Σοβαρές εξελίξεις σε δύο μέτωπα σημειώθηκαν στην υπόθεση των χιλιάδων κρατικών εγγράφων που βρέθηκαν στην οικία δεσμοφύλακα των Κεντρικών Φυλακών πριν δύο μήνες.
Οι έρευνες της Αστυνομίας βρίσκονται στο τελικό στάδιο και ήδη κλήθηκαν και έδωσαν κατάθεση στο Αρχηγείο Αστυνομίας τόσο η διευθύντρια των Φυλακών Άννα Αριστοτέλους, όσο και η τέως ανώτερη λειτουργός των Φυλακών Αθηνά Δημητρίου. Παράλληλα, προέκυψε και σοβαρή δικαστική εξέλιξη όσον αφορά στη νομιμότητα της κατακράτησης των εγγράφων.
Οι έρευνες και ανακρίσεις για την σοβαρή αυτή υπόθεση έχουν περατωθεί και αποτελεί φυσική εξέλιξη η κλήτευση της κ. Αριστοτέλους για το ζήτημα, λόγω της θέσης που κατείχε στις φυλακές πριν αποσπαστεί σε άλλα πόστα. Σύμφωνα με πληροφορίες του «Φ», η κ. Αριστοτέλους κλήθηκε για ανάκριση αλλά άσκησε το δικαίωμα της σιωπής και δεν απάντησε στις ερωτήσεις των ανακριτών του ΤΑΕ Αρχηγείου. Όπως είχε αναφερθεί στο Δικαστήριο κατά τη διαδικασία κράτησης πέντε προσώπων, τα έγγραφα που εντοπίστηκαν στην οικία του αρχιδεσμοφύλακα, βρίσκονταν κλειδωμένα στο γραφείο της διεύθυνσης των Φυλακών.
Στο πλαίσιο των ερευνών είχε κληθεί στο Αρχηγείο στο τέλος της περασμένης βδομάδας και η ανώτερη λειτουργός των Φυλακών Αθηνά Δημητρίου, η οποία επίσης άσκησε το δικαίωμα της σιωπής και περιορίστηκε να αναφέρει πως όλα είναι σκευωρία.
Αναμένεται ότι η Αστυνομία αφού συμπληρώσει τις έρευνές της θα ετοιμάσει έκθεση με τις εισηγήσεις της προς τη Νομική Υπηρεσία όπου και θα διαβιβάσει ολόκληρο τον φάκελο για μελέτη και οδηγίες. Η Αστυνομία όπως είχε ανακοινώσει διερευνά υπόθεση συνωμοσίας προς διάπραξη πλημμελήματος, κατάχρηση εξουσίας, παραβίαση υπηρεσιακού απορρήτου, αδικήματα κατά παράβαση του Άρθρου 26 (1) (ε), (2) και (4) του Περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμος του 2001 (138(I)/2001), κλοπή από δημόσιους λειτουργούς και παράνομη κατοχή περιουσίας. Σύμφωνα με δικαστικά έγγραφα αλλά και τα αιτήματα της Αστυνομίας προς Δικαστήρια για την έκδοση ενταλμάτων έρευνας ή κατακράτησης, τα έγγραφα αφορούσαν κυρίως τις Φυλακές, μεταξύ των οποίων και αρχιτεκτονικά, τοπογραφικά και χωροταξικά σχέδια των Κεντρικών Φυλακών, αλληλογραφία μεταξύ φυλακών και αστυνομίας, ηλεκτρονικά βίντεο από κλειστά κυκλώματα των φυλακών κ.ά.
Σε μια άλλη εξέλιξη, ο δεσμοφύλακας στην οικία του οποίου εντοπίστηκαν τα έγγραφα, προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο και μετά από αίτηση, εξασφάλισε άδεια ώστε να αιτηθεί την ακύρωση του διατάγματος κατακράτησης των εγγράφων. Εξετάζοντας την αίτηση η δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου Λένα Δημητριάδου – Ανδρέου αποφάνθηκε ότι με δεδομένο πως το διάταγμα κατακράτησης των εγγράφων εκδόθηκε από διαφορετικό Δικαστή από τον Δικαστή που εξέδωσε το ένταλμα έρευνας, εγείρεται συζητήσιμο θέμα σε σχέση με το κατά πόσο το κατώτερο Δικαστήριο είχε εξουσία, με βάση τα όσα διαλαμβάνονται στο Άρθρο 33 του Κεφ. 155, να το εκδώσει, στο βαθμό που αυτό αφορούσε και αντικείμενα που εντοπίστηκαν από την Αστυνομία στο πλαίσιο εκτέλεσης εντάλματος έρευνας, τα οποία (αντικείμενα), όμως, δεν αναφέρονταν στο εν λόγω ένταλμα.
Όπως αναφέρεται, στις 10/4/2025 η Αστυνομία μετά από καταγγελία κατάδικου για την ύπαρξη περιπτέρου εντός πτέρυγας, διενήργησε έρευνα στην οικία του δεσμοφύλακα. Κατά την έρευνα εντοπίστηκαν και παραλήφθηκαν ως τεκμήρια διάφορα αντικείμενα. Στον όρκο που συνόδευε την Αίτηση για κατακράτηση τεκμηρίων, αναφέρετο ότι λόγω της σοβαρότητας της υπόθεσης, καθώς και του ότι κάποια από τα τεκμήρια που είχαν παραληφθεί είχαν αποσταλεί για δικανική εξέταση, η οποία δεν είχε ολοκληρωθεί, ενώ για άλλα τεκμήρια η μελέτη και αξιολόγηση τους δεν είχε συμπληρωθεί, η κατακράτηση τους, μέχρι τη συμπλήρωση των αστυνομικών εξετάσεων, κρινόταν αναγκαία για σκοπούς διερεύνησης της υπόθεσης.
