Η βραβευμένη συγγραφέας καταφθάνει στην Κύπρο με το νέο της βιβλίο και την παραδοχή πως πάντα αναζητούσε μαγικές λύσεις στη συντηρητική πραγματικότητα. Η μυθοπλασία στο «Μακρύ ταξίδι της μιας μέσα στην άλλη», ήταν αυτή που την παρηγόρησε, με τις εξωφρενικές ιδέες που της κατέβαιναν στο κεφάλι.
–Πόσο έχει αλλάξει η κοινωνία και τα στερεότυπα για μία συγγραφέα που επέλεξε να γράψει την πρώτη της ιστορία με ανδρικό ψευδώνυμο; Η κοινωνία δεν έχει αλλάξει δραματικά, κάθε άλλο. Η ανδρική ζωή εξακολουθεί να είναι πιο εύκολη και πιο απλή- ακριβώς όπως η ζωή των λευκών είναι ακόμη και σήμερα πιο εύκολη από τη ζωή των μαύρων. Η ελληνική κοινωνία νιώθει μεγάλη αμηχανία με τα ζητήματα φύλου -το βλέπουμε στο δημόσιο διάλογο, το βλέπουμε και στις συμπεριφορές. Όσο για μένα μετακινήθηκα από τις επιλογές που έκανα το 1994, να γράψω δηλαδή με ανδρικό ψευδώνυμο πιστεύοντας ότι είχα περισσότερες πιθανότητες να με αντιμετωπίσουν ισότιμα. Θυμάμαι πολύ καλά πως ήταν να αφήνεις τη θηλυκότητά σου, να κρύβεις τον ερωτισμό σου, για να γίνεις ένα άφυλο πλάσμα, μια σχεδόν καλόγρια, ώστε κανείς να μην σου προσάψει επιτυχίες που κατακτήθηκαν μέσω αποπλάνησης. Θυμάμαι την ανελευθερία που συνόδευε τότε τη μεγάλη λογοτεχνική μου φιλοδοξία. Ήθελα να με πάρουν σοβαρά- άρα δεν έπρεπε να είμαι γυναίκα. Σήμερα αφήνω χώρο στη σκέψη μου και για μια άλλη, λιγότερο στρατευμένη ερμηνεία: ότι διασκέδαζα με αυτή τη μικρή σκευωρία, ότι ήθελα να παίξω με την ταυτότητα, με το φύλο μου, κάτι που κάνω ανέκαθεν στα βιβλία μου άλλωστε.
–Ποια είναι η διαφορά με την αρχική σας γραφή με το τώρα; Αναφέρεστε συχνά στο γεγονός πως η γραφή σας ήταν αρχικά αντρική. Αν σκεφτούμε γλωσσοκεντρικά θα δούμε ότι συχνά οι άντρες εκφράζονται με πιο μικρές και κοφτές φράσεις- και στη ζωή και στη λογοτεχνία. Το κάνω κι εγώ αυτό όταν το ζητάει το κείμενο. Το «Μακρύ ταξίδι της μιας μέσα στην άλλη» γράφτηκε με την επιστράτευση της πλέον θηλυκής γλώσσας. Ανοίχτηκε χώρος για το παραμιλητό, το μοιρολόι, την επανάληψη που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος που δεν εισακούγεται, ένα διαρκές «κατάλαβες;» Ή «με ακούς;». Κάνω πάντα αυτό που ζητάει το κείμενο. Ένα βιβλίο για τη γυναικεία κατάσταση έπρεπε να ακολουθήσει συγκεκριμένες γλωσσικές επιλογές.
–Ποιες καθορίζετε ως βασικές διαφορές σε μία αντρική και σε μία γυναικεία γραφή; Ανδρική γραφή θεωρώ τον Χέμινγουεϊ ή τον δικό μας Θανάση Βαλτινό, ή τον Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλο – μου έμαθαν κι οι τρεις πολλά για το στοιχειώδες και το μνημειώδες. Γυναικεία είναι για μένα η γραφή της Τζην Ρυς, οι περιγραφές της Βιρτζίνια Γουλφ όταν κάνει βόλτες στην εξοχή ή βγαίνει να αγοράσει ένα μολύβι και χαζεύει τους ερωτευμένους – η γλώσσα είναι εμπύρετη, μαξιμαλιστική. Αγαπώ και τους δυο τρόπους και τους εναλλάσσω όταν γράφω. Δεν με ενδιαφέρει ο πόλεμος ανάμεσα στα φύλα, με ενδιαφέρει η σύντηξη, η ώσμωση, η καίρια γλωσσική επιλογή.
