Ποινή φυλάκισης 7 ετών επέβαλε σήμερα το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λεμεσού στον 36χρονο κατηγορούμενο, ο οποίος κρίθηκε ένοχος σε 16 κατηγορίες σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού. Τα αδικήματα αφορούσαν την ανήλικη κόρη της 34χρονης συντρόφου του, στην οποία, λόγω του ότι είναι μητέρα παιδιού 20 μηνών, επιβλήθηκε συνολική χρηματική ποινή €5.000.
Ο κατηγορούμενος σε 16 περιπτώσεις κατά τα έτη 2019, 2020, 2021 και 2022 (τέσσερις περιπτώσεις ανά έτος) κακοποιούσε σεξουαλικά την ανήλικη, η οποία δεν είχε συμπληρώσει ηλικία συναίνεσης. Την άγγιζε σε επίμαχα σημεία του σώματός της, ενώ κρίθηκε ότι ενήργησε καταχρώμενος τη θέση εμπιστοσύνης και εξουσίας που είχε απέναντί της.
Χρηματική ποινή επιβλήθηκε και στην κατηγορούμενη μητέρα, η οποία αντιμετώπιζε δύο κατηγορίες που αφορούσαν παρέμβαση σε δικαστική διαδικασία και μη αναφορά υποψίας. Κατά το στάδιο των τελικών αγορεύσεων παραδέχθηκε την πρώτη κατηγορία, ενώ το Δικαστήριο την έκρινε ένοχη και στη δεύτερη. Διαπιστώθηκε ότι σε άγνωστη ημερομηνία εντός του 2023, ενώ γνώριζε ότι η ανήλικη ήταν θύμα σεξουαλικής κακοποίησης, παρέλειψε να προχωρήσει στη σχετική καταγγελία.
“Αδικήματα σεξουαλικής φύσης, από μόνα τους, προκαλούν απέχθεια και αποτροπιασμό. Στις περιπτώσεις, όμως, στις οποίες παραβιάζονται φυσικοί, ηθικοί και κοινωνικοί κανόνες και το θύμα είναι ανήλικο πρόσωπο, τα πιο πάνω συναισθήματα επαυξάνονται στο μέγιστο βαθμό”, υπογραμμίζει το Κακουργιοδικείο στην απόφασή του.
Ανέφερε ακόμη ότι όπως προκύπτει από τη νομολογία στην οποία αναφέρθηκε το Δικαστήριο, σε υποθέσεις σεξουαλικών αδικημάτων οι ποινές που επιβάλλονται πρέπει να είναι αυστηρές και αποτρεπτικές, ενόψει της ιδιαίτερης σοβαρότητάς τους ως εγκλήματα που στρέφονται κατά των ηθών αλλά προσβάλλουν και καταρρακώνουν την προσωπικότητα του θύματος.
Αποτελεί επίσης διαπίστωση του Κακουργιοδικείου ότι, δυστυχώς, τα αδικήματα σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών βρίσκονται σε έξαρση, παρά τις αυστηρές ποινές που επιβάλλονται από τα Δικαστήρια.
Με δεδομένη τη σοβαρότητα των αδικημάτων για τα οποία κρίθηκε ένοχος ο 36χρονος κατηγορούμενος, κατά την επιβολή της ποινής το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη την επαναλαμβανόμενη δράση του και τον μεγάλο αριθμό των περιστατικών, διάρκειας 20 λεπτών κάθε φορά, που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια μιας ιδιαίτερα μεγάλης χρονικής περιόδου, με ανάλογες τραυματικές εμπειρίες για την ανήλικη. Λήφθηκαν επίσης υπόψη η ηλικία της ανήλικης κατά τον χρόνο διάπραξης των αδικημάτων, ήτοι 8 – 12 ετών, όπως και η σχέση της με τον κατηγορούμενο, ούσα θυγατέρα της συμβίας του, καθώς και η διαφορά ηλικίας μεταξύ τους.
