«Δεν υπάρχει κανένα σενάριο στο οποίο, ο βορράς θα μετατραπεί σε ανεξάρτητο κράτος αναγνωρισμένο από τη διεθνή κοινότητα. Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί», τονίζει με κάθετο τρόπο ο Κόλιν Στιούαρτ, ο οποίος σε λίγα 24ωρα ολοκληρώνει την τετράχρονη θητεία του στην Κύπρο. Μιλώντας στον «Φ» με την ευκαιρία της συμπλήρωσης της θητείας του νησί ως ειδικός αντιπρόσωπος του ΓΓ ΟΗΕ, ο κ. Στιούαρτ προσθέτει και μια επισήμανση ως προς τους κινδύνους που εμπεριέχει η μη λύση: «Ο βορράς μετατρέπεται σε ντε φάκτο περιοχή με ένα στάτους ανάλογο με της Τουρκίας».
Υπογραμμίζοντας ότι ο χειρότερος εφιάλτης των Ελληνοκυπρίων είναι να έχουν ένα κοινό σύνορο με την Τουρκία. Παρουσιάζεται αισιόδοξος ότι οι Τουρκοκύπριοι θα επανέλθουν στη συζήτηση για λύση διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας και προσθέτει πως η δουλειά που έγινε έως και το 2017 δεν πήγε χαμένη. Ενώ αυτό που καταγράφει μετά από τέσσερα χρόνια στο νησί είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης ανάμεσα στις δύο πλευρές και η απροθυμία για συμβιβασμό.
– Ολοκληρώνεται η θητεία σας εδώ στην Κύπρο και συνάμα η υπηρεσία σας στα Ηνωμένα Έθνη. Τι είναι αυτό που κρατάτε τόσο από την υπηρεσία σας γενικά αλλά ειδικά από την εδώ παρουσία σας;
– Νομίζω αυτό που θυμάμαι περισσότερο είναι πως αυτοί που υποφέρουν περισσότερο όταν οι πολιτικοί δεν μπορούν να βρουν λύσεις είναι οι άνθρωποι. Και όταν κοιτάξεις παντού στον κόσμο είναι πάντα οι απλοί πολίτες που υποφέρουν. Οι πολιτικοί ηγέτες είναι αυτοί που κάνουν τους πολιτικούς υπολογισμούς για το τι είναι πρόθυμοι να συμφωνήσουν αλλά και σε τι δεν είναι πρόθυμοι να καταλήξουν σε μια συμφωνία. Υπάρχουν οι περιπτώσεις στις οποίες ο κόσμος εμπλέκεται στη σύγκρουση και υιοθετεί πολλές από τις σκληρές απόψεις. Είμαι ευχαριστημένος που το λέω, ότι αυτό δεν είναι το πρόβλημα στην Κύπρο.
Δεν βλέπω προβλήματα μεταξύ των απλών Κυπρίων. Όπως γνωρίζετε, χιλιάδες άνθρωποι διασχίζουν κάθε χρόνο τα σημεία διέλευσης, και ποτέ δεν ακούς για περιστατικά. Γνωρίζω πολλούς Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους που σχετίζονται μεταξύ τους και περνούν απέναντι και έρχονται σε επαφή. Το γνωρίζεις και το αισθάνεσαι ότι μεταξύ τους δεν υπάρχει εχθρότητα, αν και μπορεί να διαφωνούν σε ορισμένα πολιτικά ζητήματα.
Σε άλλα μέρη όμως τα πράγματα βρίσκονται στα άκρα, κάτι που μου προκαλεί εντύπωση είναι για το Ισραήλ και την Παλαιστίνη, όπου καμιά πλευρά δεν μπορεί να αναγνωρίσει τη δυστυχία που αισθάνεται η άλλη πλευρά. Και αντιλαμβάνεσαι ότι κάτι λάθος υπάρχει όταν κοιτάς ένα παιδί που έχει σκοτωθεί αλλά δεν αισθάνεσαι καμιά συμπάθεια γι’ αυτό, ανεξαρτήτως της πλευράς από την οποία προέρχεται αυτό το παιδί. Αθώοι άνθρωποι έχουν πεθάνει και στις δύο πλευρές, και συνεχίζουν να πεθαίνουν.
Στην Κύπρο, είναι αλήθεια, ότι άνθρωποι υπέφεραν και στις δύο πλευρές. Πιστεύω ότι υπάρχει αρκετό έργο που πρέπει να γίνει, να κουβεντιάσουν περισσότερο για το παρελθόν, γιατί εκτιμώ πως παράπονα του παρελθόντος είναι δικαιολογημένα.
Αυτό που σημειώνω σε σχέση με την Κύπρο είναι πως και στις δύο πλευρές υπάρχει το συναίσθημα πως «εμείς είμαστε η σωστή πλευρά και η άλλη είναι λάθος». Και όταν αυτό το συναίσθημα δημιουργεί ένα πλαίσιο για τους ηγέτες, τότε αυτοί έχουν μεγάλο πρόβλημα στο να προχωρήσουν σε συμβιβασμούς. Και τότε δεν μπορεί να υπάρξει λύση, δεν μπορεί να υπάρξει μια συμφωνία μέσω διαπραγματεύσεων. Πουθενά στον κόσμο δεν γίνεται κατορθωτό να επιτευχθεί συμβιβασμός όταν οι ηγέτες δεν είναι σε θέση να συμφωνήσουν. Μπορεί να μην είναι ό,τι καλύτερο, αλλά μπορεί να είναι κάτι που μπορούν όλοι ζήσουν με αυτό.
Αυτό που βλέπω στην Κύπρο είναι ότι οι ηγέτες είναι πολύ διστακτικοί στο να κάνουν τους όποιους συμβιβασμούς. Η εξήγηση που εγώ δίνω είναι πως λόγω της κουλτούρας ότι «εμείς είμαστε τα θύματα, εμείς είμαστε εκείνοι που υποφέραμε, είμαστε εμείς οι σωστοί και οι άλλοι έχουν λάθος». Και αυτό είναι κάτι που βλέπω και στις δύο πλευρές, με αποτέλεσμα να μην επιτρέπουν στους ηγέτες στο να προχωρήσουν στην κατάλληλη συμφωνία και να λύσουν το πρόβλημα.
– Πως κατά την άποψή σας αυτές οι προσεγγίσεις μπορεί να αλλάξουν, είναι θέμα εκπαίδευσης; Τι μπορεί να γίνει στην πράξη;
– Πηγαίνοντας πίσω στο 2017, το Συμβούλιο Ασφαλείας είχε καλέσει τις δύο πλευρές να επανεξετάσουν τα σχολικά βιβλία, γιατί οι ιστορικές αφηγήσεις διαιωνίζουν την εχθρότητα. Εγώ δεν ξέρω ποιο ιστορικό αφήγημα είναι αληθές και ποιο όχι, δεν είναι δουλειά μου. Αλλά υπάρχουν ειδικοί, υπάρχουν ακαδημαϊκοί που μπορούν να καθίσουν και να κάνουν αυτή τη δουλειά μαζί, και είναι κάτι που θα μπορούσε να γίνει. Αλλά έχει γίνει.
Όταν ακούς μια Ελληνοκύπρια και μια Τουρκοκύπρια να αφηγούνται τι έχουν περάσει, αυτομάτως συγκινείσαι και δεν μπορείς να αμφισβητήσεις το τι έχει περάσει ο άλλος. Και είναι κάτι που το είδα κι εγώ να συμβαίνει. Εμείς από πλευράς μας κάνουμε πολλή δουλειά φέρνοντας μαζί μέλη από την κάθε κοινότητα. Ο καθένας αφηγείται τη δική του ιστορία και δημιουργούν ένα δεσμό μεταξύ τους, γιατί αναγνωρίζουν ότι και οι δύο υπέφεραν. Νομίζω ότι υπάρχει χώρος για ένα τέτοιο δημόσιο διάλογο. Δεν χρειάζεται να συμφωνήσεις σε όλες τις πτυχές, αλλά νομίζω πως με το να ακούς και την άλλη πλευρά και να βλέπεις και την άλλη οπτική γωνία.
