Στο κενό έπεσε η προσπάθεια Κινέζου που πολιτογραφήθηκε ως Κύπριος, επειδή η σύζυγός του είχε αποκτήσει την κυπριακή υπηκοότητα στη βάση του επενδυτικού προγράμματος το 2015, να παγώσει την ακύρωση του χρυσού διαβατηρίου του μέχρι την εξέταση της προσφυγής του.
Ο Κινέζος ο οποίος αμέσως μετά την πολιτογράφησή του προχώρησε μαζί με τη σύζυγό του σε αλλαγή των ονομάτων τους, είχε προσφύγει στο Διοικητικό Δικαστήριο ζητώντας ακύρωση της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου ημ. 22.05.2024 που επιβεβαίωσε προηγούμενη απόφαση για στέρηση από τον αιτητή της ιδιότητας του πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ταυτόχρονα με την προσφυγή, ο αιτητής προχώρησε και στην καταχώρηση ενδιάμεσης αίτησης, με την οποία ζητούσε διάταγμα με το οποίο να αναστέλλεται η ισχύς της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου για στέρηση της ιδιότητας του πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας και διάταγμα που να αναγνωρίζει ότι ο Αιτητής εξακολουθεί να είναι πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας μέχρι την αποπεράτωση της προσφυγής του.
Όπως αναφέρεται σε απόφαση του δικαστή Λάκη Χριστοδούλου, ο Αιτητής, υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας απέκτησε την κυπριακή υπηκοότητα με κατ’ εξαίρεση Πολιτογράφηση ως εξαρτώμενος σύζυγος της επενδύτριας Zxxxx Txxx. Με επιστολή ημερομηνίας 10.6.2020, ο Αρχηγός Αστυνομίας ενημέρωσε το Υπουργείο Εσωτερικών ότι στις 28.5.2020 λήφθηκε μήνυμα από την INTERPOL Πεκίνου με το οποίο ενημέρωσαν τις κυπριακές αρχές πως εναντίον του Αιτητή εκδόθηκε «Ερυθρά Αγγελία» στις 22.7.2020 σχετικά με υπόθεση δωροδοκίας. Ακολούθησε ανταλλαγή επιστολών μεταξύ Αστυνομίας και Υπουργείου Εσωτερικών αναφορικά με τα αδικήματα για τα οποία καταζητείται ο αιτητής στη Κίνα, ούτως ώστε να διαφανεί κατά πόσον ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 113(3)(ε) του Νόμου για αποστέρηση της κυπριακής υπηκοότητας του.
Περαιτέρω με επιστολή ημ. 12.8.2022 επιβεβαιώθηκε από τον Αρχηγό Αστυνομίας ότι τα αδικήματα για τα οποία κατηγορείται ο αιτητής συνιστούν αδίκημα και στη Δημοκρατία. Συγκεκριμένα, συνιστούν το αδίκημα του δεκασμού δημόσιου λειτουργού κατά παράβαση του άρθρου 100(β), του περί Ποινικού Κώδικα Νόμου Κεφ. 154, που επισύρει ποινή φυλάκισης επτά (7) ετών ή χρηματική ποινή μέχρι €100.000 ή και τις δύο αυτές ποινές.
Με την ενδιάμεση αίτησή του ο αιτητής υποστηρίζει ότι, οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι έκδηλα παράνομες, αφού ο ίδιος ουδέποτε ενημερώθηκε αναφορικά με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου για τη στέρηση της ιδιότητας του πολίτη της Δημοκρατίας, όπως και το δικαίωμα του να απευθυνθεί με ένσταση στην Ανεξάρτητη Επιτροπή Εξέτασης Αποστέρησης Υπηκοότητας. Είναι η θέση του αιτητή, ως προς το πρόδηλο της παρανομίας της προσβαλλόμενης πράξης, ότι η αποστολή της ενημερωτικής επιστολής ημερομηνίας 26/06/2023 στο δικηγορικό γραφείο A. K. & Associates LLC και όχι στον ίδιο τον αιτητή δεν συνιστά επαρκή ενημέρωση του αναφορικά με το δικαίωμα ακρόασης του ενώπιον της Επιτροπής, είχε ως αποτέλεσμα ο αιτητής να στερηθεί του δικαιώματος ακρόασης του, κατά παράβαση ουσιώδους τύπου ως προβλέπεται ρητά από τις πρόνοιες του άρθρου 113(5) του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου και συνιστά έκδηλη παρανομία η οποία μπορεί να οδηγήσει σε επιτυχία την παρούσα.
Το Δικαστήριο έκρινε αφού άκουσε και την αντίθεση θέση της Νομικής Υπηρεσίας ότι αποτελεί διαχρονική γραμμή της ημεδαπής νομολογίας ότι τα νομικά ζητήματα, που συνιστούν την ουσία μιας υπόθεσης, πρέπει να επιλύονται κατά τη δίκη αυτής. Επίλυσή τους στο στάδιο της διαδικασίας για έκδοση προσωρινού διατάγματος αποτελεί σοβαρή και ανεπίτρεπτη επέμβαση στην πορεία της δίκης και στα επίδικα θέματα, που θα εξεταστούν από τον δικάζοντα Δικαστή, αναφέρεται στην απόφαση. Έκρινε επίσης ότι η πρόκληση ανεπανόρθωτης βλάβης που δυνατόν να υποστεί ο αιτητής, δεν πρέπει να παραμείνει σε επίπεδο ισχυρισμών, αλλά θα πρέπει να αποδεικνύεται με στοιχεία, ότι αν δεν ανασταλεί η εκτέλεση της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης ο αιτητής θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημία. Μετά τις διαπιστώσεις αυτές απέρριψε την αίτηση και όρισε την ακρόαση της προσφυγής για τον ερχόμενο Νοέμβριο.