–Σε ποιο βαθμό τα βιβλία και το γράψιμο, σας βοήθησαν να απελευθερωθείτε σε προσωπικό επίπεδο; Η λογοτεχνία ήταν για μένα από την αρχή ένας χώρος φυσικής εξάσκησης της ελευθερίας. Ήταν ο χώρος όπου μπορούσα να σκεφτώ, να αισθανθώ και να πω ό, τι θέλω, αρκεί να υπακούω στους περιορισμούς που έθετε το κείμενο – κι αυτός είναι ο πιο περιπετειώδης γάμος που ξέρω. Δηλαδή είσαι εσύ και το κείμενο μόνοι σε ένα δωμάτιο και δεν ξέρετε τι θα συμβεί. Και συμβαίνουν παράξενα πράγματα.
–Τελικά η ηλικία, μας απελευθερώνει; Έχουμε πάντα την ίδια εσωτερική ηλικία, λέει η Γερτρούδη Στάιν. Και συμφωνώ μαζί της επειδή μέσα μου παρέμεινα εννιά ετών. Κάτι πρέπει να συνέβη στην ηλικία αυτή, κάτι που με δυσκόλεψε να προχωρήσω. Όλες οι αποφάσεις σοβαρότητας και ενηλικίωσης μελαγχολούν αυτό το εννιάχρονο κορίτσι μέσα μου, διαστρέφουν την πραγματικότητά του. Δυσκολεύομαι να την πείσω πως είναι ελεύθερη να διαλέξει το δρόμο της. Η ηλικία απελευθερώνει πράγματι, αλλά αυτό συμβαίνει λόγω της θνητότητας, του πεπερασμένου. Δηλαδή ξέρουμε πως το συμβόλαιο της ζωής λήγει, άρα δοκιμάζουμε να καθίσουμε πιο αναπαυτικά στην πολυθρόνα της ζωής μας. Και ίσως επιτέλους να χαρούμε λίγο, να βραδυπορήσουμε, να κοιτάξουμε τα λουλούδια όπως η Βιρτζίνια Γουλφ.
–Μιλήστε μας για το καινούριο σας βιβλίο, το «Μακρύ ταξίδι της μιας μέσα στην άλλη». Με αφορμή μια γυναίκα στην εμμηνόπαυση, το βιβλίο περιστρέφεται γύρω από τη μητρότητα. Τι θέλατε να διερευνήσετε γράφοντάς το και πως το θέμα αυτό πέρασε στη μυθοπλασία; Αυτό που είπατε: την εμμηνόπαυση και τη μητρότητα, δυο μεγάλα ζητήματα που έχουν εξερευνηθεί αρκετά στην ποπ κουλτούρα αλλά όχι στη λογοτεχνία. Η λογοτεχνία είναι ιδανικός χώρος για γλωσσικά και μυθοπλαστικά πειράματα. Τι θα γινόταν αν η Παναγία κατέβαινε από τον ουρανό με μια τιγρέ ρόμπα και άβαφα μαλλιά; Αν η Ρόζα Λούξεμπουργκ επέστρεφε για να σχεδιάσει την επανάσταση των γυναικών; Πάντα αναζητούσα μαγικές λύσεις σε μια συντηρητική -για να μην πω βλακώδη- πραγματικότητα. Ήταν μια μυθοπλασία που με παρηγόρησε, κάθε μέρα γελούσα μόνη μου, με τις εξωφρενικές ιδέες που μου κατέβαιναν στο κεφάλι.
–Υπάρχουν αυτοβιογραφικές αναφορές; Έχετε ανατρέξει στη σχέση σας με τη μητέρα και την κόρη σας; Το βιβλίο είναι ένας μετα-βιογραφικός χάρτης (με την έννοια του meta-fiction). Έχει συνεντεύξεις και γράμματα που έγραψαν η κόρη και η μητέρα μου – με ενδιαφέρει η ηθική της αφήγησης, οι ιστορίες των άλλων. Ή μάλλον ο τρόπος που οι γυναίκες σε μια οικογένεια διηγούνται την ίδια ιστορία. Η πολυφωνία είναι δημιουργική και συχνά ανατρεπτική στις κορυφώσεις της. Πρέπει να βρεις το κουράγιο να ακούσεις, να διαβάσεις την αφήγηση μιας άλλης γυναίκας- της μητέρα σου, της κόρης σου. Δύσκολο πολύ.
