Σε μία από τις σπάνιές της συνεντεύξεις, εννέα περίπου μήνες μετά τον θάνατο ενός από τους μεγαλύτερους μουσικούς και συνθέτες της Ελλάδας, η σύντροφος της ζωής του για τέσσερεις σχεδόν δεκαετίες, θυμάται, νοσταλγεί, κάνει παύσεις, μιλά και συγκινείται ξανά και ξανά για εκείνον τον άνδρα με τα «θεία δώρα» που στιγμάτισε την αισθητική της, την κάθε της μέρα, τη ζωή της ολόκληρη…
Ποια είναι η παρακαταθήκη του Μίμη προς εσένα, Λουκίλα;
Με τον Μίμη είχα τη χαρά -και είμαι ευγνώμων στο Θεό γι’ αυτό- να μοιραστώ μαζί του όλη την ενήλικη ζωή μου. Ήταν ένα θείο δώρο, ένα θεϊκό ταξίδι, και τον ευχαριστώ κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ και κάθε πρωί που ξυπνάω γι’ αυτή την υπέροχη διαδρομή, αφού αξιώθηκα τόση αγάπη, τόση αφοσίωση και τόση σοφία δίπλα μου. Μένει η γεμάτη καρδιά, η γεμάτη ψυχή, τα τόσα πολλά συναισθήματα. Η ευθύνη μου, σε ό,τι αφορά στο έργο του, περιορίζεται στο να εκτελέσω την επιθυμία του -να είμαι θεματοφύλακάς της-, που είναι πάει το έργο του παρακάτω, να ενώσει τις γενιές, να ακούγονται τα τραγούδια του παντού και στο μέλλον.
Επειδή μίλησες για «σοφία» -κάτι που γινόταν σαφές κάθε φορά που κάναμε μαζί του συνεντεύξεις- τι απομονώνεις εσύ από όλα αυτά που έλεγε κατά καιρούς;
Είχε για όλα δυο σοφές κουβέντες να πει, μια σοφή συμβουλή, δεν σε άφηνε να σε πάει ποτέ από κάτω τίποτα γιατί ο ίδιος έβλεπε το ποτήρι μισογεμάτο – κάτι που είχα κι εγώ, ταιριάζαμε πολύ σ’ αυτό. Βλέπαμε κι οι δύο τη θετική όψη, την θετική πλευρά, πηγαίναμε προς το φως, αφήναμε πίσω μας τα «σκοτάδια», γυρίζαμε σελίδα, και σε όλα ο ίδιος είχε κάτι σοφό να σου πει. Ο Μίμης ήταν αυτό που λέμε «ο απόλυτος σύντροφος», ο οποίος πρέπει να είναι και το μαξιλάρι σου· αυτός που θα σου κρατήσει το χέρι και θα διαβείτε μαζί ένα κακοτράχαλο μονοπάτι ή μία άνετη εθνική οδό. Δεν είναι όλα εύκολα στη ζωή -υπάρχουν μπόρες και κατσάβραχα- αν, όμως, είναι στιβαρό το χέρι του συντρόφου δίπλα, τότε ανεβαίνεις πιο εύκολα τον ανήφορο.
