Στην Κύπρο, το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας εντός των κατοικημένων περιοχών είναι τα 50 χιλιόμετρα την ώρα, εκτός αν υπάρχει ειδική σήμανση που το περιορίζει στα 30 χλμ/ώρα για λόγους αυξημένης ασφάλειας, όπως σε σχολικές ζώνες ή περιοχές με μεγάλη κίνηση πεζών.
Ανατρέχοντας όμως στην ιστορία της οδικής αστυνόμευσης, συναντάμε μια άκρως ενδιαφέρουσα ιστορική «πρώτη»: την πρώτη καταγεγραμμένη κλήση για υπέρβαση του ορίου ταχύτητας. Το γεγονός έλαβε χώρα όχι στην εποχή των υπερσύγχρονων αυτοκινήτων και των ραντάρ, αλλά στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν τα πρώτα μηχανοκίνητα οχήματα έκαναν δειλά-δειλά την εμφάνισή τους στους δρόμους.
Ο «πρωταγωνιστής» αυτής της ιστορικής στιγμής ήταν ο Βρετανός Γουόλτερ Άρνολντ, ένας από τους πρώτους αντιπροσώπους αυτοκινήτων στην Αγγλία. Την Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 1896, οδηγούσε το προσωπικό του όχημα, ένα Arnold-Benz Motor Carriage, στην περιοχή Paddock Green του Kent, με ταχύτητα που άγγιζε τα 13 χιλιόμετρα την ώρα. Για τα σημερινά δεδομένα, αυτή η ταχύτητα φαντάζει αστεία· ωστόσο, την εποχή εκείνη, το όριο ήταν αυστηρά καθορισμένο στα μόλις 3 χλμ/ώρα!
Η καταδίωξή του από την αστυνομία δεν είχε τίποτα το εντυπωσιακό – δεν έγινε με μηχανές ή περιπολικά, αλλά με ποδήλατο. Ένας αστυνομικός τον ακολούθησε και τον σταμάτησε, επιβάλλοντάς του το πρώτο πρόστιμο για παραβίαση ορίου ταχύτητας στην ιστορία. Το ποσό της κλήσης ήταν ένα σελίνι, το οποίο αντιστοιχούσε τότε σε έναν μηνιαίο μισθό ανειδίκευτου εργάτη. Με αυτό το ποσό μπορούσε να εξασφαλιστεί το φαγητό μιας τετραμελούς οικογένειας για μία έως δύο εβδομάδες. Συνολικά, με την προσφυγή και τα δικαστικά έξοδα, ο Άρνολντ πλήρωσε εννέα σελίνια.
Η υπόθεση πήρε διαστάσεις, όχι μόνο λόγω της παραβίασης του ορίου, αλλά και εξαιτίας των νομικών πλαισίων της εποχής, που αδυνατούσαν να καλύψουν τα νέα δεδομένα. Στις κατηγορίες που του απαγγέλθηκαν περιλαμβανόταν η χρήση «άμαξας χωρίς άλογα» – ένας όρος που φανερώνει τη δυσκολία του νομικού λόγου να περιγράψει το αυτοκίνητο. Επιπλέον, του αποδόθηκε και η ευθύνη ότι δεν υπήρχαν τουλάχιστον τρία άτομα που να συνοδεύουν το όχημα, όπως απαιτούσε ο νόμος για τις ατμοκίνητες ή ιππήλατες άμαξες. Η τρίτη κατηγορία ήταν φυσικά η υπέρβαση του ορίου ταχύτητας.
Ο δικηγόρος του Άρνολντ υποστήριξε πως οι νόμοι εκείνης της εποχής δεν είχαν προβλέψει την ύπαρξη μηχανοκίνητων οχημάτων αυτού του τύπου, επισημαίνοντας ότι αρκετά μέλη της κοινωνικής και οικονομικής ελίτ τα χρησιμοποιούσαν ήδη. Η αναφορά γνωστών ονομάτων έγινε με σκοπό να επηρεαστεί θετικά η κρίση των δικαστών, καθώς η υπόθεση θα μπορούσε να αποτελέσει νομικό προηγούμενο. Αυτό μας φέρνει στο περίφημο «Ποιοι είναι αυτοί;», φράση που καθιερώθηκε από ένα περιστατικό της δεκαετίας του 1960, όταν ένας δικαστής φέρεται να αναρωτήθηκε: «Ποιοι είναι οι Beatles;», υπογραμμίζοντας το χάσμα ανάμεσα στις γενιές και τις αντιλήψεις.
Η υπόθεση του Άρνολντ δεν ήταν απλώς μια παραβίαση κανόνων, αλλά μια ιστορική καμπή για την εξέλιξη της αυτοκίνησης. Εκείνη την περίοδο, στην Αγγλία υπήρχαν λίγες χιλιάδες αυτοκίνητα συνολικά. Ο Νόμος της Κόκκινης Σημαίας, που ίσχυε μέχρι τότε, απαιτούσε από έναν πεζό να προπορεύεται κάθε οχήματος κρατώντας μια κόκκινη σημαία για να προειδοποιεί τους περαστικούς. Αυτό αποτελούσε τροχοπέδη στην πρόοδο.
Η περίπτωση του Άρνολντ, ωστόσο, έθεσε τα θεμέλια για μια πιο λογική και ρεαλιστική θεώρηση της κυκλοφορίας. Σύντομα, το όριο ταχύτητας αυξήθηκε στα 22 χιλιόμετρα την ώρα, ενώ ο Νόμος της Κόκκινης Σημαίας καταργήθηκε.