Παρουσιάστηκαν σήμερα, μετά την ολοκλήρωση της Δράσης «ΑΘΗΝΑ», το σύστημα Drone Eye και το έργο «ΘΗΣΕΑΣ», στο στρατόπεδο Σταύρου Στυλιανίδη της ΧΧ Τεθωρακισμένης Ταξιαρχίας στον Κόρνο, γεγονός το οποίο σηματοδοτείτη νέα φάση τεχνολογικής ανάπτυξης της Εθνικής Φρουράς.
Στην παρουσίαση παρέστησαν, ο Υπουργός Άμυνας, Βασίλης Πάλμας, μέλη της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Άμυνας και ο Γενικός Διευθυντής του ΥΠΑΜ, Ερίκκος Ηλία.
Πρόκειται για δύο «σημαντικά έργα, το «ΘΗΣΕΑΣ» και το «DroneEyE», τα οποία αποτελούν απτά παραδείγματα του τρόπου με τον οποίο η εγχώρια επιστημονική έρευνα, η καινοτομία και η τεχνολογική ανάπτυξη μπορούν να μετατραπούν σε πολλαπλασιαστή ισχύος και δύναμη αποτροπής», ανέφερε κατά την ομιλία του ο Βασίλης Πάλμας.
Η σημερινή επίδειξη αποτέλεσε την πρώτη δημόσια παρουσίαση τέτοιου είδους τεχνολογίας στην Κύπρο, αναδεικνύοντας τον ρόλο της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας και την προοπτική συνεργασίας με την Εθνική Φρουρά σε έργα υψηλής τεχνολογίας.
Το έργο «ΘΗΣΕΑΣ»
Το έργο αναπτύχθηκε από κοινοπραξία κυπριακών εταιρειών και οντοτήτων. Συγκεκριμένα, στο έργο συμμετείχαν η Signal Generix, η 8Bells και τα κέντρα αριστείας CYENS και ΚΟΙΟΣ.
Ο προϋπολογισμός του έργου ανήλθε στις 530.000 ευρώ, από τις οποίες οι 450.000 αποτελούν χρηματοδότηση από το Υπουργείο Άμυνας, ενώ για την ανάπτυξη του χρειάστηκαν 28 μήνες.
Πρόκειται για ένα ολοκληρωμένο σύστημα, το οποίο προσφέρει λύσεις όπως: Η επίγνωση της κατάστασης στο πεδίο της μάχης, η ανίχνευση και ο εντοπισμός ραδιοεκπομπών, η ταυτοποίηση στόχου και εκτίμησης γεωτοποθεσίας, η υποστήριξη και η λήψη αποφάσεων. Το έργο διαθέτει επίσης σύστημα εικονικής πραγματικότητας και απεικόνισης μάχης, με τη χρήση τεχνητής νοημοσύνης.

Το σύστημα ΘΗΣΕΑΣ συνδέεται με πολλαπλούς αισθητήρες, όπως κάμερες, ραντάρ (φορητός ανιχνευτής ραδιοσυχνοτήτων), UAVs (drones), συστήματα παρακολούθησης εδάφους και αισθητήρες επικοινωνίας. Τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη πετούν σε καθορισμένες ζώνες και συλλέγουν εικόνες, βίντεο και σήματα από το πεδίο επιχειρήσεων, τα οποία μεταδίδουν σε πραγματικό χρόνο στο κέντρο επιχειρήσεων. Η συνεχής ροή δεδομένων επιτρέπει τη διαρκή επιτήρηση και την έγκαιρη ανίχνευση απειλών σε κρίσιμες περιοχές.
Τα δεδομένα αυτά εισάγονται σε ένα κεντρικό υπολογιστικό σύστημα, όπου λειτουργούν αλγόριθμοι τεχνητής νοημοσύνης (Computer Vision, Machine Learning και Deep Learning). Οι αλγόριθμοι αναγνωρίζουν και ταξινομούν στόχους, όπως οχήματα, άτομα ή drones, εντοπίζουν μη φυσιολογική δραστηριότητα ή ύποπτες κινήσεις και υπολογίζουν τροχιές, αποστάσεις και ταχύτητες. Με αυτόν τον τρόπο, το σύστημα μπορεί να εκδίδει αυτόματες προειδοποιήσεις για εισβολές ή ύποπτες κινήσεις σε περιοχές ενδιαφέροντος κάτι το οποίο μειώνει δραστικά τον χρόνο αντίδρασης.

