Ο Λευκός Οίκος αύξησε πρόσφατα την πίεση προς την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ καλώντας τη να μειώσει τα επιτόκια, προκαλώντας περαιτέρω αναταράξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Προχθές, αυτή η αυξανόμενη ανησυχία έδειξε ότι απαιτείται μια διευκρίνιση. Οι σχολιαστές έκαναν λάθος, δήλωσε ο πρόεδρος: Δεν υπάρχει κανένα σχέδιο για αποπομπή του προέδρου Τζερόμ Πάουελ.
Αν αυτό ισοδυναμεί με μια εκεχειρία, είναι κάτι παραπάνω από ευπρόσδεκτο.
Η αμφισβήτηση της ανεξαρτησίας της Fed επιβαρύνει την οικονομική αβεβαιότητα, η οποία είναι ήδη έντονη. Ειδικότερα, κινδυνεύει να καταστρέψει την εμπιστοσύνη στο δολάριο, γεγονός που θα μπορούσε να ωθήσει τις τιμές και το μακροπρόθεσμο κόστος δανεισμού σε απότομα υψηλότερα επίπεδα, ό,τι κι αν κάνει η Fed. Ο καλύτερος τρόπος για να ηρεμήσουν οι επενδυτές και να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των καταναλωτών είναι να αφήσουμε τη Fed ελεύθερη να κάνει τη δουλειά της.
Η κυβέρνηση συνεχίζει αναμφίβολα να διαφωνεί με τον Πάουελ και τους συναδέλφους του όσον αφορά τη νομισματική πολιτική. Αυτό είναι αποδεκτό. Η εκτίμηση του κατάλληλου επιπέδου για τα επιτόκια είναι δύσκολη – ειδικά τώρα, με τόσες πολλές δυνάμεις να πιέζουν την οικονομία προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Οι προοπτικές για τους δασμούς και το κόστος των εισαγωγών είναι ασαφείς – οι αλυσίδες εφοδιασμού, που πρόσφατα επλήγησαν από την πανδημία και την επακόλουθη ανάκαμψη, δεν έχουν ακόμη αποκατασταθεί πλήρως. Ωστόσο, η αγορά εργασίας παραμένει “σφιχτή” και ορισμένα στοιχεία για τον πληθωρισμό αποδεικνύονται κολλώδη. Οι έρευνες λένε ότι οι καταναλωτές αναμένουν αύξηση του πληθωρισμού.
Αντιμέτωπη με αυτή την ασαφή προοπτική, η Fed έχει δηλώσει ότι δεν βιάζεται να χαλαρώσει την πολιτική της και θα “περιμένει και θα δει”. Η μεγάλη πλειονότητα των οικονομολόγων θα έλεγε ότι αυτή η προσεκτική προσέγγιση είναι λογική.
Ωστόσο, ο Λευκός Οίκος λέει ότι ο πληθωρισμός έχει νικηθεί και ότι η μόνη απειλή που αντιμετωπίζει η οικονομία είναι η βραδύτερη ανάπτυξη λόγω της υπερβολικά αυστηρής νομισματικής πολιτικής. Δεν ζητά απλώς “προληπτικές μειώσεις” των επιτοκίων – εννοώντας, προφανώς, μειώσεις που δεν υπαγορεύονται ακόμη από τα στοιχεία. Είχε επίσης ξεκινήσει μια εκστρατεία άσκησης κριτικής, και μάλιστα γελοιοποίησης, του Πάουελ και των συναδέλφων του για τις προσπάθειές τους να βρουν τη σωστή ισορροπία. Αυτό δεν είναι απλώς άδικο. Κινδυνεύει επίσης να καταστρέψει την οικονομική στρατηγική της κυβέρνησης, καθώς η εμπιστοσύνη στην κεντρική τράπεζα είναι από τα πιο πολύτιμα περιουσιακά στοιχεία των φορέων χάραξης πολιτικής.
Βέβαια, η ανάθεση αποφάσεων για τα επιτόκια σε μη εκλεγμένους αξιωματούχους μπορεί να φαίνεται συνταγματικά αφύσικη: Πρόκειται, άλλωστε, για επιλογές με τεράστιες συνέπειες. Αλλά οι ανεξάρτητες κεντρικές τράπεζες ενισχύουν την εμπιστοσύνη των επενδυτών – όχι μόνο στις ΗΠΑ, αλλά οπουδήποτε οι αξιωματούχοι υπεύθυνοι για τη νομισματική πολιτική είναι ελεύθεροι να χρησιμοποιούν την καλύτερη δυνατή κρίση τους – επειδή το “ιστορικό” τους είναι πολύ καλύτερο από την εναλλακτική λύση. Όπως το έθεσε ο Όσταν Γκούλσμπι, πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας του Σικάγο, οι χώρες με πολιτικά καθοδηγούμενες κεντρικές τράπεζες έχουν υψηλότερο πληθωρισμό, μεγαλύτερη ανεργία και βραδύτερη ανάπτυξη. Ο λόγος είναι προφανής: Οι πολιτικοί επικεντρώνονται σε πολύ βραχυπρόθεσμες προοπτικές, ενώ οι ανεξάρτητες κεντρικές τράπεζες μπορούν να δουν μακροπρόθεσμα.
Η απειλή για τη Fed δεν περιορίστηκε σε κραυγές από τα παρασκήνια. Η κυβέρνηση έχει σκοπό να εξασφαλίσει σταθερότερο έλεγχο των λεγόμενων ανεξάρτητων υπηρεσιών. Ο νόμος προβλέπει ειδικές ρυθμίσεις για την κεντρική τράπεζα – ο Πάουελ έχει τονίσει ότι η ανεξαρτησία της είναι θέμα νόμου και ότι οι υπάλληλοί της “δεν μπορούν να απομακρυνθούν παρά μόνο αν υπάρχει λόγος”. Όμως η κυβέρνηση αμφισβητεί τα σχετικά προηγούμενα και το ζήτημα δεν είναι σε καμία περίπτωση διευθετημένο. Ο Κέβιν Χάσετ, διευθυντής του Εθνικού Οικονομικού Συμβουλίου, είχε δηλώσει πρόσφατα ότι η διοίκηση θα “συνεχίσει να μελετά” κατά πόσον ο Πάουελ μπορεί να απομακρυνθεί.
Εάν η απειλή αυτή έχει πράγματι αποσυρθεί, είναι καλή είδηση για την οικονομία – και για την ίδια την κυβέρνηση. Η καταστροφή της εμπιστοσύνης στην κεντρική τράπεζα καθιστά πολύ πιο δύσκολη την επίτευξη σταθερής ανάπτυξης με χαμηλό πληθωρισμό. Αν πρόκειται πράγματι για εκεχειρία, όλοι θα πρέπει να ελπίζουν ότι θα συνεχιστεί.
Απόδοση – Επιμέλεια: Λυδία Ρουμποπούλου