Η σχέση του ίδιου με τον θάνατο, ποια ήταν;
Δεν τον φοβόταν! Έλεγε: «Έζησα ευτυχισμένος!». Το μόνο του άγχος ήταν για το τι θα γίνει όταν θα μείνω πίσω – αλλά μετά του έφυγε κι αυτό. Ο Μίμης, κάθε μέρα, είναι παρών και με βοηθάει. Όποτε συναντώ μια δυσκολία ή έχω μια «μαύρη» σελίδα, πώς ξαφνικά εμφανίζεται σαν καλός άγγελος και με βοηθάει να τα ξεπεράσω όλα… Το νιώθω αυτό… Έχω την φωτογραφία του στο κομοδίνο μου, και τον ευχαριστώ πάντα γι’ αυτό, για όλα. Γιατί καταλαβαίνω πού έχει παρέμβει…

Σου είχε δώσει συγκεκριμένες οδηγίες για το πώς να διαχειριστείς το έργο του;
Μου είχε απόλυτη εμπιστοσύνη. Μου άφησε εν λευκώ την διαχείριση του έργου του, αφού και στο τελευταίο του γραπτό έλεγε: «Όπως με σοφία διαχειρίζεται, όλα αυτά τα χρόνια, το έργο μου, θέλω να συνεχίσει να το διαχειρίζεται η Λουκίλα…». Ενώ, από την άλλη, κάναμε καθημερινές κουβέντες για διάφορα πράγματα. Ήξερα πώς ήθελε το έργο του να πάει παρακάτω. Μου έλεγε, πολύ σοφά, «θα λες “ναι” σε επανεκτελέσεις, διότι μόνο αν αλλάξεις το ντύμα ενός τραγουδιού, θα το γνωρίσει η νέα γενιά. Ακόμη και ένας να ανατρέξει στην πρώτη εκτέλεση, αυτό θα είναι κέρδος για το τραγούδι!». Μου έλεγε ακόμη: «Θέλω οι νέοι να πειραματίζονται με το έργο μου» ή «θέλω τα τραγούδια μου, το έργο μου, οι μουσικές μου, να είναι πλατύσκαλο στην καριέρα τους…» κ.α. Θέλω να πω, πως δεν ήταν ο άνθρωπος που έβαζε απαγορευτικά ή «κάνει τόσο, για να σου δώσω την άδεια». Αυτά τα πράγματα δεν τα ήθελε καθόλου – ήθελε να προχωρήσει το έργο του, γι’ αυτό κι εγώ, προς αυτή την κατεύθυνση κατευθύνομαι πια· σέβομαι όλα όσα είχε πει! Πιστεύω δε πως θα ήταν πολύ υπερήφανος που το τελευταίο διάστημα με καλούν σε παρουσιάσεις παιδιών προσχολικής ηλικίας μέχρι και μαθητές Λυκείου, σε παραστάσεις που αφορούν στο έργο του, το οποίο μεταφέρεται πια αυτούσιο στα πιτσιρίκια, στα νέα παιδιά, στους μαθητές – ακόμη κι αν δεν είναι «η τέλεια εκτέλεση», αυτό θα ήταν κάτι σπουδαίο για εκείνον! Άλλωστε, το μεγαλύτερο «δώρο» για έναν δημιουργό, είναι να νικήσει το χρόνο, να ενώσει τις γενιές, να βλέπει σε μια συναυλία του δυο τρεις γενιές αγκαλιασμένες να τραγουδούν το ίδιο τραγούδι – αυτή, πιστεύω, είναι η μεγαλύτερη δικαίωση. Μου έλεγε: «Όσους Μεγαλόσταυρους και να πάρω, όσα χρυσά κλειδιά πόλης κι αν έχω, όσες μεγάλες τιμές κι αν μου δώσουν, μου φτάνει να είμαι πρώτος στις καρδιές του κόσμου!». Κι αυτό το ’χει πετύχει!

Πόσα χρόνια ήσασταν μαζί με τον Μίμη;
Τον γνώρισα στις 13 Δεκεμβρίου του 1986, τη μέρα της γιορτής μου, όταν είχα πάει με τους γονείς και την αδελφή μου στο «Michel» της οδού Φιλελλήνων, όπου εμφανιζόταν μαζί με τον Γιώργο Κατσαρό. Στο μεταξύ, ήμουν πάντα συλλέκτρια του έργου του – μάλιστα του είχα δώσει και κάποιους δίσκους που είχα για το δικό του αρχείο, τους οποίους εκείνος δεν είχε κρατήσει. Από τότε ξεκίνησε μία σχέση: Του έδινα κάποια πράγματα που έλειπαν από το αρχείο του, του θύμιζα κάποια τραγούδια που δεν θυμόταν καν πως τα ‘χε γράψει, κάποιες μουσικές του, ενώ έπαιρνα κι εγώ πράγματα από τη δισκοθήκη του. Αν και δεν ήμασταν ζευγάρι ακόμη στην αρχή, θυμάμαι τις επαγγελματικές του κινήσεις, το να συζητάει μαζί μου για τα σχέδιά του, το να μου μεταφέρει τους προβληματισμούς του κ.λπ. Αυτά τα 39 χρόνια ζούσα τα πάντα γύρω από τον Μίμη.