–Υπάρχει ένας κοινός χαρακτηρισμός για όλες τις γυναικείες φωνές στο βιβλίο σας; Έχουν χιούμορ. Είναι απελπισμένες, εργατικές, κουρασμένες, οργισμένες. Αναζητούν δικαιοσύνη, λύσεις, παλεύουν για τα δικαιώματά τους ή απλώς για λίγες ώρες ύπνου. Είναι φωνές, όπως το λέτε, που σμίγουν. Όπως στον χορό μιας αρχαίας τραγωδίας, οι γυναίκες αυτές συνδέουν τα επεισόδια και προσδίδουν κοινωνικό πλαίσιο στις πράξεις της πρωταγωνίστριας. Ο σκοπός μου ήταν να φτιάξω έναν σύγχρονο χορό με εμβόλιμες ιστορίες που δεν προωθούν απαραίτητα τη δράση αλλά τη συνοψίζουν (όπως η αφήγηση της μητέρας της Ελένης Τοπαλούδη ή της δεκάχρονης Αφγανής που αποχωρίστηκε τη μαμά της). Με ενδιέφεραν οι επάλληλες διηγήσεις- μια σκυταλοδρομία ιστοριών.
–Η γυναικεία αφήγηση, μπορεί να αλλάξει τον κόσμο; Τι απαντάτε σε όσους πιστεύουν πως δεν αφορά τους άντρες αναγνώστες; Με τον ίδιο τρόπο που με αφορά η ζωή των ανδρών και η μυθοπλασία τους, έτσι κι αυτοί έχουν πολλά να μάθουν από τη γυναικεία αφήγηση. Είναι μια γλώσσα που κατασκευάστηκε μέσα στα σπίτια, τράφηκε με σιωπή, ουρλιαχτά, τραγούδια, παραμύθια. Είναι το μισό της διήγησης του κόσμου. Δεν καταλαβαίνω το δίλημμα. Μια γυναίκα ξέρει καλύτερα το γυναικείο σώμα και τους καημούς του, ένας άντρας το ανδρικό. Και γράφουμε με το σώμα μας. Άρα αν θέλουμε να καταλάβουμε τον κόσμο μέσω της τέχνης αφουγκραζόμαστε τη γλώσσα αντρών και γυναικών. Θα ήταν ίδια η λογοτεχνία χωρίς τη ριζοσπαστική γλώσσα της Κλαρίσε Λισπέκτορ; Πιστεύω πως όχι.
–Και κάτι τελευταίο. Τι ήταν αυτό που σας ώθησε από παιδί να γράφετε ιστορίες; Όταν ήμουν μικρή οι ιστορίες άνοιγαν πόρτες που οδηγούσαν σε άλλες πόρτες, κάπως σαν τη βιβλιοθήκη της Βαβέλ του Μπόρχες ή τις παράξενες πόλεις του Ίταλο Καλβίνο. Αυτός ο ίλιγγος της αφήγησης με τρέλλαινε από χαρά. Ξεκινούσες από το χαλί του σαλονιού και κατέληγες σε ένα άγριο δάσος επειδή το μυαλό και το σώμα γινόταν άγριο άλογο και ορμούσε μπροστά, σε σκέψεις που δεν ήξερες, σε λέξεις που δεν είχες μάθει ακόμα. Αγάπησα τη λογοτεχνία με πάθος επειδή με έσωσε από την πλήξη και την υπακοή. Κυρίως με έσωσε από τον εαυτό μου.
- Η Αμάντα Μιχαλοπούλου συνομιλεί με το δημοσιογράφο Χρήστο Μιχάλαρο για το νέο της βιβλίο Το μακρύ ταξίδι της μιας μέσα στην άλλη, Εκδ. Πατάκη, την Κυριακή 22 Νοεμβρίου 1μ.μ.-2μ.μ. στο πλαίσιο της 4ης Διεθνής Έκθεσης Βιβλίου Λεμεσού, Παλαιό Ξυδάδικο, Σκηνή 1.










