Ο Φώτης Γεωργίδης, ο άνθρωπος που μας «έμαθε» να παρακολουθούμε την Κυπριακή μυθοπλασία αλλιώς, μιλά στο «TvMania» για τη δική του «Μπέμπα».
Για όποιον διαβάζει μία μικρή περίληψη σε ό,τι αφορά στη νέα σου σειρά, «Μπέμπα», θα ξαφνιαστεί: Πώς εμπνεύστηκες αυτή την ιστορία των μαφιόζων και τους ανταγωνισμούς μεταξύ τους, οι οποίοι μάλιστα δραστηριοποιούνται στην Κύπρο;
Γιατί, σαν Κύπρος είμαστε παρακατιανοί; Η ιστορία έδειξε ότι έχουμε τους πιο τέλειους μαφιόζους. Καλύτερους από αυτούς του εξωτερικού. Ακόμα και από αυτούς που παίζουν στις ταινίες. Υπάρχουν και μαφιόζοι με γραβάτες και κουστούμια μορφωμένοι, αλλά εμείς θα ασχοληθούμε με τους κανονικούς, που απλά βγάζουνε τα προς το ζην. Τώρα, για να απαντήσω στην ερώτηση σου, οι συνθήκες εμπνέουν. Τα πάντα μπορεί να σε εμπνεύσουν. Ακόμα και μια μύγα που έτυχε να καθίσει πάνω σε μια πατάτα, σε ένα τραπέζι που βρέθηκα πριν από πολλά χρόνια, και ο τύπος απλά την έδιωξε απαλά, πήρε την πατάτα και την έφαγε και είπε μια ατάκα που με έκανε και γέλασα. Η ατάκα ερέθισε την φαντασία μου και γέννησε και μια άλλη δεύτερη και μια τρίτη. Μετά άρχισα να μελετώ τον τύπο που είπε την ατάκα. Μετά άρχισα να ακούω ιστορίες μαφιόζων. Μετά άρχισα να γράφω την σειρά. Άλλωστε, οι μαφιόζικες ταινίες πάντα μου άρεσαν!
Οι δικοί σου «μαφιόζοι» έχουν και ψήγματα καλοσύνης ή είναι οι αδίστακτοι μαφιόζοι -όπως τους έχουμε στο μυαλό μας από ταινίες του εξωτερικού- που μόνο κλέβουν, σκοτώνουν, μπλέκονται σε κομπίνες;
Πρόκειται για ένα μικρόκοσμο. Δεν βλέπουμε μόνο τις κομπίνες τους αλλά και την ανθρώπινή τους πλευρά, τις αδυναμίες τους, τα «σκοτάδια» τους. Πώς είναι με τα παιδιά τους τα εγγόνια τους. Πώς είναι στα φαγοπότια τους. Κάποτε κλαίνε. Διασκεδάζουν ή δειλιάζουν. Χάνουν τον έλεγχο. Είναι συνηθισμένοι άνθρωποι με ασυνήθιστη ζωή. Ένας άλλος κόσμος. Μάλλον, ένας κόσμος όπως τον αντιλαμβάνομαι εγώ, Ή όπως θα τον ήθελα. Ή όπως θα ήμουν εγώ, αν ήμουν μαφιόζος.
Ο τίτλος της σειράς οφείλεται σε ένα άλογο. Γιατί είναι τόσο σημαντικό αυτό το άλογο, η «Μπέμπα», στην πλοκή, στο σενάριο; Ή απλώς σου άρεσε το όνομα και το έδωσες τίτλο και στη σειρά;
Ο αρχικός τίτλος ήταν άλλος που πάλι είχε να κάνει με άλογο, αλλά για πολλούς και διάφορους λόγους, τόσο πρακτικούς όσο και σεναριακούς, κατέληξε σε «Μπέμπα». Είναι ένα άλογο κούρσας, ιδιοκτησία των αδελφών μαφιόζων. Αλλά η σημασία του αλόγου στη σειρά, παραμένει το ίδιο συμβολική: Ελευθερία, δύναμη, αφοσίωση, εμπιστοσύνη. Κάτι που συνήθως δεν τηρείται στους κύκλους αυτούς, αφού παίζονται συμφέροντα πάθη και εξουσία. Και αυτό έχει κάποιο ενδιαφέρον, πιστεύω.
