«Η φτώχεια των παιδιών, δεν ανήκει στα παιδιά, ανήκει σε εμάς, που επιτρέπουμε να τη ζουν και η αντιμετώπισή της, δεν είναι θέμα φιλανθρωπίας, είναι θέμα δημοκρατίας», τόνισε η Επίτροπος Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού Έλενα Περικλέους, συνοψίζοντας με το μήνυμα της αυτό, τα συμπεράσματα των εργασιών του φετινού ετήσιου συνεδρίου του Εθνικού Δικτύου Ενάντια στη Φτώχεια Κύπρου (ΕΔΕΦ), με θέμα «Παιδική φτώχεια και ψυχική υγεία: Προκλήσεις και προοπτικές», που πραγματοποιήθηκε στις 6 Νοεμβρίου 2025 στο Πανεπιστήμιο Frederick στη Λευκωσία. Το ΕΔΕΦ συμμετέχει ενεργά, για 20 χρόνια – από την ίδρυσή του το 2005 – στα προγράμματα και τις δραστηριότητες του Ευρωπαϊκού Δικτύου για την Καταπολέμηση της Φτώχειας (European Anti-Poverty Network).
Όπως ανέφερε στο συνέδριο η Νίκη Οδυσσέως, πρώτη λειτουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών, προϊστάμενη του Τομέα Παιδιών υπό Φροντίδα, Υιοθεσίας και Παραβατικότητας, στην Κύπρο αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, περίπου 26 χιλιάδες παιδιά, ποσοστό που αντιστοιχεί σε 14,8% των παιδιών στη χώρα μας, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat.
Στο βήμα της εκδήλωσης, που άρχισε με σύντομη εισήγηση της Αθηνάς Αναστασίου μέλους του ΕΔΕΦ, ανέβηκαν περισσότεροι από δέκα ειδικοί επιστήμονες, ακαδημαϊκοί, κρατικά στελέχη, ερευνητές, αλλά και δύο έφηβοι μαθητές – ο πρόεδρος της Παγκύπριας Συντονιστικής Επιτροπής Μαθητών (ΠΣΕΜ) Αχιλλέας Γεωργίου και ο εκπρόσωπος Τύπου της Κυπριακής Παιδοβουλής Άρης Δελαρόκας – που μετέφεραν τη φωνή των παιδιών, των άμεσων αποδεκτών των συνεπειών της φτώχειας, ανοίγοντας έτσι, έναν ουσιαστικό διάλογο, για τη διασύνδεση της παιδικής φτώχειας, με τη ψυχική υγεία.
«Είναι χρέος μας, να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για να έχουν όλα τα παιδιά πρόσβαση σε φροντίδα, αγάπη και υποστήριξη και να χτίσουμε γέφυρες συνεργασίας, ανάμεσα στην πολιτεία, τους φορείς, τους εκπαιδευτικούς και τις οικογένειες, ώστε κανένα παιδί να μη μεγαλώνει στη σκιά της φτώχειας και της απομόνωσης» υπογράμμισε στον χαιρετισμό της, η πρόεδρος του ΕΔΕΦ νομικός Ελένη Καραολή. Eνώ η πρόεδρος του Συμβουλίου του Frederick Νατάσσα Φρειδερίκου υπερθεμάτισε, υπογραμμίζοντας ότι «η καταπολέμηση της παιδικής φτώχειας, απαιτεί συντονισμένες προσπάθειες, για ένα δίκαιο, κοινωνικό κράτος πρόνοιας, που να στηρίζει τα παιδιά και να διασφαλίζει τα δικαιώματά τους, ενώ η κοινωνία, μπορεί και πρέπει να συμβάλει, μέσα από δράσεις και συνεργασίες». Όπως διακήρυξε στο συνέδριο ο πρόεδρος της ΠΣΕΜ Αχιλλέας Γεωργίου μαθητής του Λυκείου Αγίου Νικολάου Λεμεσού, «η παιδική φτώχεια και η ψυχική υγεία, δεν είναι ατομικά, αλλά κοινωνικά ζητήματα, που απαιτούν συλλογικές λύσεις».