Πιστεύω ότι ένα από τα μεγάλα προβλήματα του Κυπριακού είναι αυτή η ακαμψία, αυτή η απροθυμία, να υπάρξει συμβιβασμός. Εμείς από πλευράς μας κάνουμε ό,τι μπορούμε για να βοηθήσουμε, προσπαθούμε να δημιουργήσουμε συνθήκες ώστε οι Κύπριοι να μπορούν από μόνοι τους να βρουν μια λύση. Δεν είναι ο ΟΗΕ που θα βρει τη λύση στο Κυπριακό πρόβλημα. Η δική μας αποστολή είναι να τους δώσουμε περισσότερο χώρο να το πράξουν από μόνοι τους.
Εκείνο που μου έκανε εντύπωση, ως ένας ξένος στο νησί, είναι πως ο ένας δεν αντιλαμβάνεται τις θέσεις του άλλου. Μπορεί ως άνθρωποι μεταξύ τους να έχουν επαφές, αλλά από την άποψη κατανόησης των πολιτικών εξελίξεων υπάρχει μεγάλη δυσπιστία. Φανταστείτε εάν αύριο ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις και υπάρξει συμφωνία. Εάν δεν υπάρξει αυτή η συμφιλίωση πως θα εφαρμόσεις τη συμφωνία; Εάν αφαιρέσεις την πράσινη γραμμή και ότι αρχίσουν να κινούνται, εάν υπάρχει δυσπιστία πως μπορεί να ξέρεις ότι η συμφωνία είναι βιώσιμη;
– Υπάρχει βεβαίως και μια παραδοξότητα στο Κυπριακό. Ενώ στο παρελθόν είχαμε τακτικές συναντήσεις και συνομιλίες ανάμεσα στους ηγέτες, ο κόσμος δεν είχε επαφή μεταξύ του. Τώρα που ο κόσμος συναντιέται και μιλά, δεν έχουμε συνομιλίες μεταξύ των ηγετών. Μπορεί αυτό να αλλάξει και να έχουμε και τα δύο;
– Νομίζω ότι ο λόγος που οι ηγέτες δυσκολεύονται να μιλούν μεταξύ τους είναι εξαιτίας αυτής της δυσπιστίας, για ιστορικούς λόγους. Και το να έχουν τον κόσμο να μιλάει μεταξύ τους, που συμβαίνει, νομίζω ότι βοηθά, έστω και αν δεν είναι όλοι που μιλούν μεταξύ τους. Όμως εάν δεν αλλάξει το αφήγημα ότι «εμείς είμαστε τα θύματα, δεν κάναμε κάτι λάθος, αυτοί είναι που φταίνε», τότε οι ηγέτες δεν θα καταφέρουν να συμβιβαστούν. Και αυτή είναι η νοοτροπία που εγώ βλέπω να υπάρχει ότι μιλούν οι ηγέτες. Είναι πολύ ευτυχισμένοι στο να κερδίσουν κάτι από τις διαπραγματεύσεις αλλά δεν είναι καθόλου έτοιμοι να δώσουν ο,τιδήποτε. Το βλέπω και από τους δύο ηγέτες. Κι αυτό είναι εκπληκτικό. Το βλέπουμε να συμβαίνει σε μικρά θέματα αλλά και σε μεγαλύτερα. Γι’ αυτό πιστεύω πως όταν ο κόσμος μιλά μεταξύ του τότε ανοίγει την πόρτα για μια μεγαλύτερη συζήτηση.
– Η Τουρκία και η τουρκοκυπριακή ηγεσία μιλούν ανοικτά πλέον για τη λύση «δύο κρατών». Πιστεύετε ότι υπάρχει δυνατότητα επιστροφής ή πλέον το Κυπριακό εισέρχεται σε μια νέα φάση;
– Δεν θεωρώ ότι είναι μη αναστρέψιμο. Πρώτα απ’ όλα δεν υπάρχουν πάρα πολλοί στο βορρά που λαμβάνουν τη λύση «δύο κρατών» στα σοβαρά. Ορισμένοι πολιτικοί υποστηρίζουν αυτή τη λύση και υπάρχει από πλευράς Άγκυρας μια ρητορική υποστήριξη. Αλλά να το ρωτήσεις, πώς θα γίνει αυτό; Δεν υπάρχει λύση «δύο κρατών». Δεν υπάρχει κανένα σενάριο με βάση το οποίο ο βορράς θα μετατραπεί σε ένα ανεξάρτητο κράτος αναγνωρισμένο από τη διεθνή κοινότητα – αυτό δεν πρόκειται να συμβεί.
