Η απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) για την Οδηγία (ΕΕ) 2022/2041 σχετικά με τους επαρκείς κατώτατους μισθούς στην ΕΕ προκάλεσε και σχόλια από τους εργοδοτικούς φορείς της Κύπρου.
Τόσο το Κυπριακό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο (ΚΕΒΕ) όσο και η Ομοσπονδία Εργοδοτών και Βιομηχάνων (ΟΕΒ) χαιρέτισαν το σκεπτικό του Δικαστηρίου, επισημαίνοντας ότι η απόφαση ενισχύει την αυτονομία των κρατών μελών στον καθορισμό των μισθολογικών πολιτικών τους.
Υπενθυμίζεται πως το ΔΕΕ απέρριψε την προσφυγή της Δανίας για ακύρωση ολόκληρης της Οδηγίας, αλλά ακύρωσε δύο διατάξεις που έκρινε ότι συνιστούν υπέρβαση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης. Ειδικότερα, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι η υποχρέωση χρήσης συγκεκριμένων κριτηρίων για την αναπροσαρμογή των κατώτατων μισθών και η απαγόρευση μείωσης τους σε κράτη με μηχανισμό Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής (ΑΤΑ) αποτελούν απαράδεκτη παρέμβαση στον εθνικό καθορισμό αμοιβών.
Ακολουθούν αυτούσιες οι ανακοινώσεις των δύο εργοδοτικών οργανώσεων:
Ανακοίνωση ΟΕΒ
Η Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Οδηγία για Επαρκείς Κατώτατους Μισθούς και το Ύψος του Κατώτατου Μισθού ως ποσοστό του Εθνικού Διάμεσου Μισθού
Πρώτο: Η Απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ:
Με αφορμή την Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αναφορικά με την Προσφυγή της Δανίας που αξίωνε την ακύρωση του συνόλου της Οδηγίας (ΕΕ) 2022/2041 για επαρκείς κατώτατους μισθούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ομοσπονδία Εργοδοτών & Βιομηχάνων (ΟΕΒ) επισημαίνει τα εξής:
Στην Προσφυγή που άσκησε η Δανία, υποστήριξε ότι η Οδηγία παραβιάζει την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών, επειδή συνεπάγεται άμεση επέμβαση στον καθορισμό των αμοιβών εντός της Ένωσης και στο δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, ζητήματα για τα οποία αρμόδια είναι αποκλειστικά τα κράτη μέλη.
Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι η Οδηγία που στοχεύει στη θέσπιση ενός «επαρκούς» κατώτατου μισθού και στα 27 κράτη μέλη είναι έγκυρη, ακυρώνοντας όμως δύο από τις διατάξεις της επειδή «ισοδυναμούν με (απαγορευμένη από τις Συνθήκες) άμεση παρέμβαση του δικαίου της ΕΕ στον καθορισμό της αμοιβής» και συγκεκριμένα πλέον:
Πρώτο, διαγράφονται από την Οδηγία τα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα Κράτη Μέλη για αναθεώρηση των εθνικών κατώτατων μισθών και τα οποία αφορούν την αγοραστική δύναμη των κατώτατων μισθών, το κόστος διαβίωσης, το γενικό επίπεδο των μισθών, τον ρυθμό αύξησης των μισθών κ.λπ.
Δεύτερο, καταργείται η απαγόρευση μείωσης των εθνικών κατώτατων μισθών στα Κράτη Μέλη που εφαρμόζουν αυτόματο μηχανισμό τιμαριθμικής αναπροσαρμογής των κατώτατων μισθών. Δηλαδή επιτρέπεται να μειώνεται κιόλας ο Εθνικός Κατώτατος Μισθός αν συνδέεται με ΑΤΑ και ο πληθωρισμός είναι αρνητικός.
Ταυτόχρονα, στην Απόφαση του το Δικαστήριο προβαίνει σε εκτενείς αναφορές στα ουσιώδη ζητήματα που ρυθμίζει η Οδηγία και δίνει σαφείς ερμηνείες που ξεκαθαρίζουν τα ακόλουθα:
(α) Το όριο του 80% για κάλυψη από συλλογικές διαπραγματεύσεις νοείται μόνο ως δείκτης που ενεργοποιεί την υποχρέωση κατάρτισης σχεδίου δράσης από τα Κράτη Μέλη για προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για καθορισμό των μισθών. Σε καμία περίπτωση δεν επιβάλλεται ποσοστό κάλυψης 80% από συλλογικές συμβάσεις.
(β) Η Οδηγία δεν επιβάλλει την προσχώρηση μεγαλύτερου αριθμού εργαζομένων σε συνδικαλιστικές οργανώσεις.
(γ) Η Οδηγία δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη να κηρύσσουν τις συλλογικές συμβάσεις ως υποχρεωτικές.
(δ) Σε σωρεία ρυθμίσεων τα Κράτη Μέλη υποχρεούνται να διασφαλίζουν τη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων, με απόλυτο σεβασμό στην αυτονομία των Οργανώσεων και στο δικαίωμά τους να διαπραγματεύονται και να συνάπτουν ελεύθερα και οικειοθελώς συλλογικές συμβάσεις.
Δεύτερο: Το ύψος και η επάρκεια του Εθνικού Κατώτατου Μισθού σύμφωνα με την Οδηγία της ΕΕ:
Σύμφωνα με την ίδια Οδηγία «τα Κράτη Μέλη χρησιμοποιούν ενδεικτικές τιμές αναφοράς για την εκτίμηση της επάρκειας των κατώτατων μισθών, όπως το 60% του ακαθάριστου διάμεσου μισθού και το 50% του ακαθάριστου μέσου μισθού».
