Μια από τις πιο αμφιλεγόμενες και επιδραστικές προσωπικότητες της αμερικανικής πολιτικής των τελευταίων πενήντα ετών ήταν ο Ντικ Τσέινι, ο οποίος απεβίωσε σε ηλικία 84 ετών.
Από τα πρώτα του βήματα ως προσωπάρχης του Λευκού Οίκου τη δεκαετία του 1970, έως τον ρόλο του ως πανίσχυρου αντιπροέδρου στην κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους του νεότερου, ο Τσέινι άφησε ανεξίτηλο το αποτύπωμά του στη διαμόρφωση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής -ιδιαίτερα μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001.
Από το Λίνκολν στο Ουαϊόμινγκ
Ο Ρίτσαρντ Μπρους Τσέινι γεννήθηκε στις 30 Ιανουαρίου 1941 στο Λίνκολν της Νεμπράσκα. Ο πατέρας του εργαζόταν στο Υπουργείο Γεωργίας, ενώ η μητέρα του ήταν γνωστή αθλήτρια του σόφτμπολ τη δεκαετία του 1930. Στα 13 του χρόνια η οικογένεια μετακόμισε στο Κάσπερ του Ουαϊόμινγκ.
Το 1959, ο νεαρός Τσέινι εισήχθη στο Γέιλ με υποτροφία, όμως δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του. Ο ίδιος έχει παραδεχθεί πως η φοιτητική του ζωή περιστρεφόταν περισσότερο γύρω από την κατανάλωση μπίρας παρά από τα μαθήματα. Επιστρέφοντας στο Ουαϊόμινγκ, ολοκλήρωσε τελικά τις σπουδές του και απέκτησε μεταπτυχιακό στις πολιτικές επιστήμες.
Όταν ήρθε η ώρα της στρατιωτικής θητείας, κατά τη διάρκεια του Πολέμου του Βιετνάμ, ο Τσέινι εξασφάλισε σειρά αναβολών για σπουδές και, αργότερα, λόγω της εγκυμοσύνης της συζύγου του, Λιν. Αν και επικρίθηκε γι’ αυτό, ο ίδιος υποστήριζε ότι «συμμορφώθηκε πλήρως με τον νόμο» και ότι «θα υπηρετούσε αν επιστρατευόταν».
Η άνοδος στην Ουάσιγκτον
Ο Τσέινι γνώρισε για πρώτη φορά τον μηχανισμό εξουσίας της Ουάσιγκτον το 1968, εργαζόμενος στο Κογκρέσο. Εκεί συνάντησε τον Ντόναλντ Ράμσφελντ, ο οποίος θα γινόταν ο πολιτικός του μέντορας. Όταν ο Ράμσφελντ ανέλαβε καθήκοντα στην κυβέρνηση του Ρίτσαρντ Νίξον και αργότερα στο επιτελείο του προέδρου Τζέραλντ Φορντ, πήρε μαζί του τον νεαρό Τσέινι. Σε ηλικία μόλις 34 ετών, ο Τσέινι έγινε προσωπάρχης του Λευκού Οίκου, ένας από τους νεότερους που είχαν αναλάβει ποτέ αυτό το αξίωμα.
Απέφευγε τα προνόμια της θέσης του, κυκλοφορώντας με ένα παλιό VW Beetle και αποκτώντας τη φήμη ενός αποτελεσματικού και προσιτού πολιτικού.
Όταν ο Φορντ έχασε την προεδρία το 1976, ο Τσέινι επέστρεψε στο Ουαϊόμινγκ και εξελέγη βουλευτής. Κατά τη δεκαετία που ακολούθησε, ανέπτυξε τη φήμη ενός υπερσυντηρητικού ρεπουμπλικανού, υπέρμαχου των αυξημένων αμυντικών δαπανών και αντιπάλου κάθε μέτρου που θεωρούσε «απειλή για την ασφάλεια». Ξεχώρισε, ωστόσο, και για κάποιες αμφιλεγόμενες θέσεις -μεταξύ άλλων, την αντίθεσή του στην αποφυλάκιση του Νέλσον Μαντέλα, υπογραμμίζει το BBC.
Από το Πεντάγωνο στη Halliburton και ξανά στον Λευκό Οίκο
Το 1989, ο πρόεδρος Τζορτζ Χ. Μπους τον διόρισε υπουργό Άμυνας. Ήταν μια περίοδος ιστορικών ανακατατάξεων καθώς το Τείχος του Βερολίνου έπεφτε, η Σοβιετική Ένωση διαλυόταν, και οι Ηνωμένες Πολιτείες αναζητούσαν νέο ρόλο στον κόσμο.
Παρά τη σκληροπυρηνική του φήμη, ο Τσέινι μείωσε δραστικά τον στρατιωτικό προϋπολογισμό μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, αλλά παρέμεινε αποφασιστικός όταν ήρθε η ώρα της δράσης. Κατά τον Πόλεμο του Κόλπου το 1991, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην επιχείρηση «Καταιγίδα της Ερήμου» που οδήγησε στην εκδίωξη των ιρακινών δυνάμεων του Σαντάμ Χουσεΐν από το Κουβέιτ.
Μετά την ήττα του Μπους του πρεσβύτερου από τον Μπιλ Κλίντον, ο Τσέινι αποχώρησε από την πολιτική και ανέλαβε διευθύνων σύμβουλος της Halliburton, μιας από τις μεγαλύτερες εταιρείες εξοπλισμού και υπηρεσιών για τη βιομηχανία πετρελαίου.

Ο πιο ισχυρός αντιπρόεδρος στην ιστορία των ΗΠΑ;
Το 2000, ο Τσέινι επανήλθε στην πολιτική. Αρχικά είχε αναλάβει να βρει τον υποψήφιο αντιπρόεδρο για τον Τζορτζ Μπους τον νεότερο, αλλά ο ίδιος ο Μπους τού ζήτησε τελικά να αναλάβει το αξίωμα. Μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, ο Τσέινι αναδείχθηκε σε κεντρική φιγούρα του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», επισημαίνει το CNN σε δημοσίευμά του.
Ως βασικός αρχιτέκτονας της αμερικανικής απάντησης στις επιθέσεις, υποστήριξε την εισβολή στο Αφγανιστάν και, στη συνέχεια, στο Ιράκ, επιμένοντας ότι ο Σαντάμ Χουσεΐν κατείχε όπλα μαζικής καταστροφής. Ήταν υπέρμαχος του «προληπτικού» πολέμου και των «ενισχυμένων τεχνικών ανάκρισης», συμπεριλαμβανομένου του waterboarding (εικονικός πνιγμός), τις οποίες δικαιολογούσε ως απαραίτητες για την ασφάλεια της χώρας.
Ο Τσέινι μετέτρεψε την αντιπροεδρία σε ένα ισχυρό εκτελεστικό κέντρο εξουσίας, επηρεάζοντας άμεσα τη νομοθεσία και την κυβερνητική πολιτική.
Κατά τη διάρκεια της δεύτερης θητείας του Μπους, η επιρροή του Τσέινι άρχισε να φθίνει. Η αποτυχία εύρεσης όπλων μαζικής καταστροφής στο Ιράκ, οι κατηγορίες για κακομεταχείριση κρατουμένων και αμφιλεγόμενα συμβόλαια της Halliburton έπληξαν σοβαρά το κύρος του.
Το 2005, ο στενός του συνεργάτης Λιούις «Σκούτερ» Λίμπι καταδικάστηκε για ψευδορκία σε υπόθεση διαρροής της ταυτότητας πράκτορα της CIA. Ένα χρόνο αργότερα, ο Τσέινι βρέθηκε στο επίκεντρο ενός παράξενου επεισοδίου όταν πυροβόλησε κατά λάθος έναν φίλο του στο κυνήγι με αεροβόλο όπλο. Το περιστατικό έγινε αντικείμενο σατιρικών σχολίων και πολιτικών επιθέσεων.
Η καρδιακή του υγεία επιδεινωνόταν και το 2012 υπεβλήθη σε μεταμόσχευση καρδιάς, η οποία του χάρισε περισσότερα από δέκα επιπλέον χρόνια ζωής.

Η κόντρα με τον Τραμπ και το «διαζύγιο» με τους Ρεπουμπλικάνους
Μετά την αποχώρησή του από τον Λευκό Οίκο το 2009, ο Τσέινι παρέμεινε ενεργός στην πολιτική σκηνή. Επέκρινε συχνά την κυβέρνηση Ομπάμα, ιδίως για την πρόθεσή της να κλείσει το Γκουαντάναμο και να περιορίσει τις εξουσίες των υπηρεσιών ασφαλείας. Ωστόσο, στη δεκαετία του 2010, η στάση του απέναντι στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα άλλαξε δραματικά.
Η άνοδος του Ντόναλντ Τραμπ τον βρήκε αρχικά επιφυλακτικό, αλλά σύντομα εξελίχθηκε σε έναν από τους πιο δριμείς επικριτές του πρώην προέδρου. «Σε όλη την ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών, δεν υπήρξε ποτέ κάποιος που να αποτελεί μεγαλύτερη απειλή για τη δημοκρατία μας», είχε δηλώσει χαρακτηριστικά.
Υποστήριξε δημόσια την κόρη του, Λιζ Τσέινι, όταν εκείνη αντιτάχθηκε στον Τραμπ μετά τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου 2021. Το 2024, δήλωσε ότι θα ψήφιζε την Κάμαλα Χάρις στις προεδρικές εκλογές, μια απόφαση που σόκαρε τους Ρεπουμπλικανούς και επιβεβαίωσε τη ρήξη του με το κόμμα του.
Ο Ντικ Τσέινι υπήρξε πολιτικός γεμάτος αντιφάσεις. Υπερσυντηρητικός σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας, αλλά υποστηρικτής του δικαιώματος στον γάμο των ομοφυλοφίλων. Σκληρός διαπραγματευτής και χωρίς φόβο να δουλεύει ακατάπαυστα στο παρασκήνιο για να υλοποιήσει την ατζέντα του.
Ο Ντικ Τσέινι υπήρξε μια από τις πιο καθοριστικές φιγούρες της αμερικανικής εξουσίας στις αρχές του 21ου αιώνα και μοιραία έπαιξε σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση της διεθνούς πραγματικότητας, στοιχεία της οποίας είναι ορατά μέχρι και σήμερα.
iefimerida.gr