Παρά την αισιόδοξη ματιά που είχε σε όλα, όπως μου ανέφερες προηγουμένως, υπήρξε ποτέ κάτι δυσάρεστο που να μην μπόρεσε να το ξεπεράσει;
Όχι. Ήταν σαν τη Λερναία Ύδρα. Μπορώ να το πω τώρα που έφυγε: Προσπαθούσαν όλοι, μανιωδώς, να του κόψουν ένα κεφάλι, πέταγε πέντε από μέσα – όχι δύο! Του έκλεινε την «πόρτα» μια δισκογραφική εταιρεία, εκείνος έβρισκε τον τρόπο να υπάρχει το τραγούδι του κάπως αλλιώς και, αν και οι «πόρτες» των μπουάτ και των κέντρων ήταν κλειστές για μια περίοδο για τον Μίμη, εκείνος κατάφερνε και τις άνοιγε. Υπήρχαν συμφέροντα που τον ήθελαν απέξω. Όμως, είχε γερές ρίζες το έργο του! Κι όσα κλαδιά κι αν του κόβανε, εκείνος πέταγε καινούργια.

Πικραινόταν για ερμηνευτές που ο ίδιος μπορεί και να είχε αναδείξει, αλλά εκείνοι του γύρισαν την πλάτη κάποια στιγμή;
Όχι. Δεν έδινε σημασία σ’ αυτούς που εξαφανίζονταν από τη ζωή του. Γιατί το τραγούδι του υπήρχε και μέσα από μία επανεκτέλεση – ζωντάνευε ξανά! Και τότε, μοιραία, εμφανιζόταν ο πρώτος διδάξας και του έλεγε: «Γιατί το έδωσες εκεί;» (χαμογελάει). Ακόμη και στιγμιαία να στενοχωριόταν κάποιες φορές για κάτι, είχε συμπαραστάτη εμένα -που, επίσης, έχω αισιόδοξη ματιά στα πράγματα-, που του έλεγα: «Πάμε παρακάτω!». Για παράδειγμα, τα τραγούδια που είχε δώσει στη Τζένη Βάνου από το 1959 έως το 1964, τα είχαν «θάψει» όλα, και τα είχαν κρατήσει μόνο κάποιοι συλλέκτες στις συλλογές τους – σήμερα, αυτά τα τραγούδια είναι από τις μεγαλύτερες επανεκτελέσεις· το «Μη μου πεις τίποτα» ή το «Από σένα αρχίζουν όλα» π.χ. δεν τα ήξερε κανείς, μέχρι που του τα πήγα εγώ, σε ένα κίτρινο βινύλιο, γιατί ούτε ο ίδιος δεν τα ‘χε κρατήσει στο αρχείο του. Όταν, κάποια στιγμή, τα «Σε βλέπω στο ποτήρι μου», «Αν είναι η αγάπη αμαρτία», «Χίλιες βραδιές» -η λαϊκή πλευρά της Βάνου, δηλαδή- ξεκίνησαν να γίνονται γνωστά μέσα από επανεκτελέσεις, αναγκάστηκε και η εταιρεία που είχε τις πρώτες εκτελέσεις, να τις αναδείξει πια. Θυμάστε τι έγινε όταν η Ελευθερία Αρβανιτάκη είπε το «Χίλιες βραδιές» και το «Αν σ’ αρνηθώ, αγάπη μου» ή η Άλκηστις Πρωτοψάλτη το «Γλυκά πονούσε το μαχαίρι» ή ο Αντώνης Ρέμος το «Όλα δικά σου, μάτια μου»… Γι’ αυτό ο Μίμης ήταν υπέρ των επανεκτελέσεων.
