Η πρώτη εικόνα που μας έρχεται στο μυαλό όταν ακούμε τη λέξη κοράλλι είναι συχνά ένα κόσμημα από κόκκινο κλαδάκι. Ή ένα μοτίβο σε κάποιο καλοκαιρινό φόρεμα ή ένα τραπεζομάντηλο, εμπνευσμένο από εξωτικά ταξίδια. Σπάνια – σχεδόν ποτέ – δεν σκεφτόμαστε ότι ο βυθός της Κύπρου έχει τα δικά του κοράλλια. Μπορεί να μην είναι τόσο θεαματικά, όσο τα τροπικά είναι όμως πολύτιμα! Κι αν τα παρατηρήσεις με ευαισθησία τότε είναι κι αυτά υπέροχα, πολύχρωμα, περίπλοκα – σαν έργα τέχνης των Fauve με την τόλμη του χρώματος και την ζωντάνια της φόρμας.
Στον βυθό της κυπριακής θάλασσας ζουν κοραλλιογενείς οργανισμοί όπως το Cladocora caespitosa – το μοναδικό σκληρό κοράλλι της Μεσογείου που σχηματίζει αποικίες. Σε βάθη από 1 έως 17 μέτρα, δημιουργεί μαξιλαροειδείς δομές που γίνονται καταφύγιο για ψάρια, γαρίδες, καρκινοειδή και μικροοργανισμούς. Πλάι του, μαλακά κοράλλια, γοργόνια, σπόγγοι και σπάνιοι πολύποδες συνθέτουν έναν βυθό που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τροπικούς παραδείσους – εκτός ίσως από την αναγνώριση που του αρμόζει.
Η θάλασσά μας φιλοξενεί αυτά τα κοράλλια στο Κάβο Γκρέκο, την Αγία Νάπα και την Πάφο. Κι όμως, οι περισσότεροι δεν ξέρουμε καν ότι υπάρχουν.
Ο πλανήτης εκπέμπει SOS κι εμείς;
Ο David Obura, κορυφαίος θαλάσσιος βιολόγος και επικεφαλής της διεθνούς επιστημονικής πλατφόρμας IPBES (Intergovernmental Science-Policy Platform on Biodiversity and Ecosystem Services), σε πρόσφατη συνέντευξή του στην εφημερίδα Guardian μίλησε για τη σιωπηλή παγκόσμια κατάρρευση των κοραλλιογενών οικοσυστημάτων. Την περιέγραψε ως «θάνατο από χίλιες πληγές»: μικρές πιέσεις που, σωρευτικά, οδηγούν στην αποσύνθεση πολύπλοκων θαλάσσιων κόσμων.
Αν και μιλούσε κυρίως για τον Ειρηνικό, την Καραϊβική και τον Περσικό Κόλπο, οι προειδοποιήσεις του αντηχούν ξεκάθαρα και στη Μεσόγειο. Οι ίδιες αιτίες που εξαφανίζουν ύφαλους στην Τζαμάικα και τη Μοζαμβίκη – υπερθέρμανση, ρύπανση, υπεραλίευση, οξίνιση – ενεργούν ήδη στη δική μας θάλασσα.
Τα θαλάσσια κύματα καύσωνα (marine heatwaves) που κατέγραψαν οι επιστήμονες τα τελευταία χρόνια στα νερά της Κύπρου προκάλεσαν μαζικούς θανάτους αποικιών του Cladocora, μειώνοντας τη βιοποικιλότητα και διακόπτοντας κρίσιμες τροφικές σχέσεις. Η Κύπρος πλήττεται και από λιγότερο ορατές απειλές, όπως τα χωρακατακτητικά ( ή εισβλητικά) είδη που έρχονται μέσω του Σουέζ και τρέφονται από τα τοπικά κοράλλια, εντείνοντας την οικολογική πίεση.

Μια αόρατη καταστροφή και μια κρυφή ομορφιά
Το χειρότερο είναι ότι αυτή η απώλεια δεν γίνεται αισθητή. Ούτε καν από εκείνους που κάνουν καταδύσεις. Τα κοράλλια της Κύπρου δεν είναι θεαματικά, δεν είναι Instagrammable. Είναι μικρά, δύσκολα να εντοπιστούν, σιωπηλά. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι πανέμορφα και πολύτιμα.
Η κατάρρευσή τους αφαιρεί την τρισδιάστατη δομή του βυθού, μειώνει τις τροφικές αλυσίδες, και τελικά στερεί τη θάλασσα από τις ίδιες της τις λειτουργίες. Δεν μιλάμε μόνο για οικολογική ζημιά. Μιλάμε και για οικονομική, αλιευτική, τουριστική και – ναι – αισθητική.
Τι γίνεται στην Κύπρο;
Παρά την έλλειψη ευρείας πληροφόρησης, η επιστημονική κοινότητα έχει ήδη ενεργοποιηθεί:
- Το Cyprus Marine and Maritime Institute CMMI, ηγείται πιλοτικού προγράμματος επαναφύτευσης του Cladocora caespitosa με πλωτές καλλιέργειες (floating coral nurseries) ανοικτά του Κάβο Γκρέκο και της Αγίας Νάπας. Το έργο αυτό αποτελεί μέρος του ευρωπαϊκού προγράμματος EFFECTIVE, στο οποίο το CMMI ηγείται του Pilot 4 για την αποκατάσταση του ενδημικού κοραλλιού στη νοτιοανατολική Μεσόγειο.
- Το Εργαστήριο Θαλάσσιας και Περιβαλλοντικής Έρευνας του ΤΕΠΑΚ συμμετέχει σε προγράμματα παρακολούθησης του Cladocora και άλλων κοραλλιογενών οργανισμών, αξιοποιώντας υποβρύχιες κάμερες και αισθητήρες θερμοκρασίας.
Ωστόσο, όλα αυτά παραμένουν σχεδόν αόρατα για το ευρύ κοινό. Ωστόσο δεν χρειάζεται να είμαστε επιστήμονες ή περιβαλλοντολόγοι για να συγκινηθούμε. Αρκεί να ξέρουμε ότι κάτι όμορφο, περίπλοκο και σπάνιο συμβαίνει κάτω από την επιφάνεια της θάλασσάς μας. Και πως, αν χαθεί, θα είναι μια σιωπηλή φτωχοποίηση του τόπου μας. Ο David Obura το είπε αλλιώς: «χρησιμοποιούμε τη φύση δωρεάν εδώ και αιώνες». Ίσως τώρα ήρθε η ώρα να της δώσουμε κάτι πίσω. Ίσως δεν χρειάζεται να της το ξεπληρώσουμε με μεγαλόστομες πράξεις. Αρκεί, ίσως, να αρχίσουμε να την παρατηρούμε.