Ο Αμερικανός φωτογράφος κάνει ένα flash back στην Ελλάδα του 1950 και ξετυλίγει μνήμες και ιστορίες από τα ταξίδια του στην Αθήνα και τα νησιά, σε μια εποχή που δεν υπήρχε υπερτουρισμός και υπερβολική ανάπτυξη.
Η αυθεντικότητα, ο πολιτισμός, η ιστορία, η ομορφιά και οι άνθρωποι στην καθημερινότητα της μεταπολεμικής Ελλάδας αποτυπώνονται στις φωτογραφίες του, που παρουσιάζονται στην έκθεση «Look at Me! Πορτραίτα στην Ελλάδα του Robert Α. McCabe» στη Λεβέντειο Πινακοθήκη.
-Ποιες είναι οι πρώτες αναμνήσεις που σας έρχονται στο μυαλό από τη δεκαετία του ’50, όταν ήρθατε στην Ελλάδα; Θα γελάσετε. Ο φίλος που κάλεσε τον αδελφό μου κι εμένα στην Ελλάδα έκανε κράτηση για εμάς στο Grand Bretagne. Φτάσαμε και σοκαριστήκαμε από την τιμή των 7,00 ευρώ τη βραδιά! Θα χάναμε τις οικονομίες μας. Έτσι, μείναμε ένα βράδυ και μετά μεταφερθήκαμε στο ξενοδοχείο Excelsior στην Ομόνοια, όπου η τιμή ήταν 1,00 ευρώ ανά διανυκτέρευση. Φυσικά δεν είχε κλιματισμό. Δεν το χρειαζόμασταν. Τα ταβάνια ήταν ψηλά και τα παντζούρια έμεναν κλειστά κατά τη διάρκεια της ημέρας. Έχω μια φωτογραφία που τράβηξα από το δωμάτιό μου το 1954, τη διασταύρωση Πανεπιστημίου και Αιόλου. Έχω και άλλες φωτογραφίες από την περίοδο εκείνη που τραβήχτηκαν γύρω από την πλατεία. Σήμερα το κτήριο έχει ανακαινιστεί και φιλοξενεί τα γραφεία της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος. Μια δυνατή ανάμνηση της Ομόνοιας ήταν ο εξωτικός της χαρακτήρας. Φαινόταν να υπάρχουν άνθρωποι από όλα τα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή, με πολύχρωμες ενδυμασίες. Ήταν μια πολύ φτωχή περιοχή. Αλλά λίγα τετράγωνα μακριά από την πλατεία, στην Πατησίων, υπήρχε μια αναβαθμισμένη κατοικημένη περιοχή γύρω από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Τώρα δεν υπάρχει πια.
Ο αδελφός μου κι εγώ ανυπομονούσαμε να επισκεφτούμε την Ακρόπολη και εκπλαγήκαμε από το πόσο αδιάφοροι ήταν οι Έλληνες φίλοι μας γι’ αυτό. Εκείνη την εποχή μπορούσε κανείς να εισέλθει στα μνημεία, όπως ο Παρθενώνας, το Ερέχθειο και ο ναός της Νίκης. Θυμάμαι ότι καθόμουν στη σκιά, στη νότια πλευρά του Παρθενώνα, με τον ελληνικό μου οδηγό μεταφράσεων και τα Athens News, τα οποία μόλις είχαν αρχίσει να εκδίδονται δύο χρόνια νωρίτερα. Έχω επίσης πολύ έντονες και ανεξίτηλες αναμνήσεις από τις επισκέψεις μας στα νησιά. Τα βουνά τους και οι καταγάλανες θάλασσές τους ήταν κάτι που δεν είχαμε ξαναδεί.

