Στις Αλυκές της Λάρνακας παρουσιάστηκε και φωτογραφήθηκε το Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου η εικαστική εγκατάσταση της Κύπριας δημιουργού Ιωάννας Κασίκη «Larnaca: the silence».
Εμπνευσμένη από την ιστορία, τη γεωγραφία και τις τελετουργίες της περιοχής, η εγκατάσταση συνδυάζει την υλικότητα του μετάλλου με την οικειότητα της υφαντικής, δημιουργώντας ένα πεδίο όπου η φύση, η πολιτιστική κληρονομιά και η συλλογική μνήμη συνυπάρχουν.
Για τις ανάγκες της φωτογράφισης εργάστηκαν με σκοπό την περαιτέρω ανάδειξη του έργου η artist manager Γεωργία Αθανασίου, ο Κύπριος φωτογράφος Χρήστος Συμεωνίδης, που ζει και εργάζεται στην Αθήνα, o production manager Χριστόφορος Ξυστουρής, ο art director Γιώργος Ορφανίδης και ο director of photography Βασίλης Θεοφάνους.
Το έργο πραγματοποιήθηκε με τη συνδρομή και συνεργασία του Δήμου Λάρνακας και του Τμήματος Περιβάλλοντος, σε στενή συνεργασία με την ομάδα της καλλιτέχνιδος, εξασφαλίζοντας την αρτιότητα και την προσαρμογή του έργου στον δημόσιο χώρο. Ο Δήμαρχος Λάρνακας Ανδρέας Βύρας δήλωσε ότι πράξεις όπως αυτή έχουν ιδιαίτερη σημασία για την κοινότητα, καθώς «ενισχύουν τη συλλογική μας εμπειρία, δημιουργούν αφορμές για διάλογο και προβληματισμό και εμπνέουν τους νέους να εκφραστούν μέσα από την τέχνη».
Αξίζει να σημειωθεί ότι το έργο ξεκίνησε να απασχολεί το κοινό στο πλαίσιο των δράσεων του Οργανισμού Λάρνακα 2030, που συντονίζει την υποψηφιότητα της πόλης για τον τίτλο της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης το 2030.

Όπως σημειώνει ο ιστορικός τέχνης και art director Γιώργος Ορφανίδης, η χρήση μεταλλικών καρφιτσών, φορτισμένων με έμφυλες και κοινωνικές αναφορές, φέρνει στο προσκήνιο την αμφισημία της φροντίδας και της αποσιώπησης. Η μορφή της εγκατάστασης, που παραπέμπει στις αρχαίες λάρνακες, επαναπλαισιώνει τη σχέση μνημείου και δημόσιου χώρου, μετουσιώνοντας τον τόπο σε σημείο συνάντησης και αναστοχασμού.
«Το έργο εντάσσεται σε ένα μετα-μετα-μοντέρνο πλαίσιο, όπου η τέχνη επιδιώκει να ξανασυνδεθεί με τον τόπο και την εμπειρία, υπερβαίνοντας τον ιστορικό εκλεκτικισμό του μετα-μοντέρνου, προτάσσοντας παράλληλα τη νοηματική και αισθητική συνοχή και σε επίπεδο διαπολιτισμικής συνεργασίας και διπλωματίας. Σε αυτό το διαπολιτισμικό σταυροδρόμι, ανάμεσα στην Αλυκή και το Τέμενος Χαλά Σουλτάν, το έργο της Κασίκη λειτουργεί ως γέφυρα ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, καλώντας το κοινό να επανεξετάσει την έννοια της πολιτιστικής ταυτότητας σ’ έναν κόσμο διαρκούς κινητικότητας και ανταλλαγής».
Ο ίδιος επισημαίνει ότι η εγκατάσταση αντλεί εν τέλει τη δύναμή της από την αντίφαση: «η επανάληψη των ευαίσθητων, μικρών μεταλλικών στοιχείων μεταμορφώνει μια φαινομενικά βαριά μάζα σε μια απαλή, σχεδόν ζωντανή επιφάνεια. Αυτός ο υλικός και σημασιολογικός διχασμός γεννά έναν σιωπηλό διάλογο για την ευθύνη της μνήμης και την κληρονομιά της ιστορίας. Η πράξη της Κασίκη υπερβαίνει τα όρια της ατομικής μαρτυρίας και εγγράφεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο ευρωπαϊκών αξιών. Τώρα φαίνεται ότι η πολυπόθητη ειρήνη, εγγυάται την ενότητα μέσω της ποικιλομορφίας και της αμοιβαίας κατανόησης».