Άγχος, παραβατικότητα, διαταραχές συμπεριφοράς
Το πρώτο μέρος του συνεδρίου, απασχόλησαν οι οι επιπτώσεις της φτώχειας στη ψυχική υγεία των παιδιών, «ένα θέμα που σπάνια εμφανίζεται στον δημόσιο διάλογο», όπως επεσήμανε ο γραμματέας ΕΔΕΦ Κύπρου Ανδρέας Κουννής, που συντόνισε τη συζήτηση. «Τα παιδιά σε χαμηλόμισθα νοικοκυριά, είναι πιο πιθανό να εμφανίσουν άγχος, κατάθλιψη, διαταραχές συμπεριφοράς και αναπτυξιακές δυσκολίες», είπε μεταξύ άλλων στην ομιλία του, ο δρ Λουκάς Αντωνίου μέλος ΕΔΕΦ. Πρόσθεσε ότι «το ψυχολογικό βάρος της φτώχειας, δεν εκφράζεται πάντα με λόγια, αλλά συχνά εκδηλώνεται μέσα από προβλήματα συμπεριφοράς, μαθησιακές δυσκολίες, δυσκολία συγκέντρωσης, χαμηλές επιδόσεις, δυσκολία στη δημιουργία σχέσεων, έλλειψη εμπιστοσύνης και φόβο απόρριψης, αλλά και σωματικά συμπτώματα, όπως πονοκέφαλοι, στομαχόπονοι και διαταραχές ύπνου. Οι μηχανισμοί, ή οι δίοδοι που καταγράφονται από την επιστημονική κοινότητα, μέσω των οποίων οι συνθήκες φτώχειας επηρεάζουν την ανάπτυξη των παιδιών, είναι η διατροφή και υγεία των παιδιών, το περιβάλλον της κατοικίας τους, η αλληλεπίδραση γονέων και παιδιών, η ψυχική υγεία των γονέων, οι συνθήκες της γειτονιάς, η πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας, η πρόσβαση στο σύστημα εκπαίδευσης και οι εμπειρίες μάθησης. Το ψυχολογικό βάρος της φτώχειας, όταν δεν υπάρχει έγκαιρη παρέμβαση, μπορεί να οδηγήσει σε διαγενεακή αναπαραγωγή της φτώχειας, αφού παιδιά που μεγαλώνουν σε φτώχεια, είναι πιο πιθανό να ζήσουν ως ενήλικες σε φτώχεια και να έχουν χαμηλή επαγγελματική φιλοδοξία και περιορισμένες προσδοκίες».

Στη δική του παρέμβαση, ο δρ Μάριος Θεοδώρου λέκτορας Κλινικής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Frederick, αναφέρθηκε ιδιαίτερα στην οικονομική ανασφάλεια και πώς αυτή επηρεάζει τη ψυχική ευημερία και συμπεριφορά των παιδιών. «Επέλεξα – είπε – να αναφερθώ, όχι σε όρους όπως η φτώχεια ή η οικονομική ανασφάλεια, αλλά σε έναν συγγενή τους: την οικονομική δυσπραγία (financial strain). Ο όρος αυτός, επιτρέπει μια πιο διαστατική προσέγγιση του φαινομένου, αντί για μια απλή δυαδική κατηγοριοποίηση – αν, δηλαδή, ένα άτομο πληροί τα κριτήρια φτώχειας, ή όχι. Η οικονομική δυσπραγία, δεν αφορά μόνο την έλλειψη χρημάτων. Είναι μια ευρύτερη εμπειρία πίεσης και αβεβαιότητας, που διαπερνά την καθημερινότητα της οικογένειας. Δεν μιλάμε μόνο για κριτήρια φτώχειας, αλλά για το πώς η ανασφάλεια, η αγωνία για το αν θα καλυφθούν οι βασικές ανάγκες, η εξάρτηση από βοήθεια τρίτων, ή το συνεχές άγχος για τα έξοδα, διαμορφώνει το οικογενειακό περιβάλλον και, τελικά, επηρεάζει τη ψυχική υγεία των παιδιών. Η βιβλιογραφία, δείχνει ότι τα παιδιά που μεγαλώνουν σε συνθήκες οικονομικής πίεσης, εμφανίζουν συχνότερα εσωτερικευμένα προβλήματα, όπως άγχος και καταθλιπτικά συμπτώματα, ή δυσκολίες προσαρμογής, αλλά και εξωτερικευμένα προβλήματα, όπως επιθετικότητα, ή παραβατικές συμπεριφορές. Επιπλέον, καταγράφονται χαμηλότερη σχολική επίδοση, μειωμένη αυτοεκτίμηση και περιορισμένη κοινωνική συμμετοχή, είτε αυτό αφορά τη συμμετοχή σε εξωσχολικές δραστηριότητες, ή την ανάπτυξη φιλικών σχέσεων. Το τελευταίο, μάλιστα, μπορεί σε μεγαλύτερες ηλικίες, όπως στην εφηβεία, να σχετίζεται με αισθήματα χαμηλής αυτοεκτίμησης και αντίληψης κατώτερης κοινωνικής θέσης, δηλαδή με το πώς τα ίδια τα παιδιά, αντιλαμβάνονται τη δημοφιλία, την αποδοχή ή την απόρριψή τους, από τους συνομηλίκους. Συνολικά, η οικονομική δυσπραγία λειτουργεί σαν ένα δίκτυο πίεσης, που διαπερνά τις σχέσεις, τη συμπεριφορά και τη ψυχική ισορροπία της οικογένειας. Δεν επηρεάζει μόνο το πορτοφόλι, αλλά τη συναισθηματική δομή του σπιτιού».

