Παύλος Ανδρέου, «Κουνούπι τίγρης», εκδόσεις Θράκα, 2024.
Ο νεαρός ηλικιακά μα ώριμος ποιητικά, Παύλος Ανδρέου, με τη νέα του συλλογή, συστήνει έναν ολόκληρο ποιητικό κόσμο. Οι εμπνεύσεις του δεν είναι ούτε σποραδικές, ούτε σπερματικές ή περιστασιακές. Υπηρετούν ένα ολοκληρωμένο σύστημα και μια ενιαία στρατηγική, με τελειωμένη δομή και ευθύς εξαρχής καθορισμένους στόχους και σκοπούς. Με το βιβλίο αυτό ο Π.Α. εισάγει την ποίησή του στην ψηφιακή εποχή.
Την ίδια ώρα, ο ποιητής διευρύνει τη θεματική του, την εκσυγχρονίζει περαιτέρω και την καθιστά πιο ριζοσπαστική και πιο επαναστατική. Όπως εύστοχα διαπιστώνει στην εισαγωγή του βιβλίου η κριτικός Τζένη Φουντέα – Σκλαβούνου: «…με στίχους στιλέτο διαπερνά επώδυνα τις ένοχα υποταγμένες συνειδήσεις μας». (σελ. 9) Στο εισαγωγικό– διακηρυκτικό ποίημα της συλλογής, απ’ όπου πήρε τ’ όνομα του και όλο το βιβλίο «Κουνούπι τίγρης», (σελ. 13) θυματοποιείται η εξέγερση του κώνωπος. Από παρία δουλοπάροικο την ημέρα, μεταμορφώνεται τις νύκτες σε καβαλάρη, επελαύνοντα κατακτητή.
Στη συνέχεια ο Π.Α. αποδομεί, αποσαρθρώνει, ξεγυμνώνει, διαπομπεύει όλα τα επίπλαστα, όλα τα ψευδεπίγραφα της ψηφιακής εποχής, καθώς και την ψευδαίσθηση της επικοινωνίας που αυτή παρέχει στους ανθρώπους: «Εξεγέρσεις στα δίκτυα / της προσποιητής ευαισθησίας / ανταλλάσσουν δεδομένα / με μια απλή κίνηση δακτύλου… / …Το αυθεντικό συναίσθημα / φαντάζει οξύμωρο / αποτιμήθηκε / ξεθωριασμένο εισιτήριο / μιας ξεχασμένης παράστασης». (σελ. 14-15)
Γενικά, τα μηνύματα του βιβλίου είναι οικουμενικά και ουμανιστικά με συνειδησιακό χαρακτήρα. Το κύριο κατηγορητήριο για το σύγχρονο άνθρωπο είναι η προσβολή και η καταστροφή της φύσης: «Πρόδωσες, βλέπεις, την τιμή / του περιβάλλοντος / αλλοιώνοντας ξεδιάντροπα / τη ζυγαριά της φύσης». (σελ. 18)
Αυτό το βιβλίο έχει περισσότερες κοινωνικές προεκτάσεις απ’ ότι το προηγηθέν. Π.χ. εδώ ψέγεται η ανυπαρξία Δικαιοσύνης. Η απόδοσή της καθίσταται χίμαιρα οικτρή: «Θα κλειδώσω την αλήθεια / σε νομικά παράθυρα χωρίς θέα… / …Θα θρυμματίσω το σφυρί / με μια καταδικαστική ματιά». (σελ. 21) Και γενικά η χλεύη και η διαπόμπευση είναι διάσπαρτες σε πολλά ποιήματα του βιβλίου.
