Η διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού στο λιανικό εμπόριο και τις υπεραγορές βρίσκεται σε ριζική μεταμόρφωση, καθώς οι εταιρείες αντιμετωπίζουν διπλή πρόκληση: την έκρηξη της τεχνολογίας και την πίεση για βιώσιμους τρόπους διατήρησης προσωπικού.
Στον κλάδο των υπεραγορών ο μέσος ρυθμός εναλλαγής εργαζομένων ξεπερνά το 60% και η προσπάθεια είναι να δημιουργηθούν συνθήκες ώστε η απασχόληση σε υπεραγορά να αποτελεί συνειδητή επιλογή. Στην Κύπρο, υπεραγορά ελληνικών συμφερόντων έχει εμπλουτίσει το ήδη ελκυστικό και ανταγωνιστικό πακέτο αποδοχών και ωφελημάτων με την παροχή 14ου μισθού, παροχή που δεν συναντάται γενικά στην κυπριακή αγορά εργασίας.
Η εν λόγω υπεραγορά επενδύει στο προσωπικό της για να αποτελέσει εργοδότης προτίμησης. Η ικανότητα μιας επιχείρησης να προσελκύει και να διατηρεί ταλαντούχα άτομα εξαρτάται από την οργανωτική της κουλτούρα, τις παροχές και την ηγετική της φιλοσοφία.
Η θέση του «εργοδότη προτίμησης» αποτελεί στρατηγικό στόχο για τις υπεραγορές που επιδιώκουν να διαφοροποιηθούν σε έναν ιδιαίτερα ανταγωνιστικό τομέα. Στο πλαίσιο αυτό, μια υπεραγορά που θέλει να αναδειχθεί ως εργοδότης προτίμησης επενδύει σε πολυδιάστατους παράγοντες που καλύπτουν τόσο τις οικονομικές όσο και τις ψυχοκοινωνικές ανάγκες των εργαζομένων.
Ο όρος «εργοδότης προτίμησης» αναφέρεται σε οργανισμούς που διακρίνονται για την ικανότητά τους να προσελκύουν και να διατηρούν ταλαντούχους εργαζόμενους μέσω μιας ολιστικής προσέγγισης. Σύμφωνα με έρευνα της Randstad, τα κύρια κριτήρια που λαμβάνουν υπόψη οι υποψήφιοι περιλαμβάνουν ανταγωνιστικούς μισθούς (77%), ευχάριστο εργασιακό περιβάλλον (73%) και δυνατότητες επαγγελματικής ανάπτυξης (67%). Για τις υπεραγορές, η επίτευξη αυτού του status σημαίνει τη δημιουργία ενός οικοσυστήματος όπου οι εργαζόμενοι αισθάνονται εκτιμώμενοι, υποστηριζόμενοι και συνδεδεμένοι με τον ευρύτερο σκοπό της επιχείρησης.
Ο Ανδρέας Χατζηαδάμου, του Παγκύπριου Συνδέσμου Υπεραγορών, επισημαίνει ότι η δυσκολία εύρεσης προσωπικού οδηγεί πολλές επιχειρήσεις να αναθεωρούν τις στρατηγικές τους, επενδύοντας σε πρωτοβουλίες που ενισχύουν τη δέσμευση και την παραγωγικότητα.
Παράλληλα, η παροχή μη οικονομικών παροχών, όπως vouchers, προγράμματα wellness ή υποστήριξη για την ισορροπία εργασίας-ζωής, αποτελούν κρίσιμα στοιχεία.
Πρόσφατες μελέτες επιβεβαιώνουν ότι το 70% των εργαζομένων θεωρούν τις ευκαιρίες ανέλιξης ως κρίσιμο παράγοντα για την παραμονή τους σε μια επιχείρηση.
Η στρατηγική του «εργοδότη προτίμησης» δεν αποτελεί μόνο HR πρωτοβουλία, αλλά επενδυτική επιλογή με άμεση επίπτωση στην οικονομική απόδοση. Εταιρείες που κατατάσσονται στα κορυφαία ποσοστά στον δείκτη εργοδοτικής ελκυστικότητας καταγράφουν 2,5 φορές υψηλότερη κερδοφορία και 40% μείωση του κόστους πρόσληψης. Σε μια εποχή όπου το ανθρώπινο κεφάλαιο γίνεται ο κύριος διαφοροποιητικός παράγοντας, οι υπεραγορές που επενδύουν στην ποιότητα της εργασιακής εμπειρίας δεν απλώς ανθίζουν – ορίζουν τα νέα πρότυπα του κλάδου.
Οι διεθνείς τάσεις και η τεχνολογία
Οι λιανεμπορικοί κολοσσοί επενδύουν σε συστήματα τεχνητής νοημοσύνης για να αναδιαμορφώσουν τη διαχείριση προσωπικού. Η Walmart, για παράδειγμα, χρησιμοποιεί αλγόριθμους πρόβλεψης ζήτησης για να βελτιστοποιεί τα ωράρια, λαμβάνοντας υπόψη ιστορικά δεδομένα πωλήσεων, καιρικές συνθήκες και απρόβλεπτες απουσίες.
Σε αντίθεση με την εποχή των χαμηλών μισθών και της απλής εκπαίδευσης, σήμερα οι υπεραγορές ανταγωνίζονται με πακέτα που περιλαμβάνουν ψυχολογική υποστήριξη, συμβουλευτικές υπηρεσίες και εκπαίδευση σε ψηφιακές δεξιότητες. Η Mercadona, ισπανική αλυσίδα με 100.000 εργαζόμενους, προσφέρει μισθούς 27% πάνω από το εθνικό κατώτατο και ευέλικτα ωράρια, ενώ το 72% των υπαλλήλων λαμβάνουν μπόνους απόδοσης.
«Οι εργαζόμενοι δεν θέλουν απλώς έναν μισθό. Απαιτούν ευελιξία, αναγνώριση και ευκαιρίες ανάπτυξης», δηλώνει ο Jaime de Nardiz, ειδικός στην πολιτισμική μεταμόρφωση.
Οι παραδοσιακές απαιτήσεις για πτυχία ή μακροχρόνια εμπειρία αντικαθίστανται από αξιολογήσεις δεξιοτήτων. Παράλληλα, εταιρείες επενδύουν στην ανάπτυξη δεξιοτήτων (upskilling).
Παρά τις καινοτομίες, ο κλάδος αντιμετωπίζει κρίσιμα εμπόδια. Ερευνα της McKinsey υπογραμμίζει ότι το 33% των εργασιών σε σούπερ μάρκετ θα αυτοματοποιηθεί μέχρι το 2030, απαιτώντας επανεκπαίδευση εργαζομένων. Οι εταιρείες που δεν επενδύσουν σε διαχείριση δεδομένων και συμμόρφωση θα βρεθούν σε δυσμενέστερη θέση.
Ενώ η τεχνολογία ανακαθιστά το παιχνίδι, οι ειδικοί προβλέπουν μια εποχή συνεργασίας.
Στο ορίζοντα, η επιτυχία θα καθοριστεί από την ικανότητα των εταιρειών να ισορροπούν τεχνολογική καινοτομία με ανθρωποκεντρικές πολιτικές – ένα μάθημα που οι κυπριακές υπεραγορές φαίνεται να έχουν αφομοιώσει, με το ποσοστό ανεργίας στο 3,7% ανεργία να λειτουργεί ταυτόχρονα ως πρόκληση.
Τα ανταγωνιστικά πακέτα αποδοχών, όπως η καταβολή 14ου μισθού και η βούληση υπεραγοράς ελληνικών συμφερόντων να καταστεί εργοδότης προτίμησης, δείχνει ότι και στην Κύπρο υπάρχουν υπεραγορές που είναι έτοιμες να ανταποκριθούν στις προκλήσεις του κλάδου και να θέσουν το προσωπικό στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος τους.