Οι προβλέψεις των οικονομολόγων και αναλυτών που βλέπουν το φως της δημοσιότητας για το τι θα πράξει το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ στις 11 Σεπτεμβρίου, δεν είναι υπέρ των δανειοληπτών, αφού οι δόσεις τους δεν αναμένεται να μειωθούν. Προφανώς οι προβλέψεις ευνοούν τις τράπεζες, οι οποίες δεν θα υποστούν άλλες απώλειες στο επιτοκιακό τους εισόδημα.
Με τα μέχρι τώρα δεδομένα, φαίνεται πως έφτασαν στο τέλος τους οι μειώσεις των ευρωπαϊκών επιτοκίων, μετά από τις 8 διαδοχικές περικοπές κατά την περίοδο Σεπτεμβρίου 2024 – Ιουνίου 2025.
Θα είναι η δεύτερη συνεχόμενη συνεδρίαση της ΕΚΤ, μετά από αυτή του Ιουλίου, που το επιτόκιο καταθέσεων θα μείνει σταθερό στο 2%, μετά από έναν χρόνο μειώσεων, που ξεκίνησαν από το επίπεδο του 4%.
Στην πράξη σημαίνει ότι οι πελάτες των τραπεζών που είχαν επιτόκιο δανείου συνδεδεμένο με της ΕΚΤ ή με το Euribor έχουν δει σημαντικές μειώσεις, οι οποίες έχουν γίνει αισθητές στις δόσεις των δανείων τους. Για παράδειγμα, για ένα υπόλοιπο στεγαστικού δανείου €200.000, με περίοδο αποπληρωμής τα 20 χρόνια, η μείωση στη δόση λόγω των 8 διαδοχικών περικοπών μπορεί να μεταφράζεται στο ποσό των €270. Αν λάβουμε υπόψη ότι το υπόλοιπο δανείου είναι €100.000 και περίοδος αποπληρωμής τα 10 χρόνια, τότε η εξοικονόμηση στη μηνιαία δόση είναι περίπου στα €130.
Προς το παρόν, οι δανειολήπτες δεν προβλέπεται να δουν άλλες ελαφρύνσεις και, από τις δημοσκοπήσεις που έχουν γίνει μεταξύ των οικονομολόγων, οι περισσότεροι από τους ερωτηθέντες απάντησαν ότι σε αυτά τα επίπεδα (2% το βασικό παρεμβατικό επιτόκιο της ΕΚΤ) θα διατηρηθεί έως και το Δεκέμβριο του 2025.
Ωστόσο, ενώ για τα παλαιότερα δάνεια δεν αναμένονται υποχωρήσεις στις δόσεις, οι τράπεζες στις νέες χορηγήσεις που εγκρίνουν προσφέρουν ευνοϊκότερα επιτόκια, τόσο για επιχειρήσεις, όσο και για νοικοκυριά, με βάση τα στοιχεία που ανακοίνωσε πρόσφατα η Κεντρική Τράπεζα.
Όπως και να έχει, εφόσον επιβεβαιωθούν οι παραπάνω προβλέψεις, κερδισμένες θα είναι οι τράπεζες, καθώς τα κέρδη τους δεν αναμένεται να επηρεαστούν ουσιαστικά και αυτό ενισχύει τη στρατηγική τους επιβράβευσης των μετόχων με την άσκηση μερισματικής πολιτικής που είναι από τα βασικά πλάνα για την επόμενη τριετία.
Να σημειώσουμε ότι μέχρι τώρα το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ στις αποφάσεις για χαλάρωση ή όχι της νομισματικής πολιτικής λάμβανε υπόψη τον πληθωρισμό, τους εμπορικούς δασμούς και τις γεωπολιτικές εντάσεις.
Τώρα, στις ανησυχίες των αξιωματούχων της ΕΚΤ έρχεται να προστεθεί ένα νέο πρόβλημα λόγω της κρίσης στη Γαλλία, της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρωζώνης.
Την περασμένη εβδομάδα, η αναταραχή ώθησε το κόστος μακροπρόθεσμου δανεισμού της Γαλλίας στο υψηλότερο επίπεδό του από το 2011, όταν η ευρωζώνη κλονίστηκε από την κρίση χρέους.
Η Πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ εξέφρασε την περασμένη εβδομάδα την ανησυχία της για τους κινδύνους από μία κατάρρευση της γαλλικής κυβέρνησης, προειδοποιώντας ότι η πολιτική αναταραχή σε οποιαδήποτε χώρα της ευρωζώνης επιβαρύνει τις αγορές. «Οι πολιτικές εξελίξεις και η εμφάνιση πολιτικών κινδύνων έχουν προφανή αντίκτυπο στην οικονομία, στον τρόπο με τον οποίο οι χρηματοπιστωτικές αγορές αξιολογούν τον κίνδυνο χώρας, και ως εκ τούτου αποτελούν πηγή ανησυχίας για εμάς», δήλωσε σε ραδιοφωνική συνέντευξη.
Η ΕΚΤ θα δημοσιεύσει νέες προβλέψεις για την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό την Πέμπτη, αλλά οι αναλυτές αναμένουν μικρές αλλαγές σε σχέση με τις τελευταίες προβλέψεις της τον Ιούνιο.