Ο «Ιστός» και η οριζόντια ψυχική υγεία
Στο δεύτερο μέρος του συνεδρίου, που συντόνισε η Δέσποινα Παναγιώτου μέλος του ΕΔΕΦ, ο Καθηγητής Ψυχιατρικής και Κοινωνικής Εργασίας στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας δρ Χρήστος Παναγιωτόπουλος, αναφέρθηκε στο εφαρμοσμένο παγκύπριο πρόγραμμα «Ιστός», για πρόληψη της σχολικής διαρροής, μέσα από τη στήριξη του σχολείου, του μαθητή και της οικογένειας. Είπε ότι «στόχος του προγράμματος, είναι ο έγκαιρος εντοπισμός παιδιών ηλικίας 11-18 χρόνων, που διατρέχουν κίνδυνο να εγκαταλείψουν το σχολείο. Οι σχολικοί σύμβουλοι, παραπέμπουν στον «Ιστό», νέους που κάνουν χρήση ναρκωτικών, ή που επιδεικνύουν προκλητική συμπεριφορά, στο σχολικό περιβάλλον». Πρόσθεσε ότι «έχουμε δει περισσότερες από 90 περιπτώσεις, τους τελευταίους 7 μήνες. Αφορούν οικονομικές δυσκολίες, παιδιά υπό τη φροντίδα του κράτους, χρήση ουσιών, διαδικτυακή εξάρτηση, εκπαιδευτικές δυσκολίες, οικογενειακή δυσλειτουργία. Ο «Ιστός», έχει ρόλο διαμεσολαβητή, συμβούλου και υποστηρικτή όλων των εμπλεκόμενων μερών». Η διευθύντρια των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας, του Οργανισμού Κρατικών Υπηρεσιών Υγείας (ΟΚΥπΥ) δρ Άννα Παραδεισιώτη, αναφέρθηκε σε δύο θετικά βήματα, όπως είπε, «που βελτιώνουν τα θέματα προσβασιμότητας και ολιστικής θεραπευτικής προσέγγισης, στην Κύπρο. Η υιοθέτηση του Γενικού Συστήματος Υγείας – πρόσθεσε – παρά τα όποια προβλήματα, βελτίωσε πράγματι την προσβασιμότητά των πολιτών, στους επαγγελματίες ψυχικής υγείας, με χαμηλό πλέον κόστος. Χρειάζεται όμως περαιτέρω εκπαίδευση των προσωπικών γιατρών/ειδικών γιατρών, για έγκαιρη ανίχνευση των προβλημάτων ψυχικής υγείας. Επίσης το σύστημα, δεν προωθεί την διεπαγγελματικότητα, αφού στον ιδιωτικό τομέα, ο κάθε επαγγελματίας εργάζεται κυρίως ως μονάδα και δεν καλύπτονται οι διεπαγγελματικές συναντήσεις με άλλους ειδικούς, προς κοινό χειρισμό περιστατικών. Βεβαίως, αυτά ισχύουν για τους δικαιούχους πολίτες.

Δυστυχώς, ευάλωτες ομάδες, όπως είναι οι αιτητές ασύλου ή ακόμα οι παράνομοι μετανάστες, δεν έχουν πρόσβαση στο ΓεΣΥ και καλύπτονται οι όποιες υγειονομικές τους ανάγκες από τον ΟΚΥΠΥ, με χρηματοδότηση από το υπουργείο Υγείας και οι υπηρεσίες ευτυχώς παρέχονται δωρεάν. Παρόλα αυτά, λόγω της συγκεκριμένης στελέχωσης στη Διεύθυνση των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας, που συντονίζω και των ολοένα αυξημένων αιτημάτων, δεν είναι στην παρούσα φάση εφικτό, να δημιουργηθούν επιπλέον υπηρεσίες προσαρμοσμένες στις γλωσσικές/πολιτισμικές ανάγκες των ομάδων αυτών, αν και γίνονται σημαντικές προσπάθειες διευκόλυνσής τους, από το υπάρχον προσωπικό. Να αναφέρω επίσης, ότι η εκπόνηση της πρώτης Εθνικής Στρατηγικής για τη Ψυχική Υγεία, καθώς και του τριετούς Σχεδίου Δράσης, έφερε στο ίδιο τραπέζι συζήτησης και συν-αποφάσεων, πολλούς φορείς από εμπλεκόμενα υπουργεία, ακαδημαϊκά ιδρύματα, επιστημονικές εταιρείες, συνδέσμους ασθενών φίλων και συγγενών ΜΚΟ, ειδικούς από βιωματική εμπειρία. Αποδείχθηκε ότι η προαγωγή της ψυχικής υγείας, δεν είναι υπόθεση και ευθύνη, μόνο του υπουργείου Υγείας, αλλά πολλών φορέων, εξ‘ ου και στο Σχέδιο Δράσεων, υπάρχουν κοστολογημένες δράσεις από διάφορα υπουργεία, που καλούνται βάσει χρονοδιαγραμμάτων, να υλοποιήσουν. Είναι καιρός λοιπόν, η ψυχική υγεία να εισαχθεί οριζόντια, σε όλες τις πολιτικές του κράτους». ΥΚΕ και παιδιά υπό τη φροντίδα του κράτους.

