Ο Διονύσης Σαββόπουλος έφυγε χθες, Τρίτη 21 Οκτωβρίου, στα 81 του χρόνια, για το μεγάλο ταξίδι, αφήνοντας πίσω του ένα τεράστιο κενό, αλλά και μια ανεκτίμητη παρακαταθήκη. Ήταν ένας από τους ελάχιστους καλλιτέχνες που κατάφεραν να ενώσουν γενιές ανθρώπων μέσα από τους στίχους τους.
Ονειροπόλος, αισιόδοξος, από εκείνους τους ανθρώπους που βλέπουν πάντα το ποτήρι μισογεμάτο. Τον Απρίλιο του 2023, περίπου δύο μήνες μετά το δυστύχημα στα Τέμπη, ο μεγάλος τραγουδοποιός παραχώρησε μια σπάνια συνέντευξη στον δημοσιογράφο Γιάννη Χατζηγεωργίου για τον Φιλελεύθερο κι ακόμη και μέσα σε εκείνη τη μαύρη περίοδο, εκείνος έβλεπε ηλιαχτίδα φωτός.
«Όλοι αισθανθήκαμε ότι διαλύεται το σύμπαν, πως δεν υπάρχει τίποτα. Κι όμως. Όλη η Λάρισα έτρεξε να δώσει αίμα, άνοιξαν τα νοσοκομεία μέσα στη μαύρη νύχτα, οι γιατροί και οι νοσοκόμοι που δεν είχαν βάρδια σηκώθηκαν απ’ τα κρεβάτια τους και υπερέβησαν εαυτούς…… Αυτά τα πράγματα, αγαπητέ μου, έχουν αξία! Λες «βρε παιδί μου, να, υπάρχει το καλό! Εμείς θα νικήσουμε, δεν θα νικήσει το χάος!» ανέφερε.
Στην συνέχεια παραδέχεται στον Γιάννη Χατζηγεωργίου ότι ήταν αισιόδοξος από τη δεκαετία του 60 όταν άρχισε να γράφει. «Μολονότι ήταν μια αρκετά δύσκολη περίοδος. Γιατί τα πράγματα ήρθαν έτσι που τσακώθηκα με τον μπαμπά μου, που σηκώθηκα κι έφυγα απ’ το σπίτι και ήρθα στην Αθήνα μ’ αυτό το φορτηγό– που λέω και στον δίσκο. Αλήτευα. Στα παγκάκια κοιμόμουνα. Κι όμως, αγαπητέ μου, ένιωθα το χέρι του Θεού επάνω μου, στην πλάτη μου, να μου λέει: “Καλά πας, προχώρα!“».
Τι κι αν το 1967, επί Χούντας, βρέθηκε στο κελί της φυλακής εκείνος μέσα σε εκείνες τις συνθήκες, όπως έλεγε ο ίδιος, κατάφερε «να ασχοληθεί με κάτι ωραίο και υψηλό». Έτσι γεννήθηκε το «Δημοσθένους Λέξις», ένα από τα πιο προσωπικά και διαχρονικά τραγούδια του.
Σε όλη τού τη ζωή, ο Σαββόπουλος έβρισκε (ή δημιουργούσε) κάτι όμορφο. Γιατί όπως έλεγε, θυμούμενος τα λόγια του Γέροντα Παΐσιου: «Τη μύγα και σ’ έναν ανθισμένο κήπο να την πας, θα ψάξει και θα βρει τη βρωμιά. Ενώ η μέλισσα και στο σκουπιδότοπο θα βρει ένα λουλουδάκι. Εγώ θέλω να είμαι μέλισσα. Να ψάχνω το λουλουδάκι».
Η Άσπα, το κορίτσι που του έφερνε φαγητό στη φυλακή.
«Ήμουνα 22-23 χρόνων. Και αποφάσισα και να κάνω αυτή τη δουλειά και να παντρευτώ το κορίτσι που μου έφερνε φαγητό κάθε μέρα…Στην Ασπούλα χρωστάω πάρα πολλά, όπως και στα παιδιά μου – με στήριξε πάρα πολύ η οικογένειά μου. Όλα τα χρόνια. Και περάσαμε και δύσκολες εποχές, δεν ήταν τα πράγματα εύκολα» εξομολογείται στον Γιάννη Χατζηγεωργίου.
Οι δυο τους παντρεύτηκαν στις 28 Οκτωβρίου 1967, ανήμερα της εθνικής επετείου, λίγους μήνες μετά τη σύλληψή του από το καθεστώς της Χούντας. Από τότε έμειναν αχώριστοι για σχεδόν έξι δεκαετίες. Μαζί απέκτησαν δύο γιους, τον Κορνήλιο και τον Ρωμανό.