Δύο είναι πιθανότητες: Είτε λύνουμε το Κυπριακό πρόβλημα και έχουμε μιας μορφής ένωση, ή κάποια διευθέτηση μεταξύ των δύο κοινοτήτων, είτε θα συνεχίσει αυτό που συμβαίνει ήδη, με τον βορρά σταδιακά να απορροφάτε στην Τουρκία. Ξέρουμε ότι οικονομικά και πολιτικά είναι ήδη εξαρτημένοι από την Τουρκία. Δεν θα έχουν άλλη επιλογή.
Βρίσκονται κάτω από εμπορικό εμπάργκο, μπορούν να εμπορεύονται μόνο με την Τουρκία, και ως εκ τούτου είναι πολύ εξαρτημένοι προς αυτή. Εάν λοιπόν δεν αλλάξει κάτι τότε ο βορράς σταδιακά θα απορροφηθεί από την Τουρκία. Δεν χρειάζεται η Τουρκία να προσαρτήσει τον βορρά, εάν δεν θέλει να έρθει σε σύγκρουση με την ΕΕ. Αφήνουν τα πράγματα να κυλήσουν και ο βορράς μετατρέπεται σε ντε φάκτο περιοχή με ένα στάτους ανάλογο με της Τουρκίας. Αυτό πιστεύω είναι ο χειρότερος εφιάλτης των Ελληνοκυπρίων. Να έχουν δηλαδή ένα σύνορο με την ίδια την Τουρκία στο νησί.
Εάν λοιπόν θέλουμε να αποφύγουμε αυτό το σενάριο, θα πρέπει να λύσουμε το Κυπριακό πρόβλημα. Και σ’ αυτό πιστεύω ότι όλοι μας συμφωνούμε πως αυτή είναι η καλύτερη λύση, οι δύο κοινότητες να καταλήξουν σε μια συμφωνία ότι θα ζήσουν μαζί. Αυτό είναι που θέλουμε αλλά ο χρόνος τρέχει.
Ένας από τους λόγους για τους οποίους πιστεύω ότι η κατάσταση είναι μη αναστρέψιμη είναι γιατί έχω ακούσει Τουρκοκύπριους εδώ στην Κύπρο αλλά και Τούρκους στην Τουρκία να δηλώνουν ότι η πόρτα δεν έχει κλείσει. Συνεχίζουν να είναι θυμωμένοι για το τι συνέβη το 2017. Αισθάνονται ότι είχαν εγκαταλειφθεί στο τραπέζι των συνομιλιών το 2017, ότι ήταν έτοιμοι για μια συμφωνία , ήταν έτοιμοι να συζητήσουν εδαφικές αναπροσαρμογές, να συζητήσουν τις εγγυήσεις. Αισθάνονται ότι εγκαταλείφθηκαν και γι’ αυτό ήταν διστακτικοί στο να επιστρέψουν πίσω στο τραπέζι. Γι’ αυτό και συνεχώς διερωτώνται εάν αυτή τη φορά [οι Ελληνοκύπριοι] σοβαρομιλούν και εάν θα υπάρξει μια καλή συμφωνία;
Εάν δούμε και τα γεγονότα, πόσες φορές δεν υπήρξαν ανακοινώσεις ότι θα ανοίξουν τα Βαρώσια, ή ότι η άλλη πλευρά θα προχωρήσει και θα ανεγείρει κάτι; Κάθε λίγους μήνες υπάρχει μιας μορφής ανακοίνωση.
