Από τις απαρχές του ανθρώπινου πολιτισμού, τα πρώτα κτίσματα που συναντούμε είναι λατρευτικοί χώροι. Από τα πρώτα εκείνα προϊστορικά χρόνια, σε κάθε γωνιά του πλανήτη, δεν θα συναντήσουμε πόλη ή οικισμό χωρίς ναούς, χωρίς βωμούς, χωρίς λατρευτικούς χώρους.
Μιλώντας σήμερα στο philenews ο αρχιτέκτονας Γιάννης Αγησιλάου, επισημαίνει ότι ο άνθρωπος των προηγούμενων εποχών, την όποια κατακτημένη γνώση την αφομοίωνε και την εξέφραζε μέσα από την γλώσσα των συμβόλων. Η αντίληψη του κόσμου ήταν γι’ αυτόν περισσότερο συγκινησιακή, σε αντίθεση με μας σήμερα που η αντίληψη του κόσμου είναι αποκλειστικά και μόνον γνωστική ή ορθολογική. Τα βασικότερα σύμβολα όλων αυτών των πολιτισμών ήταν: το Κέντρο, ο Κύκλος, ο Σταυρός και το Τετράγωνο. Τα τέσσερα αυτά σχήματα ή χωρικές διατάξεις είναι τα πλέον σημαντικά σύμβολα τα οποία συναντούμε σε όλους τους πολιτισμούς όλων των εποχών, αναλύει ο κ. Αγησιλάου:
Το Κέντρο είναι το σημείο απ’ όπου ξεκινούν όλα, το πρώτο σημείο χωρίς μορφή και διαστάσεις, αμετάβλητο και αδιαίρετο, η πρώτη, συνεπώς εικόνα του Πρωταρχικού Ενός – η Αρχή.
Ο ουρανός στην ιερή κοσμολογία συμβολίζει την υπερβατικότητα, την ισχύ, το αμετάβλητο, το άπειρο, το ιερό. Τα άστρα δεν κινούνται στην τύχη, αλλά υπακούουν σε νόμους και αποδεικνύουν μια κοσμική τάξη, την ύπαρξη ανώτερης διάνοιας, ενός παγκόσμιου Θεού. Το ημισφαίριο, αλλά και ο Κύκλος ως η προβολή του ημισφαιρίου στο επίπεδο, είναι τα γεωμετρικά σχήματα που αποτυπώνουν στον χώρο το σύμβολο του ουρανού και ό,τι αυτός εκφράζει.
Ο Σταυρός είναι ταυτόχρονα σύμβολο χωρικό, αλλά και χρονικό· ένα κέντρο που ακτινοβολεί προς τα έξω. Κάθε σταυρόσχημο κτήριο απεικονίζει αλλά και ταυτίζεται με την υπόσταση του Κέντρου του Κόσμου.
Ο αριθμός “4” συμβολίζει τις τέσσερις κατευθύνσεις του προσανατολισμένου κόσμου. Το ίδιο και ο σταυρός και το τετράγωνο προσανατολισμένα στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, είναι τα γεωμετρικά σχήματα ή χωρικές διατάξεις που συμβολίζουν την γη και τον επίγειο κόσμο.
Όσον αφορά την βυζαντινή αρχιτεκτονική και την ναοδομία και το πώς αυτά τα κοσμικά σύμβολα επηρέασαν την εξέλιξη και τον συμβολισμό της, ο Γιάννης Αγησιλάου αναφέρει ότι στον αρχαϊκότερο τύπο της τρίκλιτης ή πεντάκλιτης βασιλικής, κάποια στιγμή προστίθεται το εγκάρσιο κλίτος, το οποίο εξυπηρετεί τόσο τον καθορισμό ενός κέντρου, όπως αυτό ορίζεται από τους δύο κάθετους άξονες, αλλά και συμβολικά ορίζει το σχήμα του σταυρού, το σημαντικότερο και σπουδαιότερο σύμβολο της νέας θρησκείας, σύμβολο του Πάθους, αλλά και της Νίκης και της Ανάστασης.

Πάνω στη συμβολή των δύο αξόνων, στο κέντρο του ναού, κάποια στιγμή προστίθεται ο τρούλλος, ο οποίος ορίζει τον τρίτο (κατακόρυφο) άξονα. Έτσι υλοποιείται στον χώρο ένα μυστηριακό σημείο όπου συναντούνται τα επίγεια με τα επουράνια, όπου “συνάπτεται ο ουρανός με την γη”.
Η εικονογραφία έρχεται στην συνέχεια να επιβεβαιώσει με ακρίβεια την σημασία κάθε μέρους του ναού, σύμφωνα με τον αρχιτέκτονα, έτσι που αρχιτεκτονική και ζωγραφική, μαζί και σε συμφωνία μεταξύ τους, να αποδώσουν εναργέστερα τον συμβολισμό του βυζαντινού ναού. Η εκκλησία καθίσταται έτσι μια θεολογική αποκάλυψη όπου παρουσιάζει το δόγμα στους πιστούς και ένα σύμβολο της μυστικής ενότητας της Εκκλησίας, της Ουράνιας και της Επίγειας, της θριαμβεύουσας και της στρατευμένης· ένα σύμβολο-μικρογραφία του σύμπαντος κόσμου καθαγιασμένου από το Πνεύμα το Άγιο.
