Η εξίσωση είναι ούτως ή άλλως εξαιρετικά δύσκολη για όλους τους κομματικούς χώρους.
Η δυσκολία προσέγγισης του εκλογικού σώματος καθιστά ακόμη μεγαλύτερη τη ρευστότητα του πολιτικού σκηνικού, με σενάρια και εικασίες να γυροφέρνουν πάνω από τα κομματικά επιτελεία. Όλα αυτά, μάλιστα, πριν ακόμη τα κόμματα ολοκληρώσουν τις διαδικασίες, στελεχώσουν τα ψηφοδέλτιά τους και μπουν στα «βαθιά» της προεκλογικής περιόδου.
Η πρώτη κατόπτευση του σκηνικού ως προς το εκλογικό σώμα στέλνει κάποια μηνύματα, η αποκωδικοποίηση των οποίων οριοθετεί συγκεκριμένους στόχους και αδυναμίες. Μια κατηγορία του εκλογικού σώματος που συγκεντρώνει ιδιαίτερη προσοχή από τα κομματικά επιτελεία είναι η αστική τάξη – και ιδιαίτερα αυτή της Λευκωσίας, κυρίως, και δευτερευόντως της Λεμεσού.
Πρόκειται για ένα εκλογικό σώμα δύσκολα προσβάσιμο, όπως διαπιστώνουν κομματικά στελέχη και παράγοντες, καθώς καταγράφεται σαφής αποστασιοποίηση αυτής της κοινωνικής ομάδας από τα κομματικά δρώμενα, κυρίως λόγω απογοήτευσης. Το μεγαλύτερο πρόβλημα, τουλάχιστον σε εμπειρικό επίπεδο, φαίνεται να εντοπίζεται στην πρωτεύουσα.
Πώς έχουν τα δεδομένα;
Η διαπίστωση αυτή δεν αφορά, ασφαλώς, όλα τα κόμματα στον ίδιο βαθμό. Η αστική τάξη της Λευκωσίας κινείται ιδεολογικοπολιτικά στον χώρο της δεξιάς, με τη μερίδα του λέοντος των ψήφων να κατευθύνεται προς τον ΔΗΣΥ και, σε μικρότερο βαθμό, προς το ΔΗΚΟ ή – τα τελευταία χρόνια – προς τη ΔΗΠΑ. Μάλιστα, όπως αναφέρουν κομματικά στελέχη, η συμπεριφορά και τα πολιτικά κριτήρια με τα οποία κινητοποιούνται οι ψηφοφόροι του ΔΗΣΥ διαφέρουν από εκείνα των ψηφοφόρων άλλων κεντροδεξιών κομμάτων, παρότι προέρχονται από την ίδια κοινωνική ομάδα.
Κοινή διαπίστωση κομματικών κύκλων είναι πως εισπράττουν μια βαθιά απογοήτευση από την πλευρά της αστικής τάξης ως προς τα κομματικά δρώμενα, γεγονός που οδηγεί τους ψηφοφόρους αυτής της τάξης σε απόσταση. Εκφράζεται η ανησυχία πως αυτή η αποστασιοποίηση θα μεταφραστεί σε αποχή από την κάλπη, κάτι που σημαίνει απώλεια ψήφων σε μια περίοδο όπου κάθε ψήφος μετρά – πολλώ δε μάλλον όταν οι απώλειες αυτές δεν είναι αμελητέες.
Πέραν, όμως, αυτού του δεδομένου, διαφαίνεται και κάτι ακόμη, που σχετίζεται με τα χαρακτηριστικά αυτής της πληθυσμιακής ομάδας:
Πρώτον, η απογοήτευση από τις ηγεσίες ή, ευρύτερα, από τους παραδοσιακούς κομματικούς χώρους που την εξέφραζαν στο παρελθόν, δεν οδηγεί αναγκαστικά σε μεταστροφή προς άλλες πολιτικές επιλογές. Υποδεικνύεται, μάλιστα, πως κάτι τέτοιο είναι εξαιρετικά δύσκολο να συμβεί. Δεν παρατηρούνται – για παράδειγμα – μετακινήσεις ψηφοφόρων του ΔΗΣΥ προς το ΕΛΑΜ, ούτε και σημαντικές διαρροές από το ΔΗΚΟ προς το ΕΛΑΜ. Οι διαρροές εντοπίζονται περισσότερο στη λεγόμενη λαϊκή δεξιά, ενώ η αστική δεξιά φαίνεται να επιλέγει την αποχή.
Δεύτερον, πρόκειται για μια ιδιαίτερα απαιτητική ομάδα του εκλογικού σώματος, η οποία λειτουργεί και κινητοποιείται πολιτικά με διαφορετικά κριτήρια. Γι’ αυτό και η προσέγγισή της από τις κομματικές ηγεσίες είναι πιο δύσκολη, ενώ ακόμα δυσκολότερη είναι η προσπάθεια να κερδηθεί εκ νέου η πολιτική εμπιστοσύνη της. Όπως σημειώνουν κομματικοί κύκλοι, στην ομάδα αυτή των ψηφοφόρων δεν αρκούν επικοινωνιακά τεχνάσματα, χειραψίες, τραπεζώματα ή κοινωνικές εκδηλώσεις. Η απογοήτευσή τους είναι αποτέλεσμα σύνθετων παραγόντων και απαιτεί συντονισμένη και μεθοδική προσέγγιση.
Μπορεί να υπάρξει αντίδοτο;
Η προσοχή και η προσπάθεια των κομμάτων επικεντρώνεται κυρίως στον εντοπισμό και την εξεύρεση υποψηφίων που θα μπορούσαν να κινητοποιήσουν την αστική τάξη και να την οδηγήσουν στην κάλπη. Στους κομματικούς μηχανισμούς υπάρχουν διάφορες σκέψεις, χωρίς ωστόσο – μέχρι στιγμής – να έχει υπάρξει οριστική κατάληξη.
Για παράδειγμα, στον ΔΗΣΥ Λευκωσίας αποχωρούν από τα κοινοβουλευτικά έδρανα ο Αβέρωφ Νεοφύτου, ο Χάρης Γεωργιάδης και ο Νίκος Τορναρίτης. Τρεις υποψήφιοι με ισχυρό έρεισμα στην αστική κοινωνία της Λευκωσίας, γεγονός που δημιουργεί ένα κενό το οποίο θα πρέπει να καλυφθεί. Βέβαια, κομματικοί κύκλοι σημειώνουν πως δεν αρκεί να ενταχθούν στα ψηφοδέλτια πρόσωπα που θα μπορούσαν απλώς να φέρουν ψήφους από τη συγκεκριμένη ομάδα. Απαιτείται μια ολιστική και μεθοδική στρατηγική προσέγγισης από πλευράς των κομματικών ηγεσιών για να επαναφέρουν στην κάλπη αυτούς τους ψηφοφόρους.
Η μάχη προβλέπεται εξαιρετικά δύσκολη και επίπονη.