Όταν ρώτησα γιατί συνεχώς αναφέρονται ότι θα κάνουν κάτι στα Βαρώσια, αλλά δεν κάνουν τίποτε, αυτό που μου είπαν στον βορρά είναι πως, ‘εάν αρχίσουμε πραγματικά να κτίζουμε στα Βαρώσια τότε σκοτώνουμε την προοπτική για μια λύση, και δεν έχουμε ακόμα φτάσει σ’ εκείνο το σημείο’.
Κάποια στιγμή θα αποφασίσουν ότι αυτό τέλειωσε. Όμως μέχρι στιγμής, είμαι πεπεισμένος ότι η πόρτα είναι ακόμα ανοικτή, και γι’ αυτό πρέπει να δράσουμε γρήγορα και να αδράξουμε την κάθε ευκαιρία.

Αν γίνουν παραχωρήσεις μπορεί να επιτευχθεί συμβιβασμός
Υπάρχει η δυνατότητα οι Τουρκοκύπριοι να επιστρέψουν στη ΔΔΟ αλλά σε τι είδος ΔΔΟ και πως θα δουλέψει;
– Με συναντήσεις να πραγματοποιούνται τον Μάρτη, τον Ιούλιο, μετά τον Σεπτέμβρη και ύστερα προς το τέλος του χρόνου, πως μπορούν να κυλήσουν τα πράγματα προς τα εμπρός;
– Το πρόβλημα είναι οι «εκλογές», και πριν από αυτές δεν μπορεί να αναμένεται να γίνει κάτι. Ο κ. Τατάρ είναι πολύ επιφυλακτικός. Σε μια προεκλογική περίοδο ο κ. Τατάρ δεν θα προβεί σε οποιαδήποτε παραχώρηση η οποία αισθάνεται ότι θα του προκαλέσει ζημιά. Και ο κ. Χριστοδουλίδης από δικής του πλευράς είναι επιφυλακτικός, ενδεχομένως γιατί δεν θέλει να κάνει που θα επηρεάσει τις «εκλογές». Εκτιμώ ότι καμιά από τις πλευρές δεν σχεδιάζει να αναλάβει οποιαδήποτε μεγάλη πρωτοβουλία πριν από τις «εκλογές». Στη συνάντηση του Σεπτεμβρίου θα δουν τι μπορεί να προχωρήσει, αλλά θα πρέπει να αναμένεται μετά τις «εκλογές». Δεν θέλω όμως να ακούγομαι αρνητικός. Πιστεύω ότι το Κυπριακό μπορεί να λυθεί. Και πιστεύω πως εάν μπορούμε να βοηθήσουμε τους ηγέτες στο να ξεφύγουν από αυτή την αλλεργία στο να κάνουν παραχωρήσεις τότε μπορεί να πετύχουν συμβιβασμό.
– Η μία πλευρά δηλώνει πως υποστηρίζει λύση ΔΔΟ η οποία καθορίζεται από τα ψηφίσματα του ΟΗΕ και η άλλη υποστηρίζει κάτι άλλο που δεν υποστηρίζεται από τα ψηφίσματα.
– Αυτό είναι ένα πρόβλημα τα τελευταία χρόνια. Αλλά δεν είμαι πεπεισμένος ότι θα συνεχίσει έτσι. Εκτιμώ ότι υπάρχει η δυνατότητα οι Τουρκοκύπριοι να επιστρέψουν στη ΔΔΟ. Αλλά και πάλι υπάρχει πρόβλημα, τι είδος ΔΔΟ και πως θα δουλέψει; Όταν αναφέρομαι σε συμβιβασμό δεν εννοώ ένα συμβιβασμό ανάμεσα σε δύο απόψεις, αλλά τις πρακτικότητες, όπως για παράδειγμα το πως θα λειτουργήσει ο διαμοιρασμός εξουσίας, που είχαμε φτάσει πολύ κοντά τ0 2017. Πολλή από τη σκληρή δουλειά, όπως το πως θα λειτουργήσουν τα ζητήματα περιουσίας. Έγινε πάρα πολλή δουλειά.