-Φαντάζομαι πως η Αθήνα εκείνη την εποχή δεν ήταν τόσο πυκνοκατοικημένη; Η Αθήνα είχε ακόμα πολύ χώρο γύρω της. Τα ταξί γύριζαν το ταξίμετρο στο υψηλότερο τιμολόγιο καθώς περνούσες το εργοστάσιο Φιξ στη Συγγρού. Η ακτογραμμή μεταξύ Βουλιαγμένης και Σουνίου ήταν εντελώς αδόμητη πριν κατασκευαστεί ο νέος παραλιακός δρόμος. Μια άλλη έντονη ανάμνηση ήταν το πρώτο μου ταξίδι στο Σούνιο με ένα μικρό μηχανοκίνητο σκάφος. Κοντά στο Γαϊδουρονήσι μας σταμάτησε ένα σκάφος του Λιμενικού. Είχαν ένα φύλλο χαρτί στα χέρια τους και κοιτούσαν μια αυτό και μια εμένα. Ξαφνικά ένας από τους αξιωματικούς με έδειξε και φώναξε «Αυτός είναι!». Είχε γίνει απόδραση από τη φυλακή και για λίγα δευτερόλεπτα ήμουν ο κύριος ύποπτος.

-Τι είναι αυτό που προσπαθούσατε να αποτυπώσετε στις φωτογραφίες σας; Μεγάλωσα στον κόσμο του φωτορεπορτάζ. Έτσι, έψαχνα για σκηνές που ήταν ενδιαφέρουσες ή νέες για μένα. Με ενδιέφερε επίσης η σύνθεση. Η Βίβλος μου γι’ αυτό ήταν το «U S Camera Annual». Συγκέντρωνε τρέχουσες εικόνες από τους καλύτερους φωτογράφους της εποχής και εξέδιδε έναν νέο τόμο κάθε χρόνο. Περίμενα με ανυπομονησία τη δημοσίευσή του κάθε φθινόπωρο. Μπορεί κανείς ακόμη να βρει αντίτυπα στην αγορά μεταχειρισμένων βιβλίων. Εξακολουθούν να εμπνέουν. Για μένα είχαν τεράστια αξία. Είχα στο μυαλό μου ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο: Να έρχομαι κάθε χρόνο στην Ελλάδα όπου θα επισκέπτομαι και θα φωτογραφίζω νέα παρθένα νησιά. Όταν πρωτοεπισκέφτηκα την Ελλάδα, υπήρχαν μόνο 180.000 επισκέπτες κάθε χρόνο. Φέτος θα μπορούσαν να είναι 35.000.000! Υποθέτω πως τη δεκαετία του 1960 συνειδητοποίησα ότι το όνειρό μου δεν επρόκειτο να πραγματοποιηθεί. Μετά την πρώτη μου επίσκεψη στη Σαντορίνη, ο αδελφός μου κι εγώ αγοράσαμε ένα αντίγραφο του όμορφου βρετανικού ναυτικού χάρτη του νησιού. Για αστείο, με ένα μολύβι Νο2 «αναπτύξαμε» το νησί με αεροδρόμιο, τελεφερίκ, μαρίνες, σπίτια, ξενοδοχεία και το δώσαμε στον οικοδεσπότη μας. Αλλά το αστείο ήταν πως όλα έγιναν πραγματικότητα – και ακόμα περισσότερα.

-Η φωτογραφία ήταν ένα μέσο για να γνωρίσετε καλύτερα τους ανθρώπους της Ελλάδας; Ναι, στα νησιά. Όχι στην Αθήνα. Τη δεκαετία του 1950 στα νησιά υπήρχαν πολύ λίγοι τουρίστες, συχνά ήμασταν οι μόνοι επισκέπτες. Οι κάτοικοι ήταν πολύ περίεργοι για τους ξένους και ήταν ενθουσιασμένοι που τους φωτογράφιζαν. Δεν υπήρχαν πολλές φωτογραφικές μηχανές. Συχνά μας προσκαλούσαν σε σπίτια και μας πρόσφεραν γλυκά, και στη συνέχεια μας ρωτούσαν από πού ήμασταν και πώς βρήκαμε τα χρήματα για να επισκεφτούμε την Ελλάδα.

-Ποια νησιά σας έκαναν τη μεγαλύτερη εντύπωση εκείνη την εποχή; Η Σαντορίνη ήταν ένα από τα πρώτα νησιά που επισκεφθήκαμε το 1954, καθώς ο οικοδεσπότης μας ήταν από εκεί. Ο αδελφός μου κι εγώ ήμασταν οι μόνοι επισκέπτες. Ξέρω ότι αυτό είναι δύσκολο να το πιστέψει κανείς σήμερα. Ενδιαφερόμουν από καιρό για τη γεωλογία, οπότε η Σαντορίνη έχει για μένα μια ξεχωριστή θέση ανάμεσα στα νησιά, με τη Μαργαρίτα Πουρνάρα έχουμε κάνει ένα βιβλίο γι’ αυτήν. Η Μύκονος μου έκανε τεράστια εντύπωση κατά την πρώτη μου επίσκεψη το 1955. Πρόσφατα βρήκα επιστολές που έστειλα από εκεί κατά την πρώτη αυτή επίσκεψη. Ενθουσιάστηκα με την αρχιτεκτονική και εντυπωσιάστηκα από τα πανηγύρια. Με τους Καμπάνη και Σαμιωτάκη κάναμε επίσης ένα βιβλίο για τη Μύκονο. Το νησί Σταμφάνη του συμπλέγματος των Στροφάδων μου έκανε επίσης πολύ μεγάλη εντύπωση στην πρώτη μου επίσκεψη, συγκεκριμένα θα πρέπει να πω ο ένας από τους δύο κατοίκους του νησιού, ο πατέρας Γρηγόρης. Χρόνια αργότερα, όταν γνώρισα την Κατερίνα Λυμπεροπούλου σ’ ένα δείπνο, συμφωνήσαμε να κάνουμε ένα βιβλίο μαζί. Έτσι γεννήθηκε «Ο τελευταίος μοναχός των Στροφάδων». Είμαστε εξαιρετικά υπερήφανοι που κέρδισε βραβείο από την Ακαδημία Αθηνών.

-Φωτογραφίσατε την Αθήνα και τα νησιά πριν από τη ραγδαία ανάπτυξη. Πώς συγκρίνετε την Ελλάδα και τους ανθρώπους της τότε εποχής με το σήμερα; Η Ελλάδα ήταν τότε μια πολύ φτωχή χώρα. Σήμερα υπάρχει σημαντική ευημερία. Τότε υπήρχαν πολύ λίγοι τουρίστες. Σήμερα οι συζητήσεις αφορούν τον υπερτουρισμό και την υπερβολική ανάπτυξη. Τα πράγματα που τόσο προσέλκυαν τους επισκέπτες συχνά εξαφανίζονται. Ο χαρακτήρας πολλών νησιών έχει αλλάξει δραματικά. Πολλοί Έλληνες δεν μπορούν πλέον να αντέξουν οικονομικά να κάνουν διακοπές στα νησιά τους.

-Τι είναι αυτό που σας έκανε να αγαπήσετε τόσο πολύ την Ελλάδα και τους ανθρώπους της; Η ομορφιά της χώρας. Η εξαιρετική ιστορία και τα μνημεία της. Η ζεστασιά των ανθρώπων. Τα νησιά. Ήταν αξιοσημείωτο το πόσο οικεία αισθανθήκαμε ο αδελφός μου κι εγώ από τη στιγμή που φτάσαμε στην Αθήνα. Φυσικά, ο οικοδεσπότης μας έπαιξε μεγάλο ρόλο σ’ αυτό, αλλά το ίδιο έκαναν και οι άνθρωποι που συναντούσαμε καθημερινά.