Όπως συμβαίνει και με προηγούμενες σειρές σου, έτσι και μ’ αυτήν δεν «πατάς» στο εύκολο γέλιο, στο προφανές χιούμορ, αλλά μπαίνεις βαθύτερη στην ψυχοσύνθεση των πρωταγωνιστών σου ώστε να εκμαιεύσεις το χιούμορ από τον τηλεθεατή. Είναι ένα από τα ζητούμενά σου ως δημιουργός;
Δεν ξέρω αν έχω ζητούμενα. Δεν ξέρω καν τι θέλω να πω, για να λέμε την αλήθεια. Ούτε καν γιατί γράφω. Ίσως, αρχίζω να γράφω γιατί το βρίσκω διασκεδαστικό – και όπου με βγάλει. Μετά το ξαναδιαβάζω και το βρίσκω απαίσιο, το πετάω και το ξαναγράφω. Θα μπορούσα να το πετάξω και να μη ξαναγράψω τίποτα και να κάτσω να πιω μια μπίρα. Αλλά πρέπει να ζήσουμε (γελάει). Μετά σοβαρεύει λίγο η φάση και προσπαθώ να φτιάξω «κάτι που θα ήθελα να δω ως θεατής», όπως πολύ όμορφα το λέει και ο Ταραντίνο. Για παράδειγμα, κάτι που έχω δει ή ακούσει, το μεταποιώ σε σκηνή προσθέτοντας ή αφαιρώντας ανάλογα. Τώρα πού οδηγεί αυτό και με ποιο τρόπο, δεν το πολυσκέφτομαι. Όλα γίνονται κομμάτι κομμάτι. Και ενστικτωδώς.
Πλέον έχεις την δική σου σφραγίδα ως δημιουργός – όταν δούμε τα πρώτα λεπτά μίας νέας σειρά λέμε πως «αυτό είναι Γεωργίδης». Το αισθάνεσαι κι εσύ αυτό, ή μόνο οι «απέξω» το παρατηρούμε;
Δεν είναι κάτι που σκέφτηκα η αλήθεια είναι, και δεν είμαι σίγουρος αν ισχύει. Σίγουρα δεν υπάρχει παρθενογένεση. Όλοι από κάπου ερεθιζόμαστε. Ίσως από βιώματα, κάτι από που είδαμε. Ο χαρακτήρας μας διαμορφώνεται μέσα από τις εμπειρίες μας – το ίδιο θεωρώ και η Τέχνη του καθενός. Όσο πιο ανεπηρέαστος μένεις από άλλους δημιουργούς, και όσο πιο επηρεασμένος είσαι από την δίκη σου προσωπική εμπειρία ζωής, τόσο πιο ξεχωριστό θα είναι το έργο σου. Αλλά, και πάλι, θαύμασες κάτι, κλέψτο, αλλά κλέψτο καλά, κάνε το δικό σου. Να έχει την προσωπικότητα σου. Αυτό, ίσως, εννοείς «σφραγίδα»: Την προσωπική κατάθεση του καθενός στην δουλειά του. Ακόμα και το να αφήνεις, πολλές φορές, την δουλειά σου να σε συνεπάρει και να σε οδηγήσει όπου θέλει αυτή, έξω από «εσένα», καλό είναι. Απλά κάποτε πρέπει να τραβάς το σχοινί και άλλοτε να το αφήνεις όπου σε πάρει.
Ξέρεις πάντα σε ποιο σημείο θα γελάσει ο κόσμος; Σου είναι, με την εμπειρία τόσων χρόνων, «προβλέψιμο»; Ή, καμιά φορά, εκπλήσσεσαι ακόμη κι εσύ;
Ίσως υπάρχουν κάποια σημεία τόσο εξόφθαλμα που λες «εκεί θα γελάσει», ή «εκεί θα συγκινηθεί». Έχω πιάσει τον εαυτό μου στο μοντάζ να γελάει τόσο πολύ που να σπρώχνω τον μοντέρ να πέφτει απ’ την καρέκλα π.χ. Στο σετ με κοροϊδεύουν ότι γελάω μόνος μου με τα αστεία μου και δεν ξέρω πόσο καλό είναι αυτό – νιώθω ηλίθιος. Απ’ την άλλη, γελάω και είναι ωραία. Αλλά τυχαίνει και πολλές φορές που αλλιώς τα γράφεις, αλλιώς γυρίζονται, και εν τελεί αλλιώς καταλήγουν στον θεατή. Κι αυτή είναι η μαγεία της δουλειάς, πιστεύω.
