Αρκετά πρόσωπα συνάπτουν ασφαλιστικό συμβόλαιο ζωής στο οποίο κατονομάζουν κάποιο εξαρτώμενο ή αγαπημένο πρόσωπο ως δικαιούχο του ωφελήματος σε περίπτωση θανάτου τους και το ερώτημα που γεννάται είναι το κατά πόσο το ωφέλημα αυτό αποτελεί μέρος της περιουσίας τους ή είναι ανεξάρτητο και ανήκει στο τρίτο δικαιούχο πρόσωπο της ασφάλισης.
Η απάντηση στο ερώτημα σχετίζεται με το κληρονομικό δικαίωμα του δικαιούχου προσώπου και αν αυτό επηρεάζεται από το ύψος του ποσού του ωφελήματος.
Ο κανόνας δικαίου που ισχύει είναι ότι τα μέρη δικαιούνται να συμφωνήσουν έναντι καλού ανταλλάγματος που παρέχει ο ένας προς τον άλλο, όπως είναι η καταβολή ασφαλίστρου από τη μια και η ασφάλιση της ζωής από την άλλη, ότι η ασφαλιστική εταιρεία θα παραχωρήσει κάποιο ωφέλημα σε τρίτο πρόσωπο που κατονομάζεται στη σύμβαση ασφάλισης στην περίπτωση θανάτου του ασφαλιζόμενου.
Η σύμβαση αυτή είναι γνωστή στον ασφαλιστικό τομέα και θεωρείται ότι είναι ασφάλεια ζωής υπέρ τρίτου ή ένα καταπίστευμα προς όφελος του δικαιούχου προσώπου και είναι καθόλα έγκυρη και εκτελεστή.
Μπορεί επίσης να έχει τη μορφή συμμετοχής εργαζόμενου σε σχέδιο συνταξιοδότησης όπου εκτός από το συμβατικό δικαίωμα για σύνταξη, έχει το δικαίωμα να διαθέσει μέρος της αναμενόμενης σύνταξης του σε εξαρτώμενα πρόσωπα.
Απόφαση Δικαστηρίου
Ο διαχειριστής της περιουσίας αποβιώσαντα προσώπου αποτάθηκε στο Δικαστήριο ζητώντας οδηγίες και διάταγμα σχετικά με το κατά πόσο τα ποσά που εισπράχθηκαν από δύο ασφάλειες ζωής του αποβιώσαντα θα έπρεπε να πληρωθούν στους πρωτεύοντες δικαιούχους, οι οποίοι αναφέρονται στα ασφαλιστήρια συμβόλαια και κατά πόσο αν τους πληρώνονταν τα ποσά, το κληρονομικό τους μερίδιο σύμφωνα με τη διαθήκη του αποβιώσαντα, θα έπρεπε να μειωθεί κατά το ίσο ποσό.
Η δικαστής που εκδίκασε την υπόθεση κα Λ. Δημητριάδου – Ανδρέου, νυν δικαστής στο Ανώτατο Δικαστήριο, στην απόφαση που εξέδωσε, εξέτασε τους όρους του ασφαλιστηρίου εγγράφου και ανάλυσε τη νομική πτυχή του θέματος, παραπέμποντας στην αγγλική νομολογία, η οποία ανέφερε ότι η σύμβαση υπέρ τρίτου δεν είναι άγνωστη έννοια στο δίκαιο.
Αποτελεί θέμα ερμηνείας σε κάθε περίπτωση κατά πόσο μια σύμβαση επιβάλλει υποχρέωση στο ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη να παραχωρήσει ένα ωφέλημα σε τρίτο πρόσωπο που δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος.
Δημιουργία καταπιστεύματος
Όπως περαιτέρω ανάφερε, είναι πάγια νομολογημένο ότι για τη δημιουργία καταπιστεύματος αναφορικά με ασφαλιστήριο συμβόλαιο ζωής ή με το ωφέλημα που προκύπτει από ασφαλιστήριο συμβόλαιο και γενικά για τη δημιουργία οποιουδήποτε καταπιστεύματος προς όφελος τρίτου προσώπου, χρειάζεται η διαπίστωση σαφούς πρόθεσης του ασφαλιζόμενου.
Στην αυθεντία In re Schebsman, το Δικαστήριο πρόσθεσε ότι μια εταιρεία συμφώνησε με τον υπάλληλο της να κάνει ορισμένες πληρωμές στη χήρα του σε περίπτωση που ο θάνατος του θα επισυνέβαινε εντός περιόδου έξι χρόνων από τον τερματισμό της απασχόλησης του. Ο υπάλληλος απεβίωσε εντός αυτής της περιόδου και η περιουσία του είχε πτωχεύσει. Ο εκκαθαριστής στην πτώχευση επιχείρησε να μεταφέρει τις πληρωμές που θα γίνονταν στη χήρα του Schebsman προς την περιουσία του αποβιώσαντα και ζήτησε δήλωση ότι όλα τα ποσά τα οποία ήταν πληρωτέα από την εταιρεία με βάση τη σύμβαση αποτελούσαν μέρος της περιουσίας του αποβιώσαντα. Η απαίτηση του εκκαθαριστή απέτυχε. Η εταιρεία δεν είχε μόνο την ευχέρεια αλλά ήταν υποχρεωμένη να κάνει τις καθορισθείσες πληρωμές στη χήρα και δεν τίθετο θέμα να περιγραφεί η ίδια ως αντιπρόσωπος που θα λάμβανε τα χρήματα εκ μέρους και για λογαριασμό της περιουσίας του αποβιώσαντα.
Στην ανωτέρω υπόθεση, τονίστηκε ότι τα ποσά που προέκυπταν από τη συμφωνία μεταξύ του αποβιώσαντα και της εταιρείας, ποτέ δεν υπήρξαν περιουσία του αποβιώσαντα και ότι ποτέ δεν είχε ο τελευταίος δικαίωμα σ’ αυτά. Το δικαίωμα του ήταν να επιμένει όπως αυτά καταβληθούν όχι στον ίδιο, αλλά στη σύζυγο του, ως το άτομο που είχε κατονομάσει στη συμφωνία ως δικαιούχο.
Κατάληξη Δικαστηρίου
Αναφορικά με την υπό εξέταση περίπτωση, το Δικαστήριο έκρινε ότι όπως ξεκάθαρα προκύπτει από το περιεχόμενο των ασφαλιστηρίων συμβολαίων η πρόθεση του ασφαλιζόμενου ήταν να επωφεληθεί τρίτο άτομο που κατονομάζεται σε καθένα από αυτά ως δικαιούχος του ποσού της ασφάλειας ζωής.
Συνακόλουθα η απάντηση στο πρώτο ερωτήματα ήταν καταφατική, ενώ αναφορικά με το δεύτερο ήταν αρνητική, αφού έκρινε ότι τα ποσά δεν θα πρέπει να ληφθούν υπόψη στον υπολογισμό του κληρονομικού τους μεριδίου, το οποίο δεν θα έπρεπε να μειωθεί κατά το ίσο ποσό.
*Δικηγόρος στη Λάρνακα