-Έχετε συναντήσει ξανά κάποιους από τους ανθρώπους που φωτογραφίσατε; Ναι. Υπάρχουν μερικές αξιομνημόνευτες περιπτώσεις. Το 1961 περνούσαμε με τον αδελφό μου από το Μεγάλο Περιστέρι της Ηπείρου. Σταματήσαμε για να φωτογραφίσουμε ένα παλιό πέτρινο γεφύρι. Γίναμε φίλοι με τρία γοητευτικά χαμογελαστά ξυπόλυτα κοριτσάκια, τη Λαμπρινή, τη Μαρία και την Ελένη. Χρόνια αργότερα, όταν το 2007 έκανα μια έκθεση στο Ριζάρειο Κέντρο στο Μονοδένδρι, στην αφίσα που έφτιαξε το Κέντρο για την έκθεση εικονίζοντας αυτά τα τρία κορίτσια, καθώς και σ’ ένα τεράστιο πανό. Μια από τις αφίσες αναρτήθηκε στο ξενοδοχείο Lake στα Ιωάννινα. Ήρθε ο σύζυγος ενός από τα κορίτσια και αναγνώρισε αμέσως τη γυναίκα του. Έτσι, είχαμε μια επίσκεψη και μια νέα φωτογραφία που τραβήχτηκε στο ίδιο σημείο.
Μια άλλη περίπτωση ήταν η φωτογραφία που τράβηξα στο ξενοδοχείο Belle Helene στις Μυκήνες το 1955, με τον Αγαμέμνονα Δάση και την κόρη του Παναγούλα, έξω από το οικογενειακό ξενοδοχείο. Εξήντα οκτώ χρόνια αργότερα η εικόνα έγινε η φωτογραφία «καλωσορίσματος» στην έκθεση «Η Ελλάδα μετά τον πόλεμο», στο Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο των Δελφών. Η Παναγούλα ήρθε και περάσαμε υπέροχα αναλογιζόμενοι την παλιά φωτογραφία.
Υπάρχουν και άλλα παραδείγματα, όπως από την Κάσο, ακόμη και από πλοία. Στην Κάσο το 1965 φωτογράφισα τρία μικρά αγόρια να κάθονται και να κοιτάζουν μια όμορφη οροσειρά. Η Μαριλένα Κέδρου, που ήταν η αφορμή για το βιβλίο, πήγε πράγματι πριν από λίγους μήνες εκεί και έφερε τα «αγόρια» για να φωτογραφηθούν στο ίδιο σημείο που είχαν ποζάρει το 1965. Επίσης, στην Κάσο φωτογράφισα μια ομάδα κοριτσιών που χόρευαν. Στο πλάι ένα μικρό αγόρι παρακολουθούσε με νοσταλγία τα κορίτσια. Έδωσα στη φωτογραφία τον τίτλο «Odd Man Out». Πέρυσι έμαθα ότι το μικρό εκείνο αγόρι είχε γίνει ένας επιτυχημένος φαρμακοποιός, ότι είχε πλέον συνταξιοδοτηθεί και είχε γράψει μια αυτοβιογραφία την οποία τιτλοφόρησε… «Odd Man Out»!
-Πώς αισθάνεστε σήμερα που οι φωτογραφίες σας αποτελούν ντοκουμέντα της ιστορίας της Ελλάδας; Αυτό μου θυμίζει μια άλλη ιστορία. Το 2004 πιέζαμε την Άννα Πατάκη να εκδώσει το βιβλίο μας πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Μας είπε ότι οι επισκέπτες των Ολυμπιακών Αγώνων δεν αγοράζουν βιβλία. Και πρόσθεσε: «Οι φωτογραφίες σας γίνονται πιο ενδιαφέρουσες όσο περνάει ο καιρός». Είχε απόλυτο δίκιο και είμαι πολύ χαρούμενος και ευγνώμων που μπόρεσα να καταγράψω μια πολύ ενδιαφέρουσα περίοδο της ελληνικής ιστορίας.
ΕΒΙΤΑ ΑΡΑΠΟΓΛΟΥ: Πουθενά δεν υπάρχει εξιδανίκευση ή επιτήδευση στις απεικονίσεις του
«Οι φωτογραφίες του Robert Α. McCabe είναι κυρίως εικόνες από οδοιπορικά και περιπλανήσεις σε αμέτρητους τόπους, μέσα σε περισσότερα από εβδομήντα χρόνια. Η Ελλάδα τον μάγεψε από τα νεανικά του χρόνια και οι υποβλητικές φωτογραφίες του μας μεταφέρουν εικόνες από γοητευτικά τοπία και αρχαιολογικούς τόπους, σκηνές της καθημερινής ζωής, έθιμα, αγροτικές συνήθειες, ανθρώπους των πόλεων. Ο φακός του μας ανοίγει ένα διακριτικά συναισθηματικό παράθυρο στο αφήγημα της ελληνικής ζωής», σχολιάζει η επιμελήτρια της έκθεσης Εβίτα Αράπογλου.
Τονίζει ότι θαυμάζει τα πορτραίτα του που έχουν μέσα τους μια ιδιαίτερη δύναμη και, συχνά, μια αφοπλιστική αίσθηση του απρόσμενου, του αυθόρμητου. «Πουθενά δεν υπάρχει εξιδανίκευση ή επιτήδευση στις απεικονίσεις του. Εκπέμπουν με απόλυτη φυσικότητα την πεμπτουσία του ελληνικού κόσμου που, ενώ σιγά-σιγά χάνεται, εξακολουθεί μέσα μας να είναι τόσο οικείος και γνώριμος. Ο McCabe καταφέρνει να συλλάβει την αυθεντική προσωπικότητα των ανθρώπων που φωτογραφίζει. Τόσο στις ατομικές λήψεις του όσο και σ’ αυτές που περιγράφουν προσωπικές σχέσεις ή ακόμα και στα ομαδικά του στιγμιότυπα, ο φωτογράφος μοιάζει πάντα να ενδιαφέρεται να αποδώσει με ειλικρίνεια την έκφραση των προσώπων, την ένταση της ματιάς, την ενδόμυχη σκέψη τους. Στην έκθεση ο επισκέπτης “συναντά” τα πρόσωπα του McCabe σε στιγμιότυπα στους δρόμους, με τα καλωσορίσματα στα κατώφλια των σπιτιών, σε στιγμές σε καφενεία και σε ταβέρνες, στον ξένοιαστο κόσμο των παιδιών, σε εικόνες από τη ζωή της θάλασσας, άλλες από την ώρα της δουλειάς και, τέλος, σε συναθροίσεις και γιορτινά στιγμιότυπα».
Παράλληλα με τις φωτογραφίες του Robert Α. McCabe, στην έκθεση θα παρουσιαστούν και φωτογραφίες του Ρένου Ευρυβιάδη και του Απόστολου Βερβέρη από την Κύπρο. Η κ. Αράπογλου εξηγεί το σκεπτικό αυτής της ενότητας: «Θελήσαμε πλάι στις φωτογραφικές συνθέσεις του McCabe που μεταφέρουν τη ζωή στην Ελλάδα των δεκαετιών που πέρασαν, να παρουσιαστούν στην έκθεση καθώς και στη συνοδευτική έκδοση μερικές φωτογραφίες ανάλογης θεματικής από τη ζωή στην Κύπρο. Ο Κύπριος Ρένος Ευρυβιάδης Wideson (1920-2020) φωτογράφισε τον κόσμο της Κύπρου, καθώς και τα αρχιτεκτονικά και ιστορικά μνημεία της, την ύπαιθρο και τα παραδοσιακά επαγγέλματα, στις δεκαετίες του 1950 και 1960. Ο Μικρασιάτης Απόστολος Βερβέρης (1900-1980) ταξίδεψε ειδικά στη Μεγαλόνησο το 1954 με σκοπό να καταγράψει με τον φακό του τη ζωή στην Κύπρο και να αναδείξει την ελληνικότητά της. Χαρακτηριστικά φωτογραφικά πορτραίτα τους πλαισιώνουν τις ενότητες της έκθεσης υπογραμμίζοντας τα κοινά στοιχεία των τόπων και των ανθρώπων τους. Οι φωτογραφίες του Wideson μας παραχωρήθηκαν από το αρχείο της οικογένειάς του, ενώ αυτές του Βερβέρη προέρχονται από τη συλλογή του Λεβέντειου Δημοτικού Μουσείου στη Λευκωσία».
Ελεύθερα 13.4.2025