Η πτώχευση δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως στίγμα ή τιμωρία, αλλά ως ευκαιρία επανεκκίνησης. Η νομοθεσία για την πτώχευση και την απαλλαγή από χρέη στοχεύει να επιτρέψει σε φυσικά πρόσωπα που αδυνατούν να ανταποκριθούν στις οικονομικές τους υποχρεώσεις να επανενταχθούν στην οικονομική ζωή, απαλλαγμένα από τα βάρη του παρελθόντος.
Μετά την απαλλαγή, ο πτωχεύσας αποκαθίσταται πλήρως, χωρίς να παραμένουν απαιτήσεις ή δικαιώματα των πιστωτών επί των παλαιών χρεών, εκτός αν συντρέχουν ειδικοί λόγοι, όπως απάτη ή δόλια συμπεριφορά. Η απαλλαγή, έτσι, λειτουργεί ως ουσιαστική δεύτερη ευκαιρία.
Η έννοια της απαλλαγής εισήχθη για να εξυπηρετήσει το σκοπό της κοινωνικής και οικονομικής επανένταξης. Δεν είναι απλώς μια νομική διαδικασία, αλλά ένα μέτρο κοινωνικής πολιτικής που επιδιώκει να ισορροπήσει το συμφέρον του οφειλέτη με αυτό των πιστωτών. Ο πτωχεύσας που έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του στη διαδικασία πτώχευσης, έχει δικαίωμα να απαλλαγεί και να συνεχίσει τη ζωή του χωρίς το βάρος των προηγούμενων οφειλών. Οι πιστωτές, από την άλλη, περιορίζονται μόνο στην ικανοποίηση μέσω της πτωχευτικής περιουσίας. Η μεταπτωχευτική καταδίωξη του οφειλέτη αντιβαίνει στη δημόσια τάξη και στις θεμελιώδεις αρχές του πτωχευτικού δικαίου.
Η θέση του Εφετείου Κύπρου
Η πρόσφατη απόφαση του Εφετείου Κύπρου στην Π.Ε.117/2019 (ημερ. 8 Οκτωβρίου 2025) έρχεται να επαναβεβαιώσει τη νομική και κοινωνική διάσταση της απαλλαγής του πτωχεύσαντα. Το Δικαστήριο ξεκαθάρισε ότι η απαλλαγή παράγει πλήρη νομική αποδέσμευση του οφειλέτη από τις προηγούμενες υποχρεώσεις του. Κανένας πιστωτής δεν δικαιούται να εγείρει ή να αναζωπυρώνει αξιώσεις που είχαν δημιουργηθεί πριν την πτώχευση. Η απόφαση στηρίζεται στην αρχή της «νέας αρχής», η οποία κατοχυρώνεται τόσο στη νομολογία, όσο και στη θεωρία, υπογραμμίζοντας ότι η πτώχευση αποτελεί μηχανισμό εξυγίανσης και όχι δια βίου ποινή.
Επιπλέον, το Εφετείο υπογράμμισε ότι η απαλλαγή δεν είναι προνόμιο, αλλά νόμιμο δικαίωμα του πτωχεύσαντα, εφόσον έχει συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του και δεν έχει ενεργήσει δολίως. Οποιαδήποτε απόπειρα εκτέλεσης, εγγραφής ή αναζήτησης χρέους που έχει απαλλαγεί θεωρείται νομικά άκυρη και αντιβαίνει στη δημόσια τάξη. Η δικαστική κρίση αυτή επιβεβαιώνει τον κοινωνικό σκοπό του θεσμού, να προσφέρει ένα πλαίσιο οικονομικής αποκατάστασης και να ενισχύσει τη σταθερότητα της αγοράς μέσω της αποκατάστασης εμπιστοσύνης του πολίτη.
Νομοθετικές πρόνοιες
Η διαδικασία απαλλαγής προβλέπεται στον περί Πτώχευσης (Τροποποιητικό) Νόμο του 2015 (Ν.61(I)/2015) και επιτρέπει στον πτωχεύσαντα, μετά από τη συμπλήρωση τριών χρόνων από την ημερομηνία έκδοσης του διατάγματος πτώχευσης και εφόσον δεν έχει τελέσει πράξεις που συνιστούν δόλο ή απάτη, να απαλλαγεί από τις οικονομικές του υποχρεώσεις. Η απαλλαγή δεν είναι αυτόματη, απαιτείται αίτηση και απόφαση του Δικαστηρίου, το οποίο εξετάζει τη συμπεριφορά του οφειλέτη και αν συντρέχουν λόγοι που καθιστούν δίκαιη την αποκατάστασή του.
Η κεντρική ιδέα της απαλλαγής είναι η λεγόμενη δεύτερη ευκαιρία, να δοθεί δηλαδή στο άτομο η δυνατότητα να ξαναρχίσει, να δραστηριοποιηθεί εκ νέου, να εργαστεί και να συμβάλει παραγωγικά στην οικονομία. Είναι άδικο και αντικοινωνικό να παραμένει ένας άνθρωπος σε διαρκή οικονομική εξορία για χρέη του παρελθόντος, όταν έχει επιδείξει διάθεση συνεργασίας και εντιμότητα.
Από την άλλη πλευρά, η νομοθεσία προβλέπει εξαιρέσεις στην απαλλαγή, όπως χρέη που προκύπτουν από δόλιες ή παράνομες ενέργειες, πρόστιμα, ή υποχρεώσεις διατροφής. Έτσι, διασφαλίζεται ότι το δικαίωμα στη δεύτερη ευκαιρία δεν καταχράται, αλλά απονέμεται μόνο σε εκείνους που την αξίζουν πραγματικά.
Η απαλλαγή έχει και πρακτικές συνέπειες, ο πτωχεύσας αποκτά εκ νέου τη δυνατότητα να έχει τραπεζικούς λογαριασμούς, να συμμετέχει σε εταιρείες, να συνάπτει συμβάσεις και να δραστηριοποιείται επιχειρηματικά. Δηλαδή, επανέρχεται στην οικονομική ζωή χωρίς τον περιορισμό που επέβαλε η πτώχευση. Αυτό δεν σημαίνει ότι διαγράφονται οι ευθύνες του παρελθόντος, αλλά ότι του δίνεται η ευκαιρία να επανακτήσει την αξιοπρέπεια και την οικονομική του ανεξαρτησία.
Ευρωπαϊκή Οδηγία
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η Ευρωπαϊκή Οδηγία (ΕΕ) 2019/1023 για την αναδιάρθρωση και τη δεύτερη ευκαιρία ενισχύει την ανάγκη τα κράτη μέλη να προβλέπουν μηχανισμούς απαλλαγής φυσικών προσώπων, ώστε να ενθαρρύνεται η επιχειρηματικότητα και η καινοτομία. Η Κύπρος, με την ενσωμάτωση της Οδηγίας αυτής, επιβεβαιώνει τη δέσμευσή της σε ένα σύγχρονο και ανθρώπινο πλαίσιο αφερεγγυότητας.
Η κοινωνία έχει να κερδίσει όταν οι πολίτες της δεν εγκλωβίζονται στο παρελθόν. Η οικονομική αποκατάσταση του πτωχεύσαντος σημαίνει επιστροφή ενός ενεργού μέλους στην παραγωγή, στη φορολογία, στην κατανάλωση. Η πτώχευση, λοιπόν, πρέπει να ιδωθεί όχι ως τέλος, αλλά ως νέο ξεκίνημα.
* Δικηγόρος στη Λάρνακα