– Μπορούν να συνεχίσουν οι συνομιλίες από εκείνο το σημείο;
– Είναι κι αυτό συνδεδεμένο με τη λύση «δύο κρατών». Αυτοί που υποστηρίζουν τη λύση «δύο κρατών» είναι εκείνοι που απορρίπτουν και την ιδέα στο να πάνε πίσω στο Κραν Μοντάνα. Εάν οι Τουρκοκύπριοι επιστρέψουν πίσω στην ιδέα της ΔΔΟ τότε όλη η καλή δουλειά που είχε γίνει θα βρίσκεται εκεί.
Υπάρχουν ορισμένα πολιτικά ζητήματα τα οποία χρίζουν αντιμετώπισης: διακυβέρνηση και διαμοιρασμός εξουσίας, και πως αυτό θα λειτουργήσει ώστε και οι δύο πλευρές να μπορούν να ζουν ευτυχισμένες. Υπάρχει βεβαίως και το θέμα της απόσυρσης στρατευμάτων, και πιστεύω ότι αυτό μπορεί να κυλήσει φυσιολογικά από την ώρα που ληφθεί απόφαση ότι θα πρέπει να αποσυρθούν.
Επιμένω ότι μπορεί να λυθεί. Αλλά μετά από τέσσερα χρόνια εδώ, δεν ξέρω εάν υπάρχει βούληση για να λυθεί. Υπάρχει αυτό το τεράστιο εμπόδιο: έλλειψη εμπιστοσύνης, απροθυμία για συμβιβασμό. Θα δούμε όμως.
Πρωτοβουλίες για να οικοδομηθεί εμπιστοσύνη και να κτιστεί δυναμική διαλόγου επί της ουσίας
Ο Κόλιν Στιούαρτ δηλώνει στο «Φ» πως κατανοεί την απογοήτευση του κόσμου γιατί οι ηγέτες δεν έχουν συνομιλήσει για το Κυπριακό και υποδεικνύει ότι χρειάζεται πρώτα να περπατήσεις και μετά να τρέξεις. Εντάσσει τις πρωτοβουλίες για ΜΟΕ στην όλη προσπάθεια για οικοδόμηση εμπιστοσύνης προκειμένου να δημιουργηθεί μια δυναμική που να οδηγήσει σε συνομιλίες επί της ουσίας. Εκτιμά ότι η κατάσταση είναι καλύτερη απ’ ότι ήταν πριν από μερικά χρόνια. Εκτιμά ότι είναι κομβικό σημείο η διαδικασία του Οκτωβρίου στα κατεχόμενα για την ανάδειξη του τουρκοκύπριου ηγέτη. Πιστεύει ότι είναι δυνατόν τα μέρη να μπορέσουν να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεωνκαι να αρχίσουν να εργάζονται για μια λύση. «Φυσικά είναι οι «εκλογές» στο βορρά που μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα», υποδεικνύει με νόημα. Ο κ. Στιούαρτ αναφέρει ότι ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ δεν μπορεί να πιέσει τις πλευρές να συνάψουν μια συμφωνία. Τονίζει ότι πρέπει να είναι μια ελεύθερη διαπραγμάτευση για να μπορέσουν από μόνες τους οι πλευρές να καταλήξουν σε μια συμφωνία, διαφορετικά δεν θα διαρκέσει. «Εάν μια πλευρά αναγκαστεί να πάει σε μια συμφωνία τι είναι αυτό που θα την κάνει να είναι ευτυχισμένη σε δύο χρόνια», διερωτάται.
– Πως κρίνετε τη συνεργασία σας με τους ηγέτες και από τις δύο πλευρές;
– Δεν έχω, πραγματικά, μια συγκεκριμένη άποψη για τα άτομα, προσπαθώ να κοιτάζω τη μεγαλύτερη εικόνα. Όταν κοιτάζω τη δουλειά που κάνουμε για να δημιουργήσουμε συνθήκες ώστε οι ηγέτες να μπορούν να φτάσουν σε συμφωνία, βλέπω ότι γίνεται μια πολύ καλή δουλειά με καλά αποτελέσματα, πολλή θετικότητα. Όμως αυτό δεν επηρεάζει τους ηγέτες.
Ξέρουμε, μετά από έρευνα που κάναμε, πως η πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων και η πλειοψηφία των Τουρκοκυπρίων αποδέχονται τη διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία. Μπορεί να μην είναι η πρώτη τους επιλογή αλλά την αποδέχονται. Όσον αφορά το βορρά σίγουρα αυτή δεν είναι η θέση της ηγεσίας τους, είναι όμως η θέση του κ. Χριστοδουλίδη. Όμως δεν βλέπουμε την προσπάθεια να επιτευχθεί, δεν βλέπουμε προθυμία να υπάρξουν σημαντικοί συμβιβασμοί ακόμα για και μικρά πράγματα, που θα μπορούσαν να οικοδομήσουν μια δυναμική.
Σίγουρα είμαστε σε πολύ καλύτερη θέση σήμερα απ’ ότι ήμασταν μερικά χρόνια πριν. Από το 2024 έχουμε μια νέα απεσταλμένη, έχουμε συναντήσεις, πρώτα τον Οκτώβρη του ’24 ανάμεσα στον ΓΓ και τους δύο ηγέτες, στη συνέχεια είχαμε τις δύο συναντήσεις 5+1 ενώ έπονται κι άλλες συναντήσεις. Ο κόσμος είναι απογοητευμένος γιατί ακόμα δεν έχουν μιλήσει για το Κυπριακό πρόβλημα, αυτό είναι κατανοητό. Αλλά πρέπει πρώτα να περπατήσεις πριν αρχίσεις να τρέχεις. Και με την ιδέα αυτών των πρωτοβουλιών για να οικοδομηθεί εμπιστοσύνη είναι για να κτιστεί μια δυναμική, ώστε τα μέρη να μπορέσουν να έρθουν στο τραπέζι και να αρχίσουν να εργάζονται για μια λύση.
Πιστεύω ότι αυτό είναι δυνατό. Φυσικά είναι οι «εκλογές» στο βορρά που μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα. Εκείνο όμως που με ανησυχεί είναι το κατά πόσο όταν βρεθούν στο τραπέζι των συνομιλιών οι ηγέτες θα είναι πρόθυμοι να κάνουν εκείνους τους συμβιβασμούς που είναι απαραίτητοι. Πρέπει όμως να είσαι θαρραλέος ηγέτης και να μπορείς να πεις «εντάξει για να πάρουμε αυτό που είναι καλό, να δώσουμε κάτι μικρό».
– Φαίνεται όμως ότι κανείς δεν είναι διατεθειμένος να κάνει αυτά τα θαρραλέα βήματα πριν καθίσει στο τραπέζι.
– Φοβάμαι πως εάν δεν ανοίξουν προηγουμένως το μυαλό τους δεν θα μπορέσουν να είναι θαρραλέοι όταν καθίσουν στο τραπέζι. Ελπίζω να κάνω λάθος. Αρκετά από τα ζητήματα που έχουμε συμφωνήσει μέχρι στιγμής είναι αδιαμφισβήτητα. Τα νεκροταφεία, η τεχνική επιτροπή για τη νεολαία, το περιβάλλον και η απομάκρυνση ναρκών δεν ήταν τόσο μεγάλα ζητήματα, αλλά στα δύσκολα έχουμε ακόμα πρόβλημα. Όπως είναι τα σημεία διέλευσης, όπου χρειάζεται να ληφθούν μερικές σκληρές αποφάσεις.
– Μπορεί ο ΟΗΕ να συμβάλει στο να λυθούν αυτά;
– Όχι. Το Κυπριακό πρόβλημα πρέπει να λυθεί από τους Κύπριους. Ο ΟΗΕ δεν μπορεί να πει στους Κύπριους πως να λύσουν το πρόβλημα ή τι πρέπει να κάνουν. Μπορούμε να τους ενθαρρύνουμε, μπορούμε να δημιουργήσουμε συνθήκες, να προσκαλέσουμε για να τα κάνουν όλα αυτά. Αυτό είναι που κάνουμε εδώ και 61 χρόνια. Αλλά, όχι, ο Γενικός Γραμματέας δεν μπορεί να πιέσει τις πλευρές για να συνάψουν μια συμφωνία. Πρέπει να είναι μια ελεύθερη διαπραγμάτευση και να μπορέσουν από μόνοι τους να καταλήξουν σε μια συμφωνία. Διαφορετικά δεν θα διαρκέσει. Εάν μια πλευρά αναγκαστεί να πάει σε μια συμφωνία τι είναι αυτό που θα την κάνει να είναι ευτυχισμένη σε δύο χρόνια; Δεν θέλεις απλώς μια συμφωνία. Θέλεις μια συμφωνία η οποία να είναι βιώσιμη και που να δημιουργεί ένα θετικό μέλλον για όλους τους Κύπριους και όλοι να την αγκαλιάσουν.
