Τα «Ελεύθερα» παρουσιάζουν μικρές (και μεγάλες) αναμνήσεις ως αδημοσίευτα ενσταντανέ που μας είχε εμπιστευτεί η Αλεξία Παπαλαζάρου πριν από δύο χρόνια, όταν είχε αποφασίσει να εξομολογηθεί τις αλήθειες της, και να διαχωρίσει τη «δικαίωση» από την «εκδίκηση» και τη βαθιά πίκρα.
Η Αλεξία ήταν οι νεκροί της– ήταν τα αδικαίωτά της αδέλφια, κυρίως (των άγνωστών της απρόσωπων δολοφόνων- κατακτητών, αλλά και του συγκεκριμένου γνωστού· του φασίστα). Το αντιλαμβανόσουν αμέσως μπαίνοντας μέσα στο σπίτι της, πλάι σε κάτι άκτιστα (ακόμη) μεγάλα χωράφια του Γερίου («εσύ, κι ο ουρανός», της είχα πει γελώντας), πως δεν έμενε «μόνη» αν και κοιμόταν μόνη: «Συζούσαν» μαζί της, παρόντες σε κάθε ανάσα βημάτων, το μεγαλόσωμο σκυλί της (ως ζωντανός άνθρωπος κι αυτός, που έτρεχε συνεχώς ξοπίσω της), κι οι φωτογραφίες μέσα σε κορνίζα επάνω σε ένα τραπέζι, αλλά και οι κολλημένες στο ψυγείο της με μαγνητάκια, ανθρώπων που «συνομιλούσαν» και «ψιθύριζαν» ανάμεσα στις προτάσεις μας μας όση ώρα εκείνη αναφερόταν στον Κυριάκο και στον Σωτήρη της, στα αδέλφια της, στον Παπαλάζαρο και στην Αγαθονίκη, στους γονείς της, που έφυγαν με τον πιο βαθύ καημό· «γιατί;», «πότε;», «τόση αδικία, πώς μπόρεσαν;».
Για τον Σωτήρη την καθησύχαζε (τρόπος του λέγειν) το γεγονός πως «έπεσε» μαχόμενος, αλλά για τον μικρό… Για τον μικρό… Τον μικρό που άνοιξε το στόμα του, μπήκε το όπλο μέσα κι έκανε ένα μπαμ ακαριαία, από τον άνθρωπο που βεβαίως και ήξερε η Αλεξία ποιος είναι. «Τον συνάντησε κανείς από την οικογένειά σας, μετά το ‘73;», την είχα ρωτήσει τότε (ένα κομμάτι που είχαμε αποφασίσει να «κόψουμε» από τη δημοσιευμένη συνέντευξη, στην οποία μπορείτε να ανατρέξετε μέσα από το philenews, κι η οποία πραγματοποιήθηκε ενόψει της παράστασης «Η μάνα του», του Θεάτρου ΑντίΛογος).

«Φυσικά!», μου είχε απαντήσει αμέσως. «Δεν πέρασαν πολλά χρόνια από τότε». «Και τι έγινε;». «Ήταν ατάραχος! Είπε πως “…επαίζαμεν!”. Εντωμεταξύ υπήρχαν μάρτυρες γύρω, η δολοφονία δεν έγινε πίσω από κλειστές πόρτες– αλλά για “παραδειγματισμό”. Όλα ήταν καταγεγραμμένα στον φάκελο της υπόθεσης, ο οποίος δύο χρόνια μετά, το ’75, είπαν στον Παπαλάζαρο πως “χάθηκε”». Η Αλεξία ήξερε τα πάντα απέξω– το ονοματεπώνυμό του δολοφόνου, την οδό του, την οικογενειακή του κατάσταση, την προαγωγή που είχε στη δουλειά του, την Παφίτικη καταγωγή του (με όρκισε να μην τα πω ποτέ– «στον τάφο σου αυτά! Τι φταίνε τα παιδιά του; Τα εγγόνια του; Πού να ξέρουν για τον παππού τους που τα πηγαίνει σήμερα στη θάλασσα και παίζουν μαζί του στα πάρκα, πως κάποτε αυτός ο σημερινός παππούς σκότωσε εν ψυχρώ;».

Γιατί η Αλεξία, όπως και ο Παπαλάζαρος, όπως και η Αγαθονίκη, δεν ήθελαν ποτέ να εκδικηθούν – ήθελαν μόνο να δικαιωθούν· κι αυτό ήταν στάση ζωής και ύπαρξης προσανατολισμένης προς την (πραγματική, την απτή) ανθρώπινη αγάπη. Αυτήν που έχει αίμα που ρέει, και θέλει να το αφήσουν να υπερβεί και να συγχωρέσει.

Θα ακουστεί παράξενο, αλλά αυτές τις πέντε μέρες από την αναχώρηση της Αλεξίας, σκέφτομαι συνεχώς το σκυλί εκείνο που ξάπλωνε τη μέρα της συνάντησής μας στα πόδια μας, αυτό που ήδη την είχε φροντίσει στην αρρώστια της, που προσέτρεχε δίπλα της όπου κι αν πήγαινε, που με εκφόβισε κιόλας ως «ένας άγνωστος» που πέρασε την πόρτα και μπήκε στο σπίτι της «μάνας του» για να την προστατεύσει, που υπάκουε σε κάθε της κάλεσμα, που- όπως μου είχε εξομολογηθεί κι η ίδια- κοιμόταν πάντα πλάι της όσο ο καρκίνος θέριζε το κορμί μα όχι την ψυχή της παρηγορώντας την και χαϊδεύοντας το νεκρό από μαλλιά κεφάλι της, που της «μιλούσε» σα να ‘ταν ο άνθρωπός της, που τη διαπερνούσε εσώψυχα με το βλέμμα του, με τον τρόπο που την κοίταζε σα να ‘ταν εκείνη ο άγγελός του, λίγο προτού γίνει η Αλεξία πραγματικός άγγελος. Και επί της Γης (με το παράδειγμα της προσωπικότητάς της, που θα μείνει ανεξίτηλο για όσους την γνώρισαν και την αγάπησαν βαθιά) και εκτός Γης.

Σήμερα που η Αλεξία έχει πια μετουσιωθεί στο άυλο, ας ξέρει όποιος πήρε μαζί του εκείνο το σκυλί για να το φροντίζει στην απουσία της «μάνας» κι «αδελφής» του, πως μέσα του κατοικούν μόνιμα πέντε άνθρωποι: Η Αλεξία, που ήταν το άλλο του μισό, κι οι τέσσερεις εκείνες ψυχές που ήταν αξερίζωτες από την καρδιά της Αλεξίας Παπαλαζάρου· από γεννησιμιού της μέχρι και την τελευταία της εκπνοή, μέχρι και το τελευταίο της «αχ»…
Ελεύθερα, 9.11.2025










