Της Κάλλιας Καστάνη
Από τα πρώτα χρόνια της ελληνικής τηλεόρασης μέχρι σήμερα, η πεζογραφία υπήρξε ανέκαθεν μια πλούσια «δεξαμενή» ιστοριών – κυρίως διότι, σε πρώτη φάση, όταν υπήρχε μεγάλη ανάγκη για έτοιμη μυθοπλασία σπάνιζαν τα καλά, «ζουμερά» σενάρια και οι εκπαιδευμένοι «παραμυθάδες». Συνολικά, από το 1972 (οπότε προβλήθηκε η «Μαντάμ Σουσού» του Δημήτρη Ψαθά) μέχρι σήμερα, υπολογίζεται πως, έχουν μεταφερθεί στην μικρή οθόνη περισσότερα από 160 λογοτεχνικά έργα (!) – κάποια απ’ αυτά, μάλιστα, έγιναν τεράστιες επιτυχίες στην εποχή τους, ανατροφοδοτώντας την ανάγνωση των βιβλίων που τα «γέννησαν».
Σε πρώτη φάση (δηλαδή από το 1972 ως το 1989, την περίοδο του «μονοπωλίου» της κρατικής τηλεόρασης) τα βιβλία επιλέγονταν με βάση την «τηλεοπτικότητά» τους και το βάρος της υπογραