«Για το διεθνούς φήμης έργο σας, για τη συμβολή σας στην ανάπτυξη και στον εμπλουτισμό του κυπριακού Πολιτισμού, για την ένταση και την ποιότητα των δεσμών που σας ενώνουν με τη Γαλλία και που σας καθιστούν εν μέρει και Γάλλο καλλιτέχνη, έχω την τιμή, εκ μέρους του Υπουργού Πολιτισμού της Γαλλίας, να σας απονείμω το παράσημο του Αξιωματούχου των Τεχνών και των Γραμμάτων. Παρακαλώ, δεχθείτε αυτή τη διάκριση ως ένδειξη της ευγνωμοσύνης μας για την εξαιρετική σας σταδιοδρομία και για το ρόλο σας στη φιλία και στη συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών μας…».
Με αυτά τα λόγια τελείωνε την ομιλία της η πρέσβειρα της Γαλλίας στην Κύπρο, Κλέλια Σεβριέ Κολάτσκο, την προηγούμενη Τρίτη 22/7, κατά την τελετή απονομής, στη Γαλλική πρεσβεία, στον κορυφαίο Κύπριο δημιουργό, Θεόδουλο Γρηγορίου– τον μοναδικό Κύπριο που έχει εκθέσει στο Λούβρο, παράλληλα με τις τόσες εκθέσεις του στο Παρίσι, στη Ζυρίχη, στην Κολωνία, στο Μονακό, στην Τουλούζη, στην Κωνσταντινούπολη, στη Σεούλ, στη Βαρσοβία, στη Μόσχα, στη Σιένα, στη Βενετία, στην Κύπρο, σε πολλές πόλεις της Ελλάδας, πρόσφατα ακόμη και στην Αφρική· στο Καμερούν κ.α.-, του κορυφαίου τίτλου τιμής της Γαλλίας, του «Officier des Arts et des lettres», που απονέμεται σε εξέχουσες προσωπικότητες των Γραμμάτων και των Τεχνών, από το Γαλλικό κράτος.
Κατά την αντιφώνησή του, ο πρωτοπόρος Κύπριος καλλιτέχνης, αφού ευχαρίστησε τη Γαλλική κυβέρνηση για την απονομή και αναφέροντας τους στενούς δεσμούς που συνδέουν το έργο του τόσο με την Κύπρο όσο και με τη Γαλλία κάνοντας μία αναδρομή στην πορεία του, κατέληξε στα εξής: «Κάθε καλλιτέχνης ζει ανάμεσα σε δύο κόσμους. Ο πρώτος αφορά την, αναγκαία και εποικοδομητική μοναξιά του, κατά την επώαση ενός έργου Τέχνης ή μιας πορείας, ώστε να αποβάλει τα παράσιτα του περιβάλλοντος και του χρόνου. Να αποκρυσταλλώσει μνήμες και υπαρξιακές δυνάμεις. Το πιο δύσκολο, να προσδιορίσει και να περισώσει, μέσα από το έργο του, τα χαρακτηριστικά και τα συμπτώματα της εποχής του. Να πολεμήσει το λευκό πανί και να φέρει στην επιφάνεια εικόνες ανύποπτες, αυτές που γεννά ο απόκρυφος νους και η ψυχή, να επικεντρωθεί στη δική του αλήθεια. Ο δεύτερος κόσμος, πιο εξωστρεφής, αφορά στο να παραδώσει το έργο στο κοινό και να αντιμετωπίσει την αυστηρότητα του θεατή. Οι θεσμοί, σαν αυτόν που τιμούμε σήμερα, έρχονται να εξισορροπήσουν και να ενώσουν τους δυο κόσμους, να κωδικοποιήσουν το νόημα των αξιών και να δημιουργήσουν θεμέλια και γέφυρες, μεταξύ καλλιτεχνικής δημιουργίας και του κοινού, αλλά και των λαών…».
Τα «Ελεύθερα», τιμώντας με τη σειρά τους τον κορυφαίο Κύπριο δημιουργό -που με τη σειρά του τιμά την Κύπρο και γίνεται άξιος «πρέσβης» της στο εξωτερικό, στον παγκόσμιο Πολιτισμό-, ανατρέχει σε μία προσωπική του συνέντευξη που μας είχε παραχωρήσει στο παρελθόν, σε λόγια δικά του.
«Ίσως η απόκρυφη εντοπιότητα -προζύμι στο οικουμενικό- να προκάλεσε ένα ενδιαφέρον όταν ξεκινούσα να εκθέτω στην Μπιενάλε της Βενετίας ή στην Τουλούζη, όπου έκανα την πρώτη μου μεγάλη έκθεση σε έναν μεγάλο μουσειακό χώρο. Ή όταν είχα πάει μαζί με την ιστορικό Τέχνης, την Άντρη Μιχαήλ, στο Λούβρο, μπροστά σε μία επιτροπή είκοσι κορυφαίων ανθρώπων της Τέχνης, προκειμένου να εγκρίνουν τη πρότασή μου, να δουν ποιος είμαι και τι κάνω -εκεί δεν χωράνε διαπλεκόμενα και “γνωριμίες”- κι έλεγα στην Άντρη που με συνόδευε ανεβαίνοντας το πρώτο σκαλοπάτι, μπαίνοντας απ’ την πίσω πλευρά του Μουσείου όπου ήταν η είσοδος διεύθυνσης: “Ακόμη και αυτό το ένα σκαλοπάτι που ανεβαίνουμε, είναι πολύ σημαντικό, έστω κι αν δεν οδηγήσει πουθενά!”. Η έκθεση εκείνη κράτησε τελικά από το 2008 έως το 2009 – αν και είχε ξεκινήσει αρχικά για δέκα μέρες, μετά πήγε για ένα τρίμηνο, μέχρι που έφτασε τους δέκα μήνες. Η εντοπιότητα, όμως, υπάρχει. Απόκρυφα παντού. Και δίνει ένα παράξενο ιδίωμα στο καρτεσιανό ευρωπαϊκό μάτι. Προκαλεί. Αλλά είναι και ενταγμένη μέσα στο διεθνές κλίμα της εποχής – πώς γίνεται αυτό δεν γνωρίζω, δεν αρχειοθετώ, δεν επεξηγώ. Εμένα με ενδιαφέρει το να μπορεί το έργο να “εκπέμπει”, να μπορεί να συγκινεί από μόνο του, να μην χρειάζεται “στηρίγματα” άλλα, άλλων Τεχνών, για να μπορεί να υπάρχει αυτόνομο. Μου είχε κάνει δε εντύπωση ένα άρθρο που είχε γραφτεί στη “Le Monde” από τον Philippe Dagen, στην αρχή της δουλειάς μου, αρχές του ’90, που ο τίτλος του ήταν: “Archeologie Grecque Moderne” – και, αν και η τότε έκθεση δεν είχε σχέση με την αρχαιολογία, είχε πιάσει τον “σπόρο”. Αυτό χρειάστηκε να μου το πουν όμως· δεν ήταν αυτοσκοπός. Αυτό το επέκτεινα μετά, με συγκεκριμένες έρευνες· τα πληροφορούμαι, τα ζω, τα παρατηρώ τα πράγματα, αλλά προσπαθώ να μην τα αναπαράγω – θέλω να εισάγω δομές που να αφορούν τον τρέχοντα χρόνο, για να αφορούν τη δική μας εποχή».

«Για τουλάχιστον 15 χρόνια ζούσα βήμα- βήμα: Πουλούσα ένα έργο για να έχω τη δυνατότητα να ασχοληθώ με το επόμενο μετά και να μπορώ να επιβιώνω. Αλλά ήμουν ήδη εξοικειωμένος: Θυμάμαι, μόλις είχα πάει Γυμνάσιο και έχοντας επαφή πια με την πόλη, είχα ζητήσει οικονομική “ενίσχυση” από την μητέρα μου για να συγκροτήσω την πρώτη μου παλέτα. Μου απάντησε: “Θα σου δίνω τα μισά και για τα υπόλοιπα να κάνεις οικονομία από το χαρτζιλίκι σου”. Κι έτσι αγόραζα ένα σωληνάριο την βδομάδα. Εκείνο, λοιπόν, ήταν το πρώτο απλό μάθημα πολιτικής οικονομίας και ανάληψης ευθυνών που με συνοδεύει μέχρι σήμερα – και με βοήθησε. Ωστόσο, πρέπει να σου πω πως υπήρχε και υπάρχει το εξής στην Κύπρο, σε σχέση με τα έργα: Οι τιμές εδώ δεν σχετίζονται με το βιογραφικό σου, τις κατακτήσεις και τις επιδόσεις σου, αλλά με το διαθέσιμο ποσό του αγοραστή – το οποίο είναι πάντα “περιορισμένο”. Εν αντιθέσει με το Παρίσι, που κανείς δεν αγοράζει χωρίς να μελετήσει εξονυχιστικά το βιογραφικό σου. Διαφορετικά, δεν σε παίρνουν στα σοβαρά!».
«Έχω πάντοτε το σύνδρομο του πολιτιστικού μετανάστη· του ανθρώπου εκείνου που κουβαλά μαζί του την πόλη του, όταν βγαίνει στο εξωτερικό. Οι “έξοδοι” γίνονται είτε εξ ανάγκης είτε από επιθυμία τού να “ανακαλύψεις” τον κόσμο· να θρέψεις την περιέργειά σου με το τι συμβαίνει πέρα από την γραμμή του ορίζοντα, να ζήσεις νέες εμπειρίες. Τελικά, διαπιστώνεις πως παντού κουβαλάς τον τόπο σου. Πρακτικά, αυτό συνέβη. Κι ήμουν έτοιμος να ζήσω για πάντα στο εξωτερικό, αλλά πάντοτε θα μου έλειπε ένα μέρος του εαυτού μου· η ρίζα μου, η οικογένειά μου, οι άνθρωποι που αγαπώ. Αλλά κι οι ισορροπίες που δημιουργούνται στη γη που είδες το πρώτο φως. Θυμάμαι πως την περίοδο που βρισκόμουν στο Βουκουρέστι, σε μια πολύ καταπιεστική ιστορικά περίοδο -επί Τσαουσέσκου- αλλά πολύ δημιουργική για μένα, έκανα κάποια έργα λευκά· ένιωθα την ανάγκη της δωρικότητας, της καθαρότητας που μας δίνει το δικό μας φως. Άρα ήταν κάτι που βγήκε στην επιφάνεια από μόνο του· να αναπληρώσω το χαμένο μου Είναι. Όταν δε πήγα στο Παρίσι, το 1987, η πρώτη μου ανάγκη ήταν η σχέση με τον βυζαντινό χώρο -εκεί υπήρχε το φως, το πραγματικό και το πνευματικό- αλλά μου έλειπε ένα άλλο μέρος του εαυτού μου: Η διαμάχη ανάμεσα στο κλασσικό-ελληνικό και στο βυζαντινό· πραγματική διαμάχη, πολιτισμική. Τότε ξεκίνησα να κάνω τα πρώτα μου τσιμέντα και να χρησιμοποιώ το κερί σαν κατάλοιπο… Αυτό που θέλω να σου εξηγήσω είναι πως πάντα διεκδικώ τον “χαμένο” μου εαυτό, θέλω να επαναφέρνω το κρυμμένο ή το χαμένο μου “είναι”, να το φέρνω στην επιφάνεια – γι’ αυτό λέω πως πάντα κουβαλώ την πόλη μαζί μου, την παιδική μου εμπειρία. Μπορεί η μεταφύτευση να πετύχει, μπορεί και όχι. Αλλά, απ’ την άλλη, σίγουρα, αν δεν έβγαινα από την Κύπρο, δεν θα έκανα τις εκθέσεις που έχω κάνει στο εξωτερικό. Αντιδρώ, ωστόσο, στο “οικουμενικό χωριό”, όπου όλα πρέπει να έχουν μια συνταγή της περιρρέουσας διεθνούς “στολής”. Τώρα πάντως που έμεινα στη Λευκωσία, λόγω της πανδημίας, έναν ολόκληρο χρόνο -πρώτη φορά έπειτα από 35 χρόνια που μετακινούμαι συνεχώς-, συνειδητοποίησα πως κέρδισα χρόνο και σκέφτηκα μήπως θα ήταν πιο ωφέλιμο να μείνω πιο σταθερός πια σε ένα χώρο· θα δούμε, έχω λίγα ακόμη χρόνια να πηγαινοέρχομαι στη Γαλλία, αλλά νομίζω πως εδώ θα καταλήξω…».
xatzigeorgiou@yahoo.com
Ελεύθερα, 3.8.2025