Όλες οι πληροφορίες που συλλέγονται και αναλύονται συγχωνεύονται σε ένα ολοκληρωμένο γεωγραφικό σύστημα (GIS), το οποίο απεικονίζει σε χάρτη τις θέσεις φίλιων και εχθρικών μονάδων. Μέσω αυτής της οπτικοποίησης, ο διοικητής διαθέτει μια πλήρη, δυναμική εικόνα του επιχειρησιακού περιβάλλοντος, σε πραγματικό χρόνο μέσω εφαρμογής εικονικής πραγματικότητας.
Με βάση τα δεδομένα και τις ειδοποιήσεις, το σύστημα προτείνει σενάρια αντίδρασης. Ο αξιωματικός επιλέγει την ενδεδειγμένη ενέργεια, η οποία μεταδίδεται άμεσα στις αντίστοιχες μονάδες.
Το σύστημα «Θησέας», βρίσκεται στην κλίμακα TLR7 ( δηλαδή έχει ολοκληρωθεί σε πρωτότυπη μορφή και έχει δοκιμαστεί επιτυχώς σε λειτουργικό περιβάλλον) και έχει τη δυνατότητα ταυτόχρονης ανίχνευσης άνω των 2.000 στόχων, ενώ έχει ήδη δοκιμαστεί σε τέσσερις στρατούς και έχει αγοραστεί από τρεις διαφορετικές χώρες.
Σύστημα Drone Eye για την αναχαίτηση μη επανδρωμένων αεροσκαφών
Το δεύτερο έργο της δράσης «ΑΘΗΝΑ» που παρουσιάστηκε ήταν το σύστημα Drone Eye, το οποίο αναπτύχθηκε από την κυπριακή εταιρεία Encorp, το Πανεπιστήμιο Frederick και το Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου.
Ο προϋπολογισμός του έργου ανήλθε στις 530.000 ευρώ, με χρηματοδότηση 450.000 από το ΥΠΑΜ. Για την ανάπτυξη του χρειάστηκαν 42 μήνες. Πρόκειται για ένα ολοκληρωμένο anti-drone σύστημα, επί οχήματος εξ ολοκλήρου κατασκευασμένο στην Κύπρο.
Έχει τη δυνατότητα παρακολούθησης στόχων και μπορεί να ενσωματωθεί σε ένα ευρύτερο σύστημα Διοίκησης και Ελέγχου (C2). Μάλιστα, κατά την επίδειξη παρουσιάστηκε και φορητό anti-drone όπλο, το οποίο αναπτύχθηκε παράλληλα.
Το «Drone Eye» επικεντρώνεται σε τεχνολογίες επιτήρησης και εξουδετέρωσης μη επανδρωμένων αεροσκαφών μικρής εμβέλειας. Το σύστημα διαθέτει ποικιλία αισθητήρων, κάμερες υψηλής ανάλυσης, θερμικές κάμερες, ραδιοσυχνοτικές ανιχνευτές (RF), και ραντάρ, τα οποία παρέχουν συνεχή ροή πληροφοριών για την ταυτότητα, την πορεία και τη συμπεριφορά των ιπτάμενων στόχων.

Τα σήματα και τα δεδομένα από τους αισθητήρες καταλήγουν σε ένα κεντρικό σύστημα επεξεργασίας. Παράλληλα, τρέχουν αλγόριθμοι τεχνητής νοημοσύνης για ανάλυση εικόνας και σχήματος πτήσης, που ταξινομούν στόχους, αναγνωρίζουν ασυνήθεις συμπεριφορές, όπως προσεγγίσεις σε ευαίσθητες ζώνες, και υπολογίζουν πιθανές τροχιές. Το σύστημα παρέχει ειδοποιήσεις σε πραγματικό χρόνο και προτεραιοποιεί περιστατικά με βάση το επίπεδο κινδύνου, επιτρέποντας στο προσωπικό να επικεντρωθεί στα πιο κρίσιμα συμβάντα.
Το Drone Eye σχεδιάστηκε για να ενσωματώνεται σε ευρύτερα συστήματα ασφάλειας και αντί-εναέριας άμυνας, προσφέροντας APIs και πρωτόκολλα ανταλλαγής δεδομένων με κέντρα ελέγχου, μέσα επικοινωνιών και άλλα συστήματα αισθητήρων.