Από τους νέους ερμηνευτές ποιους εκτιμούσε;
Ο Αντώνης Ρέμος είναι ένας άνθρωπος ο οποίος, με πολύ μεγάλη σεμνότητα και ταπεινότητα, επέμενε να τον γνωρίσει. Ήταν αρχές της δεκαετίας του ’90, ήμασταν ήδη μαζί με τον Μίμη, ανεβοκατεβαίναμε στη Θεσσαλονίκη για κάποιες εμφανίσεις, κι ο Αντώνης ήταν ένας νέος τραγουδιστής. Ήρθε την πρώτη φορά στο αεροδρόμιο, όταν είχαμε φτάσει, του συστήθηκε, και μετά, κάθε Παρασκευή που φτάναμε στην Θεσσαλονίκη και κάθε Κυριακή που αναχωρούσαμε για την Αθήνα, ο Αντώνης ερχόταν στο αεροδρόμιο και μας πήγαινε στο ξενοδοχείο ή ήταν έξω από το ξενοδοχείο και μας πήγαινε στο αεροδρόμιο. Αυτό το ένα τέταρτο της ώρας, από το αεροδρόμιο και πίσω, ο Αντώνης επέμενε να ρωτάει και να μαθαίνει από τον Μίμη! Γι’ αυτό και λέω πάντα πως «τίποτα δεν γίνεται τυχαία». Σε μία από αυτές, λοιπόν, τις διαδρομές, ο Αντώνης μου έδωσε και το πρώτο του cd, το οποίο μόλις είχε κυκλοφορήσει. Τότε εγώ ήμουνα μουσική παραγωγός στον ΑΝΤ1, είπα δυο καλά λόγια για τον Αντώνη κι έβαλα το «Εμείς», το ντουέτο που είχε κάνει με την Μαντώ. Ο Αντώνης οδηγούσε τότε από τη Θεσσαλονίκη στη Βέροια και, όπως μου είχε πει, πήγε να τρακάρει – ήταν η πρώτη φορά που άκουσε τη φωνή του σε ραδιόφωνο! Αυτό ο Αντώνης δεν το ξέχασε ποτέ! Και δεθήκαμε πολύ στη συνέχεια – και εγώ με τον Αντώνη και ο Μίμης μαζί του. Γι’ αυτό και πάντοτε ήταν δίπλα του, σε ό,τι χρειάστηκε ο ίδιος. Του έλεγε ο Μίμης: «Θα κάνουμε μία συναυλία για τον τάδε σκοπό». «Θα είμαι εκεί!», του έλεγε πάντοτε ο Αντώνης. Αντίστοιχη θέση είχαν στην καρδιά του Μίμη κι άλλοι: Ο Κώστας Μακεδόνας, ο Δημήτρης Μπάσης, ο ανιψιός του ο Στέφανος Κορκολής ο οποίος πάντοτε ήτανε δίπλα του με την Σοφία την Μανουσάκη, ο Γιώργος Χατζηνάσιος κ.α., δεν θέλω να αδικήσω κάποιους. Είναι άνθρωποι που ήταν πολύ κοντά μας, όσο ήταν ο Μίμης εν ζωή. Ξέρω, λοιπόν, ποιοι τον τίμησαν, ποιοι τον δυσκόλεψαν, ποιοι του έβαλαν τρικλοποδιά. Τις τρικλοποδιές τις ξέρω, αλλά δεν τις έμαθε ποτέ ο Μίμης – εγώ, όμως, τις θυμάμαι. Υπάρχουν δισκογραφικές εταιρίες που δεν του είχαν επιτρέψει να δώσει σε πρωτοκλασάτους τραγουδιστές τραγούδια του, υπάρχουν άνθρωποι που προσπάθησαν να του κάνουν κακό… Απλώς προσπαθούσα πάντα να βλέπω το ποτήρι μισογεμάτο και να βάζω κάτω απ’ το «χαλί» κάποια πράγματα, να μην τα μαθαίνει ο Μίμης για να μην στενοχωριέται, και να πηγαίνουμε παρακάτω.