Γιατί κάποιος να δει την «Μπέμπα», λοιπόν, Φώτη; Πώς θα με έπειθες να αφιερώσω λίγα λεπτά από το χρόνο μου για δω «τι έκανε αυτή τη φορά ο Γεωργίδης»;
Θα σου έλεγα μην αφιερώσεις ούτε ένα λεπτό (γελάει). Θέλω να πω, δεν θα έλεγα σε κανέναν να την δει – εντωμεταξύ, με ρωτάνε διάφοροι στον δρόμο: «ποτέ αρχίζει;», «5 Οκτωβρίου», «θα είναι ωραίο;», «θα δείξει». Αυτό μόνο μπορώ να πω. Δεν μου αρέσει να «ψαρεύω» τηλεθεατές. Κι είναι καλό να αφήνουμε την δουλειά μας να μιλάει για λογαριασμό μας. Κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να μας δει και κανείς δεν μας χρωστάει. Αν έχει η δουλειά μας κάτι ενδιαφέρον και όμορφο να πει, θα το πει.
Εσύ, με τι γελάς; Ως ένας άνθρωπος που έχει προσφέρει στο παρελθόν αφειδώς το γέλιο στους ανθρώπους, άλλο τόσο δύσκολο είναι για σένα να γελάσεις με μια κατάσταση, με κάτι;
Γελάω εύκολα, συνήθως με την έκπληξη. Με τα παιδιά μου. Γελάω με αυτό που δεν τόλμησα καν να σκεφτώ. Με το πηγαίο χιούμορ κάποιου – το απρόσμενο. Παλιά γελούσα πολύ λίγο. Τώρα γελάω όλο και πιο πολύ. Έγινα χάχας (γελάει). Αν και μου αρέσει να κάνω τους άλλους να γελούν, παίρνω περισσότερη ευχαρίστηση.
Όνειρό σου είναι να ταξιδέψεις την «Μπέμπα» και εκτός Κύπρου;
Αν έκανα όνειρα δεν θα με έφταναν δέκα ζωές. Δεν κάνω όνειρα. Δεν είμαι ρομαντικός. Κάνω απλά την δουλειά μου, όσο πιο καλά μπορώ, με τα δεδομένα που έχω, παλεύοντας πολλές φορές να δικαιολογήσω τα αδικαιολόγητα. Μαθαίνεις, προχωράς, αμφισβητείς, αποδεικνύεται ότι έχεις λάθος, σωστός. Όλα μέσα. Θέλει γερά στομάχια. Έχουμε άλματα να κάνουμε ως χώρα. Να γυρίσουμε το κουμπί του εγκεφάλου μας 180 μοίρες. Ίσως μικρές αναλαμπές να έχω, για πράματα που θέλω να κάνω, αλλά όχι όνειρα – όμως, το κάθε πράγμα στο καιρό του.
Και για το τέλος, υπάρχει κάποια σκηνή μέσα στην «Μπέμπα» που για τους χ ψ λόγους να είναι πολύ «δική» σου, πολύ προσωπική;
Το 70 % αυτών που γράφω είναι εμπειρίες, αλήθειες που έχω δει, που έχω ακούσει, παραποιημένες. Το υπόλοιπο 30% είναι μυθοπλασία και το plot που λέμε. Έτσι πιστεύω γίνεται, δεν αφήνω την προσωπική μου ζωή εκτός της δουλειάς. Ειδικά τις περιόδους της παιδικής μου ηλικίας. Αργότερα της εφηβείας και όσες εμπειρίας βιώσω ενδιαφέρουσες μετέπειτα.