Σε μια περίοδο κατά την οποία η Κύπρος αναζητά μια νέα ισορροπία ανάμεσα στη δημοσιονομική πειθαρχία και τη βιώσιμη ανάπτυξη, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) έρχεται με τη νέα του έκθεση για την κυπριακή οικονομία να υπογραμμίσει ένα ζήτημα που συστηματικά υποβαθμίζεται στον δημόσιο διάλογο. Δεν είναι άλλο από την αδυναμία του θεσμικού και δικαστικού πλαισίου να υποστηρίξει αποτελεσματικά τις επενδύσεις και να επιταχύνει την επίλυση χρόνιων προβλημάτων όπως τα Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια (ΜΕΔ).
Το ΔΝΤ διατυπώνει με σαφήνεια πως χωρίς ένα αποδοτικό και σύγχρονο σύστημα δικαιοσύνης, η Κύπρος δεν θα μπορέσει να προσελκύσει σοβαρές επενδύσεις ούτε να αξιοποιήσει πλήρως τη δυναμική της οικονομίας της.
Η έκθεση περιγράφει ένα σύστημα που πάσχει από χρόνια προβλήματα, αναδεικνύοντας θέματα όπως το ανεπαρκές ανθρώπινο δυναμικό, οι παρωχημένες διαδικασίες, τα χαμηλά επίπεδα εξειδίκευσης των δικαστών σε οικονομικές και εμπορικές υποθέσεις και την πολύ αργή πρόοδο στην ψηφιοποίηση. Το αποτέλεσμα είναι να δημιουργούνται μακροχρόνιες καθυστερήσεις στην εκδίκαση υποθέσεων, κυρίως αυτών που σχετίζονται με αφερεγγυότητα και πιστωτικά δικαιώματα — πεδία κρίσιμα για την εύρυθμη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Ενδεικτικά, η λειτουργία του Εμπορικού Δικαστηρίου, παρόλο που έχει θεσμοθετηθεί, δεν έχει ακόμη προχωρήσει ουσιαστικά. Η ανάγκη για εξειδικευμένα δικαστικά σώματα, ταχύτερες διαδικασίες και ψηφιοποιημένα πρωτόκολλα καθίσταται πλέον επιτακτική. Το ΔΝΤ προτείνει στοχευμένα μέτρα όπως προσλήψεις, κατάρτιση δικαστών, τεχνολογικές επενδύσεις και επιτάχυνση της λειτουργίας νέων θεσμών.
Στον πυρήνα του προβλήματος παραμένει το υψηλό απόθεμα των λεγόμενων «legacy» ΜΕΔ — δανείων δηλαδή που δημιουργήθηκαν πριν και κατά την κρίση και μεταφέρθηκαν εκτός τραπεζικού συστήματος. Παρά την πρόοδο, το απόθεμα αυτό παραμένει υψηλό, στο 60% του ΑΕΠ, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΔΝΤ. Αν και πλέον δεν βαραίνουν τους ισολογισμούς των τραπεζών, τα δάνεια αυτά εξακολουθούν να επιβαρύνουν την πραγματική οικονομία και να δεσμεύουν σημαντικούς παραγωγικούς πόρους.
Η αργή επίλυση αυτών των δανείων από τις Εταιρείες Εξαγοράς Πιστώσεων (ΕΕΠ), στις οποίες έχει μεταφερθεί η διαχείριση τους, συνδέεται άμεσα με τις αδυναμίες της δικαιοσύνης. Όπως επισημαίνει το ΔΝΤ, η ύπαρξη ενός ταχύτερου και πιο αποτελεσματικού δικαστικού μηχανισμού θα ενίσχυε τη διαπραγματευτική δύναμη των πιστωτών, θα ενδυνάμωνε την αξιοπιστία των εξωδικαστικών συμβιβασμών και θα επιτάχυνε τη ρευστοποίηση εξασφαλίσεων.
Επιπλέον, η μεταφορά κεφαλαίων από «παγωμένες» απαιτήσεις σε νέες επενδύσεις και δανειοδοτήσεις παραμένει περιορισμένη, ακριβώς επειδή οι διαδικασίες καθυστέρησης λειτουργούν ως φρένο στην επανατοποθέτηση του ιδιωτικού κεφαλαίου σε παραγωγικούς τομείς.