Πρόληψη και αντιμετώπιση στο επίκεντρο του Υφυπουργείου
Τη διαβεβαίωση ότι «το υφυπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας, θα συνεχίσει να εργάζεται με συνέπεια και αφοσίωση, για την πρόληψη και αντιμετώπιση της παιδικής φτώχειας, με στόχο μια κοινωνία χωρίς αποκλεισμούς, όπου κάθε παιδί, έχει ίσες ευκαιρίες να αναπτύξει τις δυνατότητες του», έδωσε στον χαιρετισμό του στο συνέδριο, ο γενικός διευθυντής του υφυπουργείου Γιάννης Νικολαϊδης. «Μέσα από κοινές δράσεις – πρόσθεσε – μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα ολοκληρωμένο οικοσύστημα κοινωνικής φροντίδας, που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του σήμερα και να προετοιμάζει το αύριο».

Στη δική της παρέμβαση, η πρώτη λειτουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών Νίκη Οδυσσέως, επικεντρώθηκε σε προγράμματα, που οι ΥΚΕ εφαρμόζουν για παιδιά υπό τη νομική φροντίδα του κράτους, ή που μεγαλώνουν σε οικογένειες υψηλού κινδύνου, με τις οποίες οι Υπηρεσίες έχουν συνεργασία. Είπε ότι μια σημαντική δράση στο πλαίσιο του εκσυγχρονισμού των ΥΚΕ, αφορά την αγορά υπηρεσιών από συνοδούς/μέντορες για παιδιά που βρίσκονται υπό τη γονική μέριμνα των ΥΚΕ και διαμένουν σε κρατικό σπίτι παιδικής και εφηβικής προστασίας, ή σε ανάδοχη οικογένεια και για παιδιά σε οικογένειες υψηλού κινδύνου, όπως και για άτομα με αναπηρίες, που διαμένουν σε κρατικά σπίτια των ΥΚΕ. Πρόσθεσε ότι από την έναρξη των συμβάσεων τον Δεκέμβριο 2023 μέχρι τον Οκτώβριο 2025, παγκύπρια, αξιοποιήθηκαν 35 συνοδοί/μέντορες για παιδιά υπό τη νομική φροντίδα των ΥΚΕ και για παιδιά σε οικογένειες υψηλού κινδύνου και εξυπηρετήθηκαν 54 περιπτώσεις. Στη βάση αυτή, προωθείται ο εκσυγχρονισμός της καταβολής χορηγημάτων, για τη συντήρηση παιδιών τοποθετημένων σε ανάδοχες οικογένειες, με απώτερο στόχο την αύξηση του ύψους των χορηγημάτων». Αναφέρθηκε επίσης, σε ένα άλλο σχέδιο των ΥΚΕ, για την οικονομική ενίσχυση των παιδιών υπό φροντίδα, μετά τα 18 τους χρόνια, για σκοπούς αποκατάστασης, που παρέχει σε κάθε δικαιούχο, οικονομική βοήθεια, μέχρι 25 χιλιάδων ευρώ, για σπουδές, επαγγελματική κατάρτιση, εκπαίδευση και αγορά οικιακού επαγγελματικού εξοπλισμού. Μέσα στο 2025, εξυπηρετήθηκαν μέχρι τώρα 42 παιδιά και αξιοποιήθηκε ποσό ύψους 115 χιλιάδων ευρώ». Να σημειωθεί πάντως στο σημείο αυτό, η αναφορά της Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού Έλενας Περικλέους, ότι «ιδιαίτερη ανησυχία, προκαλούν τα κενά στο θεσμό του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος, καθώς και στην ευρύτερη επιδοματική πολιτική. Παιδιά με αναπηρίες, παιδιά με μεταναστευτικό παρελθόν – πρόσθεσε – μένουν χωρίς ουσιαστική στήριξη, εξαιτίας διοικητικών αστοχιών και έλλειψης συντονισμού, ενώ υπάρχει ένα ακόμη σοβαρό ζήτημα, που είναι η ανυπαρξία κονδυλίων στον κρατικό προϋπολογισμό, που να αφορούν ειδικά, τον παιδικό πληθυσμό».