Νομίζω ότι ο ΓΓ έχει αφιερώσει πολύ από το χρόνο του, όταν σκεφτείς όλα τα προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει. Και έχει αφιερώσει πάρα πολύ χρόνο ιδιαίτερα για την Κύπρο, επειδή θα ήθελε να δει το πρόβλημα να λύνεται. Και είναι ένα πρόβλημα που μπορεί να λυθεί. Ο ΓΓ θα αδράξει την κάθε ευκαιρία για να δώσει ώθηση, και το κάνει σ’ αυτές τις συναντήσεις. Προσπαθεί να σπρώξει ελαφρά για να βοηθήσει. Δεν μπορεί να αναγκάσει τον οποιονδήποτε αλλά μπορεί να ενθαρρύνει. Γι’ αυτό και έχουμε αυτά τα αποτελέσματα στις συναντήσεις.
Ο ρόλος των εγγυητριών και της ΕΕ
Μεγάλο βήμα ότι δέχθηκε η Τουρκία να παρακαθίσει στη συνάντηση 5+1
– Πιστεύετε ότι οι εγγυήτριες δυνάμεις βοηθούν;
– Πιστεύω ότι οι καλές σχέσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία ήταν πολύ βοηθητικές. Όχι γιατί κάθονται και συζητούν για την Κύπρο – δεν το κάνουν, συζητήσουν για τα δικά τους διμερή ζητήματα που είναι πιο σημαντικά γι’ αυτές απ’ ότι η Κύπρος, αλλά γιατί όταν έχουν καλές σχέσεις, δεν θέλουν ο,τιδήποτε να τους τις χαλάσει. Ως εκ τούτου και οι δύο ασκούν την επιρροή τους και αυτό είναι βοηθητικό.
Αμφότερες έχουν δώσει τη στήριξή τους στις συναντήσεις 5+1. Ήταν ένα σημαντικό βήμα όταν συμφωνήθηκε για μια συνάντηση 5+1 τον Μάρτη. Δεν υπήρξε ανάλογη συνάντηση από το 2021. Και το γεγονός ότι η Τουρκία ήταν πρόθυμη να έρθει στο τραπέζι μαζί με τους Τουρκοκύπριους ήταν ένα μεγάλο βήμα. Και η Ελλάδα από πλευράς της υπήρξε πολύ υποστηρικτική, και οι σχέσεις της με την Τουρκία είναι εξίσου σημαντικές.
– Τι γίνεται με την ΕΕ; Είναι υποβοηθητική;
– Είναι περίπλοκο. Ως γνωστό οι Τουρκοκύπριοι και η Τουρκία δεν αισθάνονται ότι η ΕΕ εκπροσωπεί τα συμφέροντά τους. Υπάρχει μια δυσπιστία επειδή η Ελλάδα και η Κυπριακή Δημοκρατία είναι μέσα στην ΕΕ. Και η Κυπριακή Δημοκρατία έχει ορισμένες φορές χρησιμοποιήσει το ότι είναι μέλος της ΕΕ για να βάλει περιορισμούς προς την Τουρκία. Σίγουρα η Τουρκία θέλει την ΕΕ και η ΕΕ θέλει την Τουρκία, αλλά υπάρχει μια περίπλοκη σχέση. Αλλά κοιτάζοντας την ευρύτερη εικόνα, η ΕΕ έχει την ικανότητα να ενθαρρύνει την Τουρκία ότι έχουν κοινά συμφέροντα. Κι αυτή είναι μια σταθεροποιητική επιρροή προς το Κυπριακό.