Στο κενό για άλλη μια φορά, έπεσε το εγχείρημα των πρώην διευθυντικών στελεχών της Λαϊκής Τράπεζας Ευθύμιου Μπουλούτα και Κυρίακου Μάγειρα καθώς και της Marfin Investment Group να μην εκδικαστεί στην Κύπρο αγωγή που κατατέθηκε από την πρώην Λαϊκή Τράπεζα εναντίον τους και μετά από τον εκκαθαριστή της.
Το Εφετείο στο οποίο κατέφυγαν οι Μπουλούτας και Μάγειρας καθώς και η Marfin, απέρριψε τις εφέσεις τους ως καταχρηστικές της διαδικασίας, αφού ήδη είχαν κινήσει παρόμοια διαδικασία και απέτυχε. Σύμφωνα με απόφαση του Εφετείου, αντικείμενο των υπό εξέταση εφέσεων, αποτελούν ταυτόσημες, ενδιάμεσες αποφάσεις του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομηνίας 31.01.2017, οι οποίες εκδόθηκαν στο πλαίσιο της αγωγής Αρ.8400/2012.
Με την αγωγή που καταχώρισε η πρώην Λαϊκή, αξίωνε αποζημιώσεις δισεκατομμυρίων ευρώ, ένεκα ζημιών που ως ισχυρίζεται είχε υποστεί, τις οποίες αποδίδει, μεταξύ άλλων, στην παραβίαση των υποχρεώσεων και του καθήκοντος εμπιστοσύνης και καλής πίστης που όφειλαν ορισμένοι εκ των εναγόμενων, ως αξιωματούχοι και διοικητικοί της σύμβουλοι.
Οι Μπουλούτας, Μάγειρας και Marfin, αντέδρασαν στην αγωγή αυτή και με την καταχώριση δύο αιτήσεων με παρόμοιο λεκτικό, ημερομηνίας 17.07.2014 και υποστηριζόμενες από πανομοιότυπες ένορκες δηλώσεις, επιδίωξαν την απόρριψη και/ή διαγραφή του Κλητηρίου Εντάλματος και/ή της Έκθεσης Απαιτήσεως ή τουλάχιστον παραγράφων της τελευταίας που προσδιορίζονταν σε σχετικό πίνακα. Τούτο, ως προέβαλαν, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και αποκλειστικής δικαιοδοσίας των Ελληνικών Δικαστηρίων και/ή λόγω του ότι η Κύπρος δεν είναι το forum conveniens και/ή λόγω κατάχρησης της διαδικασίας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τις αιτήσεις τους έκρινε ότι διαθέτει δικαιοδοσία εκδίκασης όλων των απαιτήσεων εναντίον των εφεσειόντων. Προς τούτο, παρέπεμψε, σε όλα όσα είχαν τεθεί υπόψη του αλλά και στις πρόνοιες του Κανονισμού (ΕΚ) 44/01 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (εφεξής Κανονισμός (ΕΚ) 44/01), ως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, τις οποίες και ανέλυσε.
Το Εφετείο αφού ανέλυσε το ιστορικό των αιτήσεων που καταχώρησαν μέχρι σήμερα τα δύο πρώην στελέχη της Λαϊκής, διαπίστωσε ότι ουσιαστικά καταβλήθηκαν δύο επάλληλες προσπάθειες, στοχεύοντας στον παραμερισμό του Κλητηρίου Εντάλματος και/ή την κατάργηση της διαδικασίας και/ή την απόρριψη της αγωγής. Αφενός μέσω των αιτήσεων για Παραμερισμό του 2013 (προσπάθεια η οποία απέτυχε) και αφετέρου με την προώθηση των αιτήσεων 17.07.2014, οι αποφάσεις επί των οποίων αποτελούν το αντικείμενο της παρούσας έφεσης.
Είναι διαπίστωση του Εφετείου ότι οι εφεσίοντες, παρά το γεγονός ότι ήταν καθ’ όλα ενήμεροι για τα ζητήματα που προβάλλουν μέσω των αιτήσεων ημερομηνίας 17.07.2014, έχοντας παράλληλα την ευκαιρία και την δυνατότητα να τα θέσουν κατά τον προσήκοντα τρόπο, μέσω των σχετικών διαδικασιών του 2013, προκειμένου να προβάλλουν τις θέσεις και τα επιχειρήματά τους επί τούτων, παρέλειψαν να το πράξουν. Αντίθετα, επανερχόμενοι, σημειώνει το Εφετείο, προτίμησαν να τα προβάλουν δίκην «εφεδρείας», μέσω των αιτήσεων ημερομηνίας 17.07,2014, για την επίτευξη ουσιαστικά του στόχου που εξ’ αρχής αποσκοπούσαν με την προώθηση των αιτήσεων Παραμερισμού του 2013. Τούτο δε, έχοντας εξαντλήσει τα δικονομικά διαβήματα που είχαν στη διάθεσή τους για την ακύρωση των αποφάσεων που απέρριψαν τις προηγηθείσες αιτήσεις Παραμερισμού του 2013.
«Στη βάση όλων όσων πιο πάνω έχουν τεθεί, η ως άνω δικονομική συμπεριφορά των εφεσειόντων, απολήγουσα τελικώς στην εκ νέου επιδίωξη του ίδιου στόχου, προβάλλοντας ζήτημα που είχαν την ευκαιρία εξ’ αρχής και στο πλαίσιο προηγηθείσας διαδικασίας να προωθήσουν, αφεύκτως, κατά την κρίση μας, εντάσσεται στην έννοια της κατάχρησης των διαδικασιών εκ μέρους τους, πλήττοντας τον διακηρυγμένο στόχο της τελεσιδικίας. Υπό τις περιστάσεις, η παρέμβαση του Δικαστηρίου με σκοπό «την περιφρούρηση της αποτελεσματικής λειτουργίας των διαδικαστικών διαδικασιών», κατά τον τρόπο που εισηγείται η πλευρά των εφεσίβλητων, κρίνεται δικαιολογημένη και επιβεβλημένη», κατέληξε το Εφετείο.









