Στα τέλη της δεκαετίας του ’50, η Ευρώπη προσπαθούσε να συνέλθει από τις πληγές της και η ραγδαία αύξηση των γεννήσεων έφερε την ανάγκη για νέα παιχνίδια στην αγορά.Οι υφασμάτινες κούκλες, τα τενεκεδένια αυτοκινητάκια και οι ξύλινοι στρατιώτες είχαν παλιώσει και ένα νέο υλικό, φτηνό, ανθεκτικό και εύκολο στη χρήση έκανε την εμφάνισή του στον πλανήτη (spoiler: αυτό που τελικά θα τον κατέστρεφε) και δεν ήταν άλλο από το πλαστικό.
Ήδη από το 1949 η Δανία είχε μπει στο πλαστικό εμπορικό παιχνίδι με μια εταιρία που κατασκεύαζε χρωματιστά τουβλάκι, με το όνομα LEGO. Τα εργοστάσια της ηττημένης Γερμανίας έπρεπε να «αντεπιτεθούν» και να ακολουθήσουν τις μεταπολεμικές ανάγκες των καταναλωτών.
Η εταιρία Brandstätter που πριν από τον πόλεμο κατασκεύαζε μεταλλικά παιχνίδια, όπως κουμπαράδες και ζυγαριές, επιβίωσε κατασκευάζοντας διακοσμητικά στολίδια και λαβές για φέρετρα. Το 1954 αποφάσισε να επενδύσει στο πλαστικό, ξεκινώντας από το χούλα χουπ που ήταν ήδη ανάρπαστο στις ΗΠΑ. Το πλαστικό στεφάνι ήταν ήταν η πρώτη μεγάλη νίκη. Τα παιδιά το λάτρεψαν, το έβρισκαν εθιστικό και έσωσε την εταιρεία Geobra Brandstätter από την οικονομική στενότητα δίνοντάς της την ευχέρεια να επενδύσει.
Τo 1958 εμφανίστηκε στο κατώφλι της ο Hans Beck, ένας νεαρός επιπλοποιός ο οποίος είχε ως χόμπι να φτιάχνει μοντέλα αεροπλάνων. Όταν ήταν παιδί, οι γονείς του χώρισαν και ξαναπαντρεύτηκαν, έτσι ο Beck και η αδελφή του απέκτησαν οκτώ ετεροθαλή αδέρφια. «Όταν ήμουν περίπου 10 ετών, άρχισα να φτιάχνω παιχνίδια για όλα αυτά τα μικρότερα αδέρφια μου», είχε πει ο ίδιος σε μια από τις συνεντεύξεις του. «Μικρά αυτοκίνητα και φορτηγά, μικρές φιγούρες, κούκλες, κάποια έπιπλα για τις κούκλες, αλλά δεν φαντάστηκα ποτέ ότι θα το κάνω επάγγελμα». Ο ιδιοκτήτης της εταιρίας Brandstätter, όμως, τον επέλεξε ανάμεσα σε 20 υποψήφιους και τον προσέλαβε ως σχεδιαστή προϊόντων. Στις αρχές του 1970 η πετρελαϊκή κρίση χτύπησε δυνατά τις τιμές του πλαστικού και ο ιδιοκτήτης, Horst Brandstätter. χρειαζόταν νέες ιδέες. Ζήτησε από τον Beck να αναπτύξει φιγούρες παιχνιδιών κι εκείνος πέρασε τρία χρόνια προσπαθώντας να δημιουργήσει ένα παιχνίδι που δεν θα ήταν πολύ περίπλοκο κι ενώ θα ήταν ευέλικτο θα κρατούσε το μέτρο: υπερβολική ευελιξία θα εμπόδιζε τη φαντασία των παιδιών και υπερβολική ακαμψία θα τους προκαλούσε απογοήτευση. Η εκτόξευση της τιμής του πλαστικού πρόσθεσε άλλη μια προδιαγραφή στη λίστα: έπρεπε να είναι όσο το δυνατό μικρότερα για να μην σπαταλούν μεγάλη ποσότητα πρώτης ύλης.
