Στο Hamburger Bahnhof στο Βερολίνο παρουσιάζεται αυτή την περίοδο μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα έκθεση του εικαστικού Πετρίτ Χαλιλάι (Petrit Halilaj) με τίτλο An Opera Out of Time. Στην καρδιά της βρίσκονται σκηνικά θραύσματα από την πρώτη όπερα του καλλιτέχνη, μια σύνθεση που εξερευνά τη δύναμη του συλλογικού ονείρου να φέρνει στο προσκήνιο κόσμους ελευθερίας και μετασχηματισμού.
Η όπερα αποτελεί συνεργασία με τη Φιλαρμονική του Κοσόβου, η οποία ιδρύθηκε το 2000, λίγο μετά το τέλος του Πολέμου του Κοσσυφοπεδίου, και φέτος γιορτάζει την 25η επέτειό της. Αφετηρία της αφήγησης είναι ο μυθικός τόπος της Συριγκάνα, ένα χωριό τριών χιλιάδων ετών κοντά στη γενέτειρα του Χαλιλάι, το Ρούνικ, όπου σύμφωνα με την τοπική παράδοση παντρεύτηκαν η Εύα και ο Αδάμ. Εξίσου καθοριστική για την ανάπτυξη του έργου είναι η προσπάθεια διάσωσης και επαναλειτουργίας του Σπιτιού της Κουλτούρας στο Ρούνικ.
Στην έκθεση, τα επιμέρους στοιχεία της όπερας ανασυντίθενται μέσα σε μια ειδικά σχεδιασμένη, τοποειδική εγκατάσταση, που δημιουργεί ένα κόσμο κατοικημένο από γλυπτά ζώων, υφασμάτινα έντομα και υβριδικά κέρινα πλάσματα, καθώς και τούβλα και πλακάκια που διασώθηκαν από διαδοχικές καταστροφές του Σπιτιού της Κουλτούρας.
Η όπερα του Χαλιλάι, που παρουσιάστηκε στην ολότητα της σε υπαίθριο χώρο στο Κόσοβο, αποτελεί μέρος μιας συλλογικής και επιτυχούς πλέον προσπάθειας ανασύστασης του Σπιτιού, μια μακρά διαδικασία διαπραγμάτευσης με δημοτικούς και κρατικούς φορείς, ανοίγοντας και πάλι ένα χώρο για το όνειρο και τη δημιουργία.
Αναπόφευκτα σκέφτομαι τη δική μας εμπειρία με καταστροφές σπιτιών της κουλτούρας και τους συλλογικούς αγώνες που δίνουμε για να κρατήσουμε το όνειρο ζωντανό. Αν κληθήκαμε να διαχειριστούμε κάτι ως καλλιτεχνικές κοινότητες στην Κύπρο το 2025 ήταν το αποτέλεσμα ενός σταδιακού, σχεδόν προγραμματισμένου σχεδίου αποδυνάμωσης πολιτιστικών χώρων με μακρά ιστορία και ουσιαστική συμβολή στο πεδίο. Πιο συγκεκριμένα, είδαμε στον Δήμο Λευκωσίας την εκδίωξη του Σωματείου Εικαστικών Καλλιτεχνών και Θεωρητικών Τέχνης – φυτώριο από χώρο στο Δημοτικό Κήπο, καθώς και των Κυπρίων Χαρακτών από υποστατικό στην Αγλαντζιά, χωρίς -μέχρι τώρα- την παρουσίαση κάποιας εναλλακτικής λύσης.
Το ονομάζω «σχέδιο» όχι γιατί πρόκειται για κάτι μεγαλειώδες ή αρθρωμένο, αλλά επειδή αυτές οι κινήσεις συνθέτουν μια σταθερή γραμμή. Είναι σαν μια εφιαλτική, ιδιότυπη όπερα ασυντόνιστων ντόπιων φωνών: μια διαχείριση ασαφειών, φόβων και μιας δομικής αδυναμίας να αναγνωριστεί ο πολιτισμός και η δουλειά οργανισμών που επιμένουν να λειτουργούν με συνέπεια και ουσία, να αποτελούν ζωντανά μέρη ενός οικοσυστήματος το οποίο οι αρμόδιοι δείχνουν να μην αντιλαμβάνονται – και άρα, τι καλύτερο από το να το αφήσουν να μαραζώσει; Το δε καλύτερο της χρονιάς ήταν η ερώτηση που δεχτήκαμε σε συνάντηση του φυτωρίου με υψηλά ιστάμενα πρόσωπα: «μα ποιοι τελοσπάντων εν τούτη η κοινότητα;».