Προς όφελος του λήφθηκε υπόψη το λευκό ποινικό μητρώο του καθώς και οι προσωπικές του περιστάσεις. Όπως όμως επεσήμανε το Κακουργιοδικείο, όλοι οι πιο πάνω μετριαστικοί παράγοντες, παρότι λαμβάνονται υπόψη, δεν μπορούν να εξουδετερώσουν τον αποτρεπτικό χαρακτήρα που ενδείκνυται να έχει η ποινή στην παρούσα υπόθεση, λόγω της ιδιάζουσας σοβαρότητας των αδικημάτων, όπως αναλυτικά επεξηγείται στην απόφαση.
Αναφορικά με την κατηγορούμενη μητέρα της ανήλικης, επισημάνθηκε η σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξε, τα οποία συνίσταντο στην αδράνεια της να προχωρήσει σε καταγγελία στην Αστυνομία, αφού ενημερώθηκε από την ανήλικη για όσα βίωνε, και στην προσπάθεια της να πείσει την ανήλικη να αποσύρει την καταγγελία που είχε υποβάλει αργότερα στην Αστυνομία. Η στάση αυτή της 34χρονης κατηγορούμενης είναι από μόνη της απαράδεκτη, ενώ ταυτόχρονα συνιστά σοβαρή παραβίαση του καθήκοντος προστασίας που είχε έναντι της ανήλικης, θυγατέρας της.
Στον κατηγορούμενο σύντροφο επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 7 ετών σε όλες τις κατηγορίες που κρίθηκε ένοχος, οι οποίες θα προσμετρούνται από τις 5.9.2024, όταν και τέθηκε υπό κράτηση.
Την κακοποιούσε κατά την επίσκεψη της στο σπίτι της μητέρας της
Σύμφωνα με τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου, η ανήλικη από την ηλικία των τεσσάρων ετών διέμενε με τον πατέρα της λόγω χωρισμού των γονιών της. Ο 36χρονος κατηγορούμενος συζούσε με τη μητέρα της από το 2016. Επειδή ο πατέρας εργαζόταν τις απογευματινές ώρες, η ανήλικη μετέβαινε συχνά στην οικία όπου διέμενε η μητέρα της με τον σύντροφό της και παρέμενε εκεί για 3–4 ώρες μέχρι να την παραλάβει.
Κατά τις ώρες αυτές, ενώ η μητέρα απουσίαζε για ψώνια ή έκανε δουλειές του σπιτιού, ο 36χρονος προσέγγιζε την ανήλικη και προέβαινε σε ασελγείς πράξεις. Σύμφωνα με τα γεγονότα που παρατίθενται σε ανακοινωθέν του Δικαστηρίου, η ανήλικη φοβόταν και ήθελε να κλάψει. Όταν του ζητούσε να σταματήσει, εκείνος της απαντούσε πως είναι «φυσιολογικό» και ότι «όλοι το κάνουν».
Με βάση τη μαρτυρία της ανήλικης, η οποία έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο, τα περιστατικά άρχισαν όταν ήταν 8–9 ετών και διήρκεσαν μέχρι την ηλικία των 11–12. Συνέβαιναν κυρίως τις απογευματινές ώρες.
Το 2023, όταν η ανήλικη ήταν 12 ετών, ενημέρωσε τη μητέρα της για όσα βίωνε από τον σύντροφό της. Ωστόσο, εκείνη δεν προέβη σε καμία καταγγελία, παρά την υποχρέωσή της. Την ίδια χρονιά, σε συνάντηση της ανήλικης με εκπαιδευτική ψυχολόγο, η μαθήτρια ανέφερε ότι δεν ήθελε να πηγαίνει στη μητέρα της διότι ο σύντροφός της προέβαινε σε ασελγείς πράξεις και όταν το είπε στη μητέρα της, εκείνη δεν την πίστεψε. Η ψυχολόγος ενεργοποίησε το σχετικό πρωτόκολλο και ενημέρωσε τον πατέρα της ανήλικης και την Αστυνομία.
Αν και αρχικά η ανήλικη δίσταζε να προχωρήσει σε καταγγελία, ένα χρόνο αργότερα εξομολογήθηκε τα όσα βίωνε σε φίλη της, η οποία τελικά ενημέρωσε την Αστυνομία, με αποτέλεσμα να υποβληθεί επίσημα η καταγγελία.