Κι έτσι γεννήθηκαν τα Playmobil! Όταν άρχισε να τα σχεδιάζει αποφάσισε να φτιάξει το κεφάλι τους σαν παιδική ζωγραφιά. Συνήθως τα παιδιά όταν φτιάχνουν ανθρωπάκια σχηματίζουν ένα μεγάλο κεφάλι, ένα μεγάλο χαμόγελο και τελείες για μάτια. Μετά, έπρεπε να περάσουν το τεστ από τους ίδιους τους καταναλωτές τους. «Έβαζα τις μικρές φιγούρες στα χέρια των παιδιών χωρίς να λέω τίποτα για το τι ήταν», είχε πει ο Beck. «Τις αποδέχονταν αμέσως και επινοούσαν μικρά σενάρια γι’ αυτές. Δεν βαρέθηκαν ποτέ να παίζουν μαζί τους». Ούτε καν 50 χρόνια αργότερα…
Το παγκόσμιο φαινόμενο
Ένας Ινδιάνος, ένας ιππότης και ένας οικοδόμος. Αυτές ήταν οι πρώτες φιγούρες Playmobil που παρουσιάστηκαν στη Διεθνή Έκθεση Παιχνιδιών στη Νυρεμβέργη το 1974, σε κουτί με όλα τα αξεσουάρ τους.
Τα μικροσκοπικά χεράκια μπορούσαν να κρατήσουν το τσεκούρι, το σπαθί και το εργαλείο του εργάτη και να ανεβοκατεβαίνουν με το ελαφρύ σπρώξιμο από τα παιδικά χεράκια. Οι έμποροι ωστόσο δεν εντυπωσιάστηκαν ιδιαίτερα και δίσταζαν να επενδύσουν σε ένα τέτοιο παιχνίδι. Μία ολλανδική εταιρία είδε κάτι ενδιαφέρον στο εγχείρημα και αποφάσισε να αγοράσει την παραγωγή ενός ολόκληρου έτους. Η Geobra Brandstätter μέσα σε εκείνο τον χρόνο κατάφερε να πουλήσει προϊόντα Playmobil αξίας 3 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων συνειδητοποιώντας πλέον ότι αυτό ήταν το μέλλον της. Μέχρι το 1975, είχαν ξεχυθεί σε όλη την Ευρώπη και μπήκαν πλέον στη διεθνή αγορά. Από το 1975 μέχρι τον θάνατο του εφευρέτη τους το 2009, είχαν πωληθεί περίπου 2,2 δισεκατομμύρια φιγούρες Playmobil. Τα έσοδα ήταν 518 εκατομμύρια ευρώ και η Geobra Brandstätter έγινε η μεγαλύτερη εταιρεία παιχνιδιών στη Γερμανία, αφήνοντας πίσω μέχρι και τη θρυλική Ravensburger.
Με την εξαιρετική προσοχή τους στη λεπτομέρεια, έγιναν τα αγαπημένα παιχνίδια κατασκευών που αναπαριστούσαν με ρεαλιστικό τρόπο τη ζωή στην πόλη και στην εξοχή: αυτοκίνητα, γερανοί, πυροσβεστικά οχήματα, τρένα, βάρκες και φυσικά όλα τα αξεσουάρ των χαρακτήρων, από πανοπλίες και εργαλεία, μέχρι στηθοσκόπια, πυροσβεστικά και πειρατικά όπλα. Τα παιδιά βρήκαν στα Playmobil κάτι παραπάνω από παιχνίδια, βρήκαν φίλους. Με τα σενάρια που έφτιαχναν στο μυαλό τους έδιναν σε κάθε χαρακτήρα περιεχόμενο, φωνή, ιστορία…
Η παιδική φαντασία δημιουργούσε ολόκληρους κόσμους. Σήμερα, εκτός από εκατομμύρια παιδικά υπνοδωμάτια, βρίσκονται σε μουσεία και μελέτες για το design, μεταβιβάζονται από γιαγιάδες και παππούδες σε εγγόνια, παραμένοντας αναλλοίωτα στον χρόνο, με το ίδιο χαμόγελο, χωρίς μύτη και τελείες για μάτια. Ο Beck εργάστηκε 40 χρόνια για την Brandstätter πριν συνταξιοδοτηθεί το 1998 και για 24 χρόνια ήταν επικεφαλής έρευνας και ανάπτυξης στην εταιρεία. Κατά τη διάρκεια της συνταξιοδότησής μπήκε σε μια δικαστική διαμάχη με την Brandstätter, καθώς ένιωθε ότι δεν είχε κερδίσει αρκετή αναγνώριση για το έργο του και ο νομικός πόλεμος κράτησε μέχρι το θάνατό του. Πέθανε στο Markdorf am Bodensee σε ηλικία 79 ετών στις 30 Ιανουαρίου 2009. Η Geobra Brandstaetter εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία ανέφερε ότι ο Beck προσέφερε εξαιρετικές υπηρεσίες στην εταιρεία με έναν ιδιαίτερο τρόπο και εκθείαζε το τεράστιο ταλέντο του και τη μεγάλη του εξειδίκευση. Και κατέληγε: «Ο Hans Beck και η Playmobil έγραψαν ένα σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία των παιχνιδιών και έκαναν εκατομμύρια παιδιά ευτυχισμένα».