Πώς «υπάρχει» σήμερα μέσα στο σπίτι σας ο Μίμης, Λουκίλα;
Σε όλα! Καταρχήν είναι ένα μουσείο το σπίτι: Από τα πιάνα του, τα βραβεία του, τις παρτιτούρες του, μέχρι τις φωτογραφίες μας, τις γωνιές μας, την πολυθρόνα του… Όλα! Εγώ, είμαι ευτυχής να κάθομαι δίπλα από την δική του πολυθρόνα και να τον σκέφτομαι, μαζί με τη σκυλίτσα μας, την Μιμίκα…
«Μιμίκα» απ’ το «Μίμης»;
Ακριβώς. Την είχαμε βρει στα σκουπίδια, έγινε η κολλητή του φίλη και της δώσαμε τ’ όνομά του. Η οποία, πρέπει να σου πω, είναι σε σοκ από τότε που έφυγε ο Μίμης. Είχε έρθει επίσκεψη στο σπίτι μας ένας φίλος μας, μουσικός, πριν από μία βδομάδα, κι η Μιμίκα ήταν σε έναν άλλο χώρο του σπιτιού. Και με το που ακούει το πιάνο, το οποίο ήταν βουβό τους προηγούμενους μήνες -ενώ έπαιζε κάθε μέρα ο Μίμης, πριν φύγει από τη ζωή- ήρθε τρέχοντας κουνώντας την ουρά της! Με το που βλέπει, όμως, άλλον να κάθεται στο πιάνο, κατεβάζει τ’ αφτιά και μένει κάτω απ’ το πιάνο ακίνητη… Από τότε που έφυγε ο Μίμης δυσκολεύομαι πάρα πολύ να της δώσω φαγητό, της έχω κάνει εξετάσεις· δεν έχει τίποτα, «μάλλον είναι κατάθλιψη» είπε ο γιατρός. Άρα ο Μίμης υπάρχει και μέσα από την σκυλίτσα του… Δεν θέλω να αλλάξω χώρο, παραστάσεις, αντικείμενα, διάταξη στο σπίτι, δεν θέλω να αλλάξω τίποτα. Όπως τα άφησε φεύγοντας, έτσι είναι και έτσι θέλω να είναι.
Από όλα αυτά τα τραγούδια που έχει γράψει, ποιο ήταν το αγαπημένο του – εκείνο που λίγο το ξεχώριζε απ’ τα υπόλοιπα;
Το «Ποιος το ξέρει», που είχε πει ο Δημήτρης Χορν -το οποίο είπε σε μια επανεκτέλεση, πρώτος, ο Γιάννης Κούτρας το 1991, και αμέσως μετά, η Αρλέτα, ενώ ακολούθησαν κι άλλοι-, το δεύτερο αγαπημένο του ήταν το τελευταίο τραγούδι από το «Δρόμο», το οποίο έγραψε με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, το «Έπεφτε βαθιά σιωπή», που είπε ο Γιάννης Πουλόπουλος, ενώ εκείνο που επίσης αγαπούσε πάρα πολύ ήταν και το «Αν βουληθώ να σ’ αρνηθώ», με το οποίο μελοποίησε κυπριακή ποίηση και το είπε ο Μιχάλης ο Βιολάρης, στην ταινία «Το νησί της Αφροδίτης», με πρωταγωνίστρια την Κατίνα Παξινού – πάντοτε, στις συναυλίες του, όταν το παρουσίαζε, έκανε κι ένα πρόλογο πριν γι’ αυτό. Από τα διαχρονικά του, αυτά ήταν τα πιο αγαπημένα του. Από εκεί και πέρα, αγαπούσε πολύ από τα τελευταία του, δύο τραγούδια στα οποία είχα γράψει εγώ τους στίχους, το ένα ήταν το «Τραγούδια που δεν έχουν εποχές» -ένα medley από στίχους των τραγουδιών του- και το «Απόψε ζήτα ό,τι θες», μια τρυφερή μπαλάντα που είχαμε γράψει μαζί. Υπήρχαν κι άλλα τραγούδια, πολλά που ανακάλυπτα στην πορεία, κάποια που είχε γράψει για την Μούσχουρη ή για τη Βάνου π.χ. κι ο ίδιος δεν τα θυμόταν καν πως τα είχε γράψει, και τα αγαπούσε ξανά στην πορεία. Εγώ, επίσης, αγαπώ πολύ τα θέματά του από τον κινηματογράφο – για μένα, κορυφαία είναι το «Ένας μεγάλος έρωτας», οι μουσικές από το «Δάκρυα για την Ηλέκτρα», από το «Πεθαίνω κάθε ξημέρωμα», από την «Ορατότητα μηδέν», είναι πάρα πολλά.
Έφυγε ευτυχισμένος, νομίζεις;
Ναι! Πλήρης. Έζησε την απόλυτη δικαίωση, την απόλυτη αγάπη του κόσμου, την απόλυτη αγάπη μέσα στο σπίτι του. Έφυγε, λέγοντάς του τα «ευχαριστώ» μιας ολόκληρης ζωής, όσα θα ήθελε να ακούσει ένας σύζυγος για να φύγει ευτυχισμένος… Λες και το ‘ξερα, χωρίς να ξέρω ότι φεύγει εκείνη την ώρα, τον είχα στην αγκαλιά μου, έχοντας το δεξί του το χέρι στον ώμο μου, γελούσαμε, του έδωσα νεράκι που δεν ήθελε να πιει, κι αφού του είπα διάφορα για είκοσι λεπτά -για εμάς, για την τόσο μεγάλη αγάπη που του έχω-, έκανε ένα βηχαλάκι, έσκυψε επάνω στο στήθος μου και ξεψύχησε. Δεν βαριανάσανε πριν, δεν ταλαιπωρήθηκε καθόλου, δεν ζήτησε τίποτα – άκουσε αυτά που θα ήθελε να ακούσει ένας ευτυχισμένος άνθρωπος… Θεωρώ πως αυτό του άξιζε! Σοκαριστικό για μένα, αλλά εκείνος έφυγε τόσο ήρεμος… Και, ξέρεις, τι λέω σήμερα; Καλύτερα που έφυγε έτσι, από το να τον είχα βρει στο κρεβάτι το πρωί, να είχε φύγει μέσα στη νύχτα, μόνος του. Υπήρξα τυχερή! Είδα το τελευταίο του βλέμμα, την τελευταία σύσπαση του προσώπου του, την τελευταία ανάσα του… Δεν μου έμεινε καμία απορία. Πιο γαλήνια δεν θα μπορούσε να είχε φύγει.

Info:
«Υπόκλιση»: Ένα αφιερωματικό μουσικό ταξίδι στις ανυπέρβλητες μουσικές του Μίμη Πλέσσα. Ο Στέφανος Κορκολής υποκλίνεται μαζί με τον Κώστα Μακεδόνα, την Σοφία Μανουσάκη και την Ορχήστρα Σύγχρονης Μουσικής ΤΡΑΚΑΡΤ, σε έναν από τους μεγαλύτερους μουσικούς της Ελλάδας! Συμμετέχει και το Φωνητικό Σύνολο «Διάσταση», υπό τη διεύθυνση της Χριστίνας Κρασίδου. Παρασκευή 11/7 στη Λάρνακα, Κυριακή 13/7 στην Πολιτιστική Σκηνή Ιεράς Μητροπόλεως Ταμασού & Ορεινής στο Επισκοπειό, και τη Δευτέρα 14/7 στο Δημοτικό Κηποθέατρο «Μάριος Τόκας», Λεμεσός. Εισιτήρια: www.ticketmaster.cy / Καταστήματα ACS Courier. Οργάνωση-Παραγωγή: Παπαδόπουλος & Σχοινής Παραγωγές.
*ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΑΡΧΕΙΟ Λ. ΚΑΡΡΕΡ-ΠΛΕΣΣΑ ΚΑΙ Μ. ΔΕΛΑΠΟΡΤΑ.