Διευκρινίζεται ότι η Οδηγία σε καμία περίπτωση δεν επιβάλλει στις χώρες μέλη να καθορίσουν τον Εθνικό Κατώτατο Μισθό στα πιο πάνω ποσοστά.
Σύμφωνα με στοιχεία της 30ής Οκτωβρίου 2025 που δημοσιεύονται στην επίσημη ιστοσελίδα WAGE-UP.ETUC.ORG της ETUC, η συντριπτική πλειοψηφία των κρατών μελών έχουν Εθνικό Κατώτατο Μισθό πολύ χαμηλότερο του 60% του αντίστοιχου εθνικού διάμεσου και πολύ χαμηλότερο από το 50% του εθνικού μέσου μισθού, λαμβάνοντας υπόψη και τυχόν 13ο ή 14ο μισθό όπως είναι η περίπτωση της Ελλάδας.
Ως ποσοστό του εθνικού διάμεσου μισθού, το ύψος του Εθνικού Κατώτατου Μισθού είναι:
- στην Εσθονία 42%,
- στην Τσεχία 45%,
- στην Λετονία 46%,
- στην Κροατία 47%,
- στην Ολλανδία 48%,
- στην Λιθουανία και την Ελλάδα (με 14 μισθούς) 49%,
- σε Βέλγιο – Ουγγαρία – Ιρλανδία 50%,
- σε Γερμανία – Βουλγαρία – Σλοβακία 51%,
- σε Κύπρο και Ισπανία 53%,
- στο Λουξεμβούργο 54%.
- στη Μάλτα 55%
- στη Ρουμανία 57%
- σε Πολωνία και Πορτογαλία 59%
- στη Σλοβενία 61%
- στη Γαλλία 62%
- Σε Αυστρία, Ιταλία, Δανία, Σουηδία, Φιλανδία δεν υπάρχει εθνικός κατώτατος μισθός.
Η ΟΕΒ ξεκαθαρίζει ότι θα συμβάλει στην ορθολογική ρύθμιση του ύψους του Εθνικού Κατώτατου Μισθού με αντικειμενικά κριτήρια που θα διασφαλίζουν όχι μόνο την επάρκειά του, αλλά και θα προστατεύουν την ανταγωνιστικότητα της κυπριακής οικονομίας και τη βιώσιμη ανάπτυξη της χώρας.
Ανακοίνωση ΚΕΒΕ
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τη
Ευρωπαϊκή Οδηγία για την Επάρκεια των Κατώτατων Μισθών
Το ΚΕΒΕ επιθυμεί να πληροφορήσει τις επιχειρήσεις για τη χθεσινή απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τη Ευρωπαϊκή Οδηγία για την Επάρκεια των Κατώτατων Μισθών, συγκεκριμένα για τα τρία πιο κάτω σημεία.
Το Δικαστήριο της ΕΕ, με απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2025, ακύρωσε δύο συγκεκριμένες διατάξεις της Οδηγίας που συνιστούν απαράδεκτη παρέμβαση στον καθορισμό των μισθών των κρατών μελών.
Η μία διάταξη της Οδηγίας επέβαλλε στα κράτη μέλη με νομοθετημένο κατώτατο μισθό να χρησιμοποιούν υποχρεωτικά συγκεκριμένα κριτήρια κατά τον καθορισμό και την αναπροσαρμογή του. Το Δικαστήριο έκρινε ότι αυτή η ρύθμιση ενοποιεί τεχνητά τα εθνικά συστήματα και συνιστά ευθεία παρέμβαση στον καθορισμό αμοιβών.
Η δεύτερη διάταξη της Οδηγίας απαγόρευε τη μείωση του κατώτατου μισθού όταν εφαρμόζεται μηχανισμός Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής (ΑΤΑ). Το Δικαστήριο έκρινε ότι η απαγόρευση αυτή στερεί από τα κράτη το δικαίωμα να προσαρμόζουν τον μισθό προς τα κάτω σε περιόδους αποπληθωρισμού ή δημοσιονομικής ανάγκης, επιβάλλοντας δεσμευτική κατεύθυνση μισθολογικής πολιτικής, κάτι που υπερβαίνει την ενωσιακή αρμοδιότητα.
Το Δικαστήριο έκανε ξεκάθαρο ότι η Οδηγία ενθαρρύνει τις συλλογικές διαπραγματεύσεις μεταξύ των κοινωνικών εταίρων σε χώρες που η κάλυψη των συλλογικών συμβάσεων είναι κάτω του 80% και υποχρεώνει τα κράτη μέλη να εκπονήσουν σχέδιο δράσης με συγκεκριμένα μέτρα τα οποία να υποβοηθούν τις συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Στην Κύπρο υπάρχουν αρκετά μέτρα που υποβοηθούν τις συλλογικές διαπραγματεύσεις όπως είναι ο Κώδικας Βιομηχανικών Σχέσεων, ο Νόμος για την Αναγνώριση των Συνδικαλιστικών Οργανώσεων, ο περί Συντεχνιών Νόμος και η ρύθμιση των απεργιών στις ουσιώδεις υπηρεσίες.
Επίσης, το Δικαστήριο έκανε σαφές ότι δεν υποχρεώνονται τα κράτη μέλη να επιβάλουν την επέκταση των συλλογικών συμβάσεων όπως ισχυρίζονται οι συντεχνίες. Η Οδηγία απαιτεί την ενίσχυση του κοινωνικού διαλόγου αλλά δεν παραβιάζει την ελευθερία των μερών να μην συμβάλλονται ή να καθορίζουν μόνα τους τους όρους.









