Ένοχους έκρινε την 61χρονη λογίστρια και τον σύζυγό της για σωρεία κατηγοριών που αντιμετώπιζαν το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λεμεσού.
Η λογίστρια αντιμετώπιζε εκατοντάδες κατηγορίες που αφορούν τα αδικήματα της πλαστογραφίας και της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου. Συγκεκριμένα, από το 2017 μέχρι τον Μάιο του 2020 πλαστογραφούσε επιταγές τραπεζών και εταιρειών του ομίλου στον οποίο εργαζόταν. Οι επιταγές είχαν εκδοθεί στο όνομα διαφόρων προσώπων, τις οποίες η κατηγορούμενη οπισθογραφούσε ως δήθεν δικαιούχος και τις έθετε σε κυκλοφορία. Επιπλέον, αντιμετώπιζε το αδίκημα της πλαστογραφίας εντύπων μεταφοράς χρημάτων και καταστάσεων αποδοχών και εισφορών και συγκεκριμένα, ότι κατά το πιο πάνω χρονικό διάστημα, με σκοπό την καταδολίευση, πλαστογράφησε 198 έντυπα μεταφοράς χρημάτων από την εταιρεία σε λογαριασμούς άλλης εταιρείας.
Επίσης, αντιμετώπιζε την κατηγορία της κλοπής από γραμματείς και υπηρέτες, κατά παράβαση των Άρθρων 255 και 268 του Κεφ. 154 και συγκεκριμένα ότι μεταξύ 01/2017 και 05/2020, ενώ ήταν υπάλληλος στον όμιλο εταιρειών, έκλεψε χρηματικό ποσό περίπου €3,5 εκατ., περιουσία της εν λόγω εταιρείας. Επιπρόσθετα, αντιμετωπίζει την κατηγορία των ψευδών λογαριασμών με σκοπό την καταδολίευση, καθώς, ενώ ήταν υπάλληλος της εταιρείας, κατέστρεψε αρχεία και έγγραφα που αφορούσαν τα λογιστικά βιβλία του ομίλου. Ακόμη, αντιμετώπιζε την κατηγορία της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, καθώς απέκτησε και κατείχε το ποσό των €3,5 εκατ., γνωρίζοντας ότι αποτελούσε έσοδο από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος.
Ο κατηγορούμενος 2, σύζυγος της κατηγορούμενης, κατηγορείτο επίσης για αδικήματα πλαστογραφίας, κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, κλοπής και νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακροαματική διαδικασία και η Κατηγορούσα Αρχή, προκειμένου να αποδείξει την υπόθεση, κάλεσε 34 μάρτυρες κατηγορίας. Το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι υπήρχε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον των κατηγορουμένων και τους κάλεσε σε απολογία. Η κατηγορούμενη επέλεξε να προβεί σε ανώμοτη δήλωση, ενώ ο σύζυγός της κατέθεσε ενόρκως. Επιπλέον, κατέθεσαν 12 μάρτυρες υπεράσπισης.
Η θέση της Κατηγορούσας Αρχής ήταν ότι η κατηγορούμενη έκλεψε μεγάλα χρηματικά ποσά από τον όμιλο εταιρειών, πράγμα που κατέστη δυνατό λόγω της ιδιότητας της, ως υπεύθυνης λογιστηρίου. Συγκεκριμένα, από τον Ιανουάριο 2017 έως τον Μάιο 2020, κλάπηκε ποσό €3,5 εκατ., που αφορούσε εισπράξεις περιπτέρων τα οποία διαχειριζόταν μία από τις εταιρείες του ομίλου. Πλαστογραφούσε επιταγές άλλων εταιρειών του ομίλου, εκδομένες στο όνομα τρίτων προσώπων -κυρίως υπαλλήλων του ομίλου- και έντυπα μεταφοράς χρημάτων.
Σε σχέση με τον κατηγορούμενο 2, διαπιστώθηκε ότι ήταν το άτομο που συνήθως παραλάμβανε το ταμείο του ενός περιπτέρου και ότι προέβη στην κατάθεση επιταγών, εκδομένων σε τρίτα πρόσωπα, σε λογαριασμό άλλης εταιρείας, ύψους €10.700.
Το Κακουργιοδικείο, με τη σημερινή του απόφαση – η οποία αριθμεί πέραν των 360 σελίδων- καταληκτικά σημειώνει ότι η Κατηγορούσα Αρχή, εκπροσωπούμενη από την Ανώτερη Δικηγόρο της Δημοκρατίας, Μικαέλλα Πασιαρδή, κατόρθωσε να αποδείξει την υπόθεση εναντίον και των δύο κατηγορουμένων. Σημειώνεται ότι το ποσό που επιβεβαιώθηκε τελικά ότι κλάπηκε, αγγίζει τα €3,2 εκατ.
Το Κακουργιοδικείο όρισε νέα δικάσιμο για τον μετριασμό και επιβολή ποινής στα τέλη του μήνα ενώ διέταξε όπως και οι δύο κατηγορούμενοι τεθούν υπό κράτηση ως υπόδικοι στις Κεντρικές Φυλακές.
Η υπόθεση διερευνήθηκε από ομάδα ανακριτών του Γραφείου Διερεύνησης Οικονομικού Εγκλήματος του ΤΑΕ Λεμεσού. Η έρευνα ξεκίνησε στις αρχές Μαΐου 2020 και λόγω της σοβαρότητας και της φύσης της υπόθεσης, καταχωρήθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους. Στο πολυσέλιδο κατηγορητήριο περιλαμβάνονταν αρχικά 870 κατηγορίες.