σύνθεση σημαίνει εδώ κατά τρόπο δεδηλωμένο, μια ορισμένη εκστατική πνευματικότητα η οποία αποδίδεται με όρους αντικειμενικού θεάματος”[2].
Στις περισσότερες εικόνες η απόδοση του πλήθους περιγράφεται μικροσκοπικά και σε ομαδοποιήσεις με ακανόνιστες κινήσεις ‘απόδρασης’, σαν οι ομάδες να οδηγούνται ασύντακτα κάπου αλλού και πιθανόν με μια τυχαιότητα. Προς τα πού πορεύονται και διεκδικώντας τι; Μήπως η μετακίνησή τους να ανακαλεί στοιχεία μνήμης από τη νομαδική τους εμπειρία; Θα μπορούσαν να είναι κάποιες από τις διερωτήσεις που εύλογα προκύπτουν από την αίσθηση που υπαγορεύουν οι εικόνες στο σύνολό τους.
Σε κάθε περίπτωση η Σιακόλα μας μεταφέρει μια φαντασίωση που φέρει κάποια από τα χαρακτηριστικά της νέας εποχής αναφορικά στη μετακίνηση πληθυσμών που διεκδικούν καλύτερους όρους διαβίωσης. Οι φωτογραφίες της ωστόσο δεν έχουν τίποτα από τον βίαιο και αποτρόπαιο χαρακτήρα που έχουν συχνά αυτές οι μετακινήσεις. Αντίθετα, μας χαρίζουν με ηρεμία, σχεδόν αφασικά το όνειρο μιας νέας νοηματοδότησης ζωής, που ‘ντύνεται’ κυριολεκτικά και μεταφορικά την επιθυμία για αλλαγή, μια άλλου τύπου αντίληψη προόδου, ταυτόχρονα με έναν μιμητισμό προς τον βηματισμό δυτικού τύπου.
Η πολιτική εμπλοκή της Σιακόλα καταδεικνύει τη μεταβλητότητα των ορίων σε κοινωνικές συνθήκες που από την μια μεριά παλεύουν να διατηρήσουν την ιστορικότητα της παράδοσής τους και από την άλλη να ενσωματώσουν στοιχεία από το νεωτερικό, το εξωγενές και το νιόφερτο.
Ο φωτογραφικός της κόσμος σε αυτήν τη σειρά έργων, ανάμεσα σε ένστικτο, φαντασία, πραγματικότητα και προσωπικό βίωμα αναδεικνύει με αισθητική δυναμική ατμόσφαιρες από το συλλογικό υπαρξιακό απομεινάρι μιας αρχέγονης φυλής, καθώς αυτή συνδιαλέγεται με την ιστορική της κληρονομιά και την σύγχρονη πολιτισμική επεμβατικότητα.
Η Σιακόλα επιχειρεί μια προσέγγιση με δυνατό φως που ακυρώνει το τοπίο, εξαϋλώνει τον χώρο και κάνει τις φιγούρες να μοιάζουν μετέωρες. Σαν να ετοιμάζεται η εκκίνηση για έξοδο από ένα άνυδρο ‘εδώ και τώρα’ με την προσδοκία και το ‘όραμα’ που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο στα πολιτισμικά του άλματα. Ένα ερώτημα εγείρεται παρόλα αυτά. Μπορεί ο άνθρωπος να ορθώσει το ανάστημα του όντας φοβισμένος;
Ο Γκαστόν Μπασλάρ το καθιστά σαφές: «Ο φόβος εδώ είναι το ίδιο το είναι. Πού να διαφύγει κανείς, πού να προσφύγει; Σε ποιο έξω θα μπορούσαμε να δραπετεύσουμε. Σε ποιο άσυλο θα μπορούσαμε να προσφύγουμε Ο χώρος δεν είναι παρά ένα φρικτό απέξω-απομέσα»[3].
Eίναι ολοφάνερο πως οι άνθρωποι στις φωτογραφικές διατυπώσεις της δημιουργού υπόκεινται στις συνέπειες της παγκοσμιοποίησης, φέρουν ένα αναλλοίωτο συνθετικό χάρισμα, μια ικανότητα αισθητικής αντίληψης που μας οδηγεί σε έναν στοχασμό ανθρωπολογικού τύπου και πολιτισμικής προοπτικής.
Η φυλή Turkana είναι μια από τις αρχαιότερες νομαδικές φυλές της Αφρικής που κατοικεί στην περιοχή της ομώνυμης μακρόστενης λίμνης και διατηρεί εν πολλοίς έναν παραδοσιακό τρόπο ζωής. Οι προφορικές παραδόσεις την περιγράφουν να φθάνει στην Κένυα κυνηγώντας έναν απείθαρχο ταύρο. Η πολυχρωμία στο ντύσιμο και στα εμβλήματα διατηρούνται ως τις μέρες μας. Οι γυναίκες είναι στολισμένες με παραδοσιακά κοσμήματα και περιδέραια από χάντρες που τονίζουν μοναδικά την ξυρισμένη τους κόμη.
*Ο Σάββας Χριστοδουλίδης είναι εκαστικός
[1] Ρολάν Μπαρτ, Ο φωτεινός θάλαμός, μτφρ. Γιάννης Κρητικός, εκδ. Κέδρος – Ράππα, Αθήνα, 1983, σ.114.
[2] Roland Barthes, EIKONA-MOΥΣΙKH-KEIMENO, μτφρ. Γιώργος Σπανός, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα, 2007, σσ. .33-34.
[3] Gaston Bachelard, Η ποιητική του χώρου, μτφρ. Ε. Βέλτσου – Ι. Χατζηνικολή, εκδ. Χατζηνικολή, Αθήνα, 1982, σ. 243.