Θα χαρακτήριζα το ποίημα «Παπυρολογίες» ως το πιο αυτοαναφορικό σε όλο το βιβλίο. Πρόκειται για μια κατάθεση αισθητικού credo, με αυτοκριτική οξύνοια και αυτοσαρκασμό: «Προσοντούχος μεν αλλά / με προβάδισμα στην Ποίηση / θα καταντήσω φιλόλογος ή δικηγόρος; / … Συκοφαντία να με αποκαλείτε / καριερίστα ποιητή. / Έκανα αμετάκλητη μεταγραφή / στους αποδιοπομπαίους τράγους». (σελ. 24)
Η ποίηση προϋποθέτει αυτοθυσία. Ο ποιητής θυσιάζει ένα κομμάτι του εαυτού του κάθε φορά που φτάνει στην αισθητική πραγμάτωση μιας ιδέας, με τρόπο ποιητικά αυτοτελή: «Η ποιητική πράξη / μαύρο κουτί: / εγκλωβίζει τη στιγμή / της σαγηνευτικής / θανατικής ποινής μου». (σελ. 25)
Ο ποιητής, συχνά – πυκνά, με δεξιοτεχνία και ενόραση, μετέρχεται τη νομική, δικηγορίστικη ορολογία, προσδίδοντάς της ποιητικό και όχι σπάνια, ανατρεπτικό περιεχόμενο. Ομοίως πράττει και με τον ψηφιακό κόσμο, δυνάστη του σύγχρονου ανθρώπου. Ένα κόσμο που ελέγχει, επιστατεύει, προστάζει, επιτάσσει και συνεχώς διατάζει το σύγχρονο άνθρωπο: «Ο χρόνος ξεπαγώνει στο γραφείο. / Υπολογιστές γελούν υστερικά / φορτώνοντας με προθεσμίες. / Κουμπιά δαγκάνες». (σελ. 27)
Με την ίδια εκφραστική και συμβολιστική μανιέρα ο Π.Α. θεματοποιεί και τις κενόδοξες φιλοδοξίες των ανθρώπων: «Ίπταμαι ή έρπω στο κυνήγι / ενός εκθαμβωτικού τίτλου; / Πλευροκοπώ / στη ζούγκλα των φιλοδοξιών / ο χρόνος ακατάλληλος / για κωλυσιεργίες». (σελ. 28)
Ο ψόγος για κάθε τι επίπλαστο, ψευδές, εντυπωσιοθηρικό και ανούσιο είναι συνεχής σε όλο το βιβλίο: «Από την κούνια ως τον τάφο / η ζωή ένα αριστείο / χειροκροτούμενης διαφθοράς. / Σκοντάφτω στην αυλαία». (σελ. 31)
Η κριτική διάθεση ισχύει και για τα ποιητολογικά ποιήματα που περιέχονται στη συλλογή. Ο Π.Α. ασκεί κριτική ακόμα και στην κριτική λογοτεχνίας. Γίνεται όμως και ιδιαίτερα καυστικός για όλα τα δήθεν, όλα τα ετοιμοπαράδοτα, τις εύκολες και εύπεπτες συνταγές στα λογοτεχνικά πράγματα: «… κατά παραγγελία / κριτικές / συνταγές για εμπνεύσεις στο διαδίκτυο… / …Με βλέμμα ισχνής αγελάδας / απαιτώ / μια σπίθα αλήθειας / στο αχανές κουτόχορτο / της λογοτεχνίας». (σελ. 33) Γενικά, τα ποιήματα ποιητικής έχουν περίοπτη θέση στο βιβλίο.
Η αποδομητική διάθεση του ποιητή είναι ευδιάκριτη σ’ όλη τη συλλογή. Η διακωμώδηση είναι μία από τις οδούς που επιλέγει για να εκφραστεί ποιητικά: «Εδώ και τώρα έτοιμος / να γευτώ μια φρουτοπία γουέστερν… / …Ως κάκτος της ερήμου / έχω την ασυλία μου. / Σας εντέλλω, πιστολέρος / ευνουχίστε τις μπανάνες / απ’ τα ζωνάρια σας». (σελ. 42)
Από την άλλη, η θεματολογία της τρέχουσας επικαιρότητας ουδόλως αφήνει αδιάφορο τον Π.Α. Αντιθέτως, τον ενεργοποιεί και αναδεικνύει αντανακλαστικά υψηλής κοινωνικής ενσυναίσθησης, ασχολούμενος με διάφορα συναφή θέματα, όπως π.χ. οι γυναικοκτονίες στο ποίημα «Μετασεισμός». Αλλά η χλεύη είναι χλεύη και πάντοτε αυστηρή και καυστική: «Οι δημοσιογράφοι μοιράζουν / καραμέλες βουτύρου. / Επείγουσα ενημέρωση». (σελ. 44) Γενικά, η σκανδαλοθηρία, η εντυπωσιοθηρία των ΜΜΕ εξεγείρουν τον ποιητή. Επικεντρώνεται στην επίφαση της ουσίας που είναι πάντα ανούσια, κίβδηλη, παραπλανητική και ψευδής.
Ας κλείσω αυτή την παρουσίαση με ακόμα ένα ποίημα ποιητικής. Μια αναφορά στη μοίρα της ποίησης στη σύγχρονη εποχή της ψηφιακής τεχνολογίας, που δεν κάνει να την παίρνουμε αψήφιστα: «Έφτασε ο στίχος στο κτένι / παραμορφωμένος… /…γερασμένος / τροχονόμος νοημάτων… / …στον διαδικτυακό κατακλυσμό». (σελ. 48)
Στην κριτική λογοτεχνίας δεν έχουν θέση ούτε η περιαυτολογία, ούτε η αυτοδικαίωση. Όμως δεν μπορώ παρά να υπενθυμίσω ότι παρουσιάζοντας την πρώτη συλλογή του Π.Α από αυτήν εδώ τη στήλη στις 5 Ιουνίου 2023 εξέφραζα τη «βεβαιότητα ότι θα υπάρξει συνέχεια». Προεξοφλώντας μάλιστα ότι «αυτή η συνέχεια θα είναι ακόμη πιο καλή». Όπερ και εγένετο.