Με το έργο του Χαλιλάι ξαναθυμήθηκα ότι η κοινότητα είναι όσοι δημιουργούν από το μηδέν, με ελάχιστους πόρους και επιμονή, αυτό που μετά αποκαλούμε «πολιτισμό». Ίσως καθόλου τυχαία, το 2025 ήταν και η χρονιά όπου έγινε ξεκάθαρο ότι η ίδρυση του Υφυπουργείου Πολιτισμού, αντί να ενισχύσει την καλλιτεχνική κοινότητα, συχνά δυσχεραίνει τη θέση της. Βρισκόμαστε σε μια μετέωρη φάση: ανάμεσα στον οδοστρωτήρα άστοχων κινήσεων ελεγχοποίησης του πολιτισμού που επιφέρει η δύστροπη τροχιά του υφυπουργείου και την αποδυνάμωση ανεξάρτητων εγχειρημάτων που στηρίζονταν στην εξασφάλιση χώρου και ορατότητας.
Όπως όμως λέει ο ίδιος ο Χαλιλάι σε μια ανεπιτήδευτη δήλωσή του στους New York Times, αναφερόμενος στη πολιτική κατάσταση της χώρας του: «Μερικές φορές τα πολιτιστικά γεγονότα δεν είναι τα καλύτερα νέα για ανθρώπους που θέλουν να παραμένουν στο μίσος και στη σύγκρουση». Σε ένα τόπο όπου τα περισσότερα ζητήματα παραμένουν άλυτα και ο πολιτισμός παραμένει περιθωριακός, όσοι παράγουν δεν έχουν την πολυτέλεια να μένουν αμέτοχοι· η δουλειά τους απαιτεί να ισορροπούν πάνω στην ειρωνεία της κατάστασης, να δημιουργούν χώρο για νέες φωνές και να επιμένουν, ακόμα κι όταν όλα γύρω μοιάζουν να τους απομακρύνουν από το ίδιο τους το έργο.
Αν υπάρχει κάτι πραγματικά ενδιαφέρον σήμερα στο πεδίο της τέχνης, κάτι που αξίζει να το χαρακτηρίσουμε αξιοσημείωτο, είναι η ανθεκτικότητα και η επινόηση. Είναι η επιμονή των πολιτιστικών παραγωγών να δημιουργούν νέους τρόπους και τόπους συνάθροισης, όπου θα δεις, θα μιλήσεις, θα ανταλλάξεις, θα δοκιμάσεις. Είναι αυτό αρκετό; Δεν ήταν πάντα; Τελικά, τι άλλο διατηρεί τον πολιτισμό πέρα από τους ανθρώπους του; Οι άνθρωποι είναι αυτοί που μεριμνούν – ή για να το πούμε με μια λέξη που ταιριάζει περισσότερο στην εποχή, αυτοί που φροντίζουν.
Θα ήθελα να δω ουσιαστικές διαπραγματεύσεις με επίκεντρο τη φροντίδα, τις καλές πρακτικές και τη συλλογικότητα, που θα οδηγούν σε θετικές, σταθερές σχέσεις ανάμεσα στην τέχνη, την κοινωνία και τους θεσμούς — ώστε να πάψουν οι πρόχειρες «λύσεις» που υπονομεύουν τη δουλειά και την αξιοπρέπεια όσων κρατούν το οικοσύστημα ζωντανό. Ταυτόχρονα, αυτές οι διαδικασίες πρέπει να ανοίγουν χώρο για νέες φωνές και πειραματισμούς, ώστε η τέχνη να μην εγκλωβίζεται σε επαναλαμβανόμενα σχήματα αλλά να εξελίσσεται και να αντανακλά την πολυπλοκότητα της πραγματικότητας. Να γράψουμε, λοιπόν, μια όπερα εκτός χρόνου και επανάληψης, που αρνείται τον περιορισμό και μας καλεί να συμμετάσχουμε στο ανοίκειο και το ουσιαστικό.
- Ελεύθερα, 14.12.2025