Ο αρχαίος ελληνικός ναός εκφράζει το εξωστρεφές ελληνικό πνεύμα και το κάλλος της μορφής, σε αντίθεση με τον ορθόδοξο χριστιανικό ναό όπου το ενδιαφέρον στρέφεται προς τα μέσα, προς τον έσω άνθρωπο και το πνεύμα. Δύο διαφορετικές κοσμοαντιλήψεις, που βρίσκουν την τέλεια έκφρασή τους μέσα από την αρχιτεκτονική, και ειδικότερα μέσα από την ναοδομία.
Ο αρχιτέκτονας της αρχαιότητας, συνεχίζει ο κ. Αγησιλάου, επιλέγει το μάρμαρο γιατί εξυπηρετεί καλύτερα τον στόχο του, αλλά και ο αρχιτέκτονας της βυζαντινής εποχής επιλέγει το τούβλο γιατί εξυπηρετεί τον δικό του στόχο. Και ερχόμαστε στο σήμερα. Τι εκφράζουν οι εκκλησίες που κτίζουμε σήμερα; Ποια κοσμοαντίληψη; Γιατί επιλέγουμε κατ’ αποκλειστικότητα το οπλισμένο σκυρόδεμα ως το κύριο υλικό δομής των εκκλησιών μας, εφόσον ερχόμαστε εκ των υστέρων να τις επενδύσουμε με πέτρα ή τούβλο, έτσι που να μοιάζουν, ή να προσπαθούν να μοιάσουν, ωσάν να ήταν κτισμένες με πέτρα ή τούβλο;
Η απάντηση είναι νομίζω απλή. Για λόγους οικονομικούς, για λόγους ταχύτητας, για λόγους ευκολίας, απαντά.
Η αρχιτεκτονική της εποχής μας, ενώ έχει πετύχει μεγάλα επιτεύγματα τόσο αισθητικά, όσο και τεχνικά και κατασκευαστικά, βρίσκεται σε ένα συνεχές κυνήγι του καινοφανούς, του νέου και ριζοσπαστικού, του παράδοξου, αυτού που θα εκπλήξει και θα εντυπωσιάσει, σύμφωνα με τον κ.Αγησιλάου. Αν στην κοσμική αρχιτεκτονική αυτό δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, και ειδικότερα στην αρχιτεκτονική των ναών μας, αυτό είναι ιδιαίτερα προβληματικό, διότι αρχιτέκτονες με δημιουργικές ικανότητες δεν μπορούν, ακόμα και αν τους διδόταν η ευκαιρία, να ανταποκριθούν εξίσου καλά, όπως και με ένα οποιοδήποτε άλλο κτήριο, στους “όρους εντολής του εργοδότη”, υπηρετώντας ταυτόχρονα και την τέχνη και την επιστήμη της αρχιτεκτονικής και παραμένοντας δημιουργικοί.
Αρχιτέκτονες και ποιμένουσα Εκκλησία θα πρέπει κάποια στιγμή να ξαναθυμηθούμε την ιερή κοσμολογία, τα ιερά σύμβολα και τα αρχέτυπα, έτσι ώστε, να αποδεσμευτούμε από την δυναστεία των επιμέρους μορφών και το ιδιόλεκτο της κάθε εποχής για να μπορέσουμε έτσι να ξαναμπούμε σε μια νέα δημιουργική αναζήτηση που θα μας επιτρέψει να ξαναπιάσουμε το νήμα από εκεί που το άφησαν οι προηγούμενοι, τονίζει. Η στείρα και μηχανιστική αντιγραφή από την μια, και η άγνοια ή η αδιαφορία για την ιερή κοσμολογία και την γλώσσα των συμβόλων και των αρχετύπων από την άλλη, είναι οι κύριοι λόγοι που έχουν οδηγήσει σε ρήξη τους σύγχρονους ναούς με την αρχιτεκτονική, και την ναοδομία με την καλώς νοούμενη “αρχιτεκτονική πρωτοπορία”.
Χρειαζόμαστε ταπεινούς, δεκτικούς και φωτισμένους εκκλησιαστικούς ποιμένες, αλλά και ταπεινούς και με πνευματικότητα και λειτουργική ζωή – και όχι μόνο δεξιοτεχνία – αρχιτέκτονες. Όταν οι συνθήκες ωριμάσουν, είμαι σίγουρος ότι θα επέλθει μια νέα εποχή για την αρχιτεκτονική των εκκλησιών μας καταλήγει ο Γιάννης Αγησιλάου.