Θέμα για νομιμότητα κατακράτησης εγγράφων έθεσε ο δεσμοφύλακας
Ο αιτητής δεσμοφύλακας μέσω του δικηγόρου του Αλέξανδρου Κληρίδη, ζήτησε άδεια για καταχώριση αίτησης που να ακυρώνει το διάταγμα κατακράτησης των εγγράφων. Ήταν η θέση του αιτητή που εξέφρασε ο δικηγόρος Αλ. Κληρίδης, ότι το διάταγμα κατακράτησης εκδόθηκε από άλλο δικαστή από αυτόν που εξέδωσε το ένταλμα έρευνας, αλλά και επειδή τα όσα αναφέρονται ότι εντοπίστηκαν στην κατοικία του αιτητή, δεν αναφέρονταν στο ένταλμα έρευνας ότι αναζητούνταν.
«Στην υπό εξέταση περίπτωση, όπως προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία, αναφέρει η δικαστής του Ανωτάτου, στην Αίτηση υπ’ αρ. 65/2025 που ετέθη ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου, ημερ. 14/4/2024, για κατακράτηση τεκμηρίων, αναφέρονταν ως υπό διερεύνηση αδικήματα επιπλέον αδικήματα πέραν εκείνων που εξετάζονταν και καταγράφονταν στο ένταλμα έρευνας, δυνάμει του οποίου κατασχέθηκαν τα επίδικα τεκμήρια, ήτοι το αδίκημα της παραβίασης υπηρεσιακού απορρήτου, αδικήματα κατά παράβαση του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, το αδίκημα της κλοπής από δημόσιους λειτουργούς και το αδίκημα της παράνομης κατοχής περιουσίας».
Επιπλέον, προσθέτει το Δικαστήριο, απλή εξέταση του εντάλματος έρευνας, από τη μια, και της Αίτησης για κατακράτηση τεκμηρίων μαζί με την ένορκη δήλωση που τη συνόδευε, από την άλλη, καταδεικνύει ότι στο πλαίσιο εκτέλεσης του εντάλματος έρευνας είχαν εντοπισθεί και παραληφθεί τεκμήρια τα οποία δεν αναφέρονταν στο εν λόγω ένταλμα και, συγκεκριμένα, τα ακόλουθα:
· Μεγάλος αριθμός από έγγραφα των Φυλακών, επίσημα έγγραφα των Φυλακών, κάποια σε υφασμάτινες τσάντες των Φυλακών, αρχιτεκτονικά, τοπογραφικά, ηλεκτρολογικά κ.α. σχέδια των Φυλακών, ψηφιακοί δίσκοι στους οποίους αναγράφονται ημερομηνίες, αριθμός κάμερας (κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης), κάδρα, αναμνηστικά δώρα, αναλώσιμα όπως σπρέι, μάσκες προσώπου, ολόσωμες φόρμες και άλλη περιουσία των Κεντρικών Φυλακών, μέσα σε χάρτινα κιβώτια.
Επισημαίνεται ότι το εκδοθέν ένταλμα έρευνας εξουσιοδοτούσε την έρευνα και εντοπισμό χρηματικών ποσών, σημειώσεων, κινητών τηλεφώνων ή άλλων ηλεκτρονικών συσκευών μέσω των οποίων αποστέλλονται χρήματα.
Η δικαστής του Ανωτάτου ξεκαθαρίζει ότι η αναφορά στην ένορκη δήλωση στον εντοπισμό, κατόπιν έρευνας που διενεργήθηκε εντός της οικίας του αιτητή, μεγάλου αριθμού επισήμων εγγράφων των Φυλακών, «δεν θεωρώ ότι δεν θα μπορούσε αντικειμενικά να στοιχειοθετήσει την απαιτούμενη «εύλογη αιτία» να πιστεύεται ότι διαπράχθηκαν τα ποινικά αδικήματα που αναφέρθηκαν ανωτέρω». Δηλαδή η δικαστής ξεκαθαρίζει ότι υπάρχει η ευχέρεια κατακράτησης τεκμηρίων που εντοπίστηκαν στο πλαίσιο άλλης υπόθεσης, αλλά με τον σωστό τρόπο.
Μελετά την αίτηση η Νομική Υπηρεσία
Νομικοί κύκλοι με τους οποίους επικοινώνησε ο «Φ» ανέφεραν ότι στην περίπτωση που ακυρωθεί το διάταγμα κατακράτησης των εγγράφων, τότε θα υπάρξουν επιπτώσεις στην υπόθεση, οι οποίες όμως μπορεί να διορθωθούν με έφεση. Κύκλοι από τη Νομική Υπηρεσία διαβεβαίωναν ότι υπάρχουν αποφάσεις επί του θέματος που εγείρεται και εκτιμάται ότι δεν θα προκύψουν παρενέργειες που να ακυρώνουν την υπόθεση.
Ο «Φ» επικοινώνησε με τον κ. Αλ. Κληρίδη για να σχολιάσει την εξέλιξη αυτή, ωστόσο ανέφερε ότι εκκρεμούσης της διαδικασίας η οποία βρίσκεται ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, είναι καλύτερα να αποφεύγονται σχολιασμοί μέχρι την ολοκλήρωσή της.
Σημειώνεται ότι η υπόθεση για το διάταγμα κατακράτησης ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ορίστηκε για τις 24 Ιουνίου για οδηγίες. Την απόφαση μελετά η Νομική Υπηρεσία η οποία και θα αντιδράσει στην έκδοση του αιτούμενου διατάγματος ακύρωσης, με την καταχώρηση ένστασης.