Ελπίδα και για τη νόσο Alzheimer δίνει η «διακρανική μαγνητική διέγερση», η οποία χρησιμοποιείται ήδη με επιτυχία σε ασθενείς με άλλες παθήσεις, όπως για παράδειγμα η κατάθλιψη.
Η θεραπεία είναι μη επεμβατική και όπως διαπιστώνεται, μέσω των μαγνητικών κυμάτων στον εγκέφαλο επιτυγχάνεται σε αξιοσημείωτο βαθμό η διαδικασία απώλειας μνήμης και λειτουργικής δεξιότητας σε άτομα με ήπια έως μέτρια μορφή της νόσου Alzheimer.
Αυτό, όπως ανέφερε στον «Φ» ο ψυχίατρος Γιώργος Μικελλίδης, «προκύπτει από νέα μελέτη, τα αποτελέσματα της οποίας δημοσιεύθηκαν την περασμένη εβδομάδα και είναι ιδιαίτερα σημαντικά και ενθαρρυντικά».
Η συγκεκριμένη θεραπεία, εξήγησε, στο πλαίσιο της μελέτης, εφαρμόστηκε για 52 συνεχόμενες εβδομάδες σε μια περιοχή του εγκεφάλου που σχετίζεται με τη μνήμη και την αυτογνωσία».
Σε κάποιους από τους συμμετέχοντες «εφαρμόστηκε πραγματική θεραπεία και σε κάποιους άλλους εικονική, ώστε να υπάρχει και μέτρο σύγκρισης».
Πιο αναλυτικά, «η μελέτη έγινε σε 48 ασθενείς, ηλικίας περίπου 73 ετών και περιλάμβανε δύο εβδομάδες εντατικής θεραπείας, καθημερινά δηλαδή, και 50 εβδομάδες συντήρησης, μια φορά την εβδομάδα».
Τα αποτελέσματα, είπε ο κ. Μικελλίδης, «ήταν εντυπωσιακά». «Οι ασθενείς που έτυχαν της πραγματικής θεραπείας είχαν πολύ πιο αργή επιδείνωση της μνήμης και της καθημερινής λειτουργικότητας και ταυτόχρονα παρουσίασαν λιγότερα συμπτώματα σύγχυσης, άγχους και αλλαγών στη διάθεση».
Παρατηρήθηκε επίσης, ότι «όσοι είχαν καλύτερη αρχική εγκεφαλική λειτουργία ανταποκρίθηκαν σε μεγαλύτερο βαθμό στη διακρανική μαγνητική διέγερση».
Από τη μελέτη αυτή, εξήγησε, «βλέπουμε τι θα μπορούσε να επιτευχθεί στο μέλλον».
«Η συγκεκριμένη μελέτη δείχνει ότι η χρήση μαγνητικών κυμάτων στον εγκέφαλο, χωρίς φάρμακα ή επεμβάσεις, μπορεί να επιβραδύνει την πορεία της νόσου Alzheimer».
Πρόκειται, τόνισε, «για μια πολλά υποσχόμενη προσέγγιση που, αν επιβεβαιωθεί και από άλλες έρευνες, θα μπορούσε να αλλάξει τα δεδομένα στη φροντίδα των ατόμων με άνοια».
Πώς διεξήχθη η μελέτη
Η μελέτη καταχωρήθηκε επισήμως στο clinicaltrials.gov και δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Alzheimer’s Research & Therapy».
Όπως αναφέρεται στην έκθεση αποτελεσμάτων της μελέτης, «μέθοδοι μη επεμβατικής εγκεφαλικής διέγερσης (NIBS) όπως η εξατομικευμένη επαναλαμβανόμενη διακρανιακή μαγνητική διέγερση (rTMS), αναδύονται ως νέα θεραπευτικά εργαλεία για την αντιμετώπιση της γνωστικής δυσλειτουργίας σε ασθενείς με νόσο του Αλτσχάιμερ».
Η μελέτη διεξήχθη σε ερευνητικό νοσοκομείο στην Ιταλία (Ίδρυμα Santa Lucia IRCCS).
Στην τελική φάση της μελέτης 31 ασθενείς (από τους 48) πληρούσαν τα κριτήρια για να συμμετέχουν σε δοκιμή διάρκειας 52 εβδομάδων, αφού συμμετείχαν αρχικά σε δοκιμή 24 εβδομάδων. Η μέση ηλικία του συνολικού δείγματος των ασθενών ήταν τα 72,8 έτη (εύρος 62 έως 88) εκ των οποίων το 56% ήταν γυναίκες».
Η διακρανική μαγνητική διέγερση
Η διακρανική μαγνητική διέγερση, ως θεραπεία, χρησιμοποιείται και στην Κύπρο για τη θεραπεία της κατάθλιψης και άλλων νευροψυχιατρικών διαταραχών.
Πρόκειται για «μια τεχνική διέγερσης του εγκεφάλου που βασίζεται στην παραγωγή σύντομων μαγνητικών πεδίων χρησιμοποιώντας ένα μονωμένο πηνίο που τοποθετείται πάνω από το τριχωτό της κεφαλής. Αυτά τα μαγνητικά πεδία είναι του ίδιου τύπου όπως εκείνα που χρησιμοποιούνται στην απεικόνιση μαγνητικού συντονισμού των μαγνητικών τομογράφων».
Οι μαγνητικοί παλμοί «παράγουν ένα ασθενές ηλεκτρικό ρεύμα στον εγκέφαλο που ενεργοποιεί κυκλώματα νευρώνων. Η θεραπεία αυτή έχει αποδειχθεί ότι είναι μια ασφαλής και καλά ανεκτή διαδικασία που μπορεί να έχει αποτελεσματικότητα σε ασθενείς με κατάθλιψη ή σε άλλες νευροψυχιατρικές διαταραχές».
Δεν υπάρχει καθορισμένος αριθμός επανάληψης της θεραπείας. Ο αριθμός αυτός εξαρτάται από την κατάσταση του κάθε ασθενούς και καθορίζεται από τον γιατρό.
Συνήθως, η διαδικασία επαναλαμβάνεται πέντε φορές την εβδομάδα και συνήθως, οι ασθενείς οι οποίοι ανταποκρίνονται στη μέθοδο αυτή βιώνουν τα αποτελέσματα από την τέταρτη έως έκτη εβδομάδα της θεραπείας».
Κάποιοι ασθενείς βεβαίως, μπορεί να αρχίσουν να παρουσιάζουν αποτελέσματα σε μικρότερο χρονικό διάστημα και κάποιοι άλλοι σε μεγαλύτερο.
Όπως και με κάθε ιατρική θεραπεία, η rTMS ενέχει τον κίνδυνο παρενεργειών. Ωστόσο, είναι γενικά καλά ανεκτή και μόνο ένα μικρό ποσοστό των ασθενών διακόπτουν τη θεραπεία λόγω ανεπιθύμητων παρενεργειών.
Η θεραπεία αποτελεί επιλογή σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η φαρμακευτική αγωγή δεν έχει βοηθήσει τον ασθενή επαρκώς ή σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ο ασθενής δεν επιθυμεί να λάβει φαρμακευτική αγωγή.
Από τα μέχρι τώρα αποτελέσματα από την εφαρμογή της θεραπείας προκύπτει ότι αυτή «υπερτερεί σε σχέση με μια συνήθη φαρμακευτική αγωγή στο ότι δεν παρουσιάζει παρενέργειες όπως η αύξηση βάρους, οι σεξουαλικές και γαστρεντερικές διαταραχές, η καταστολή, η θολή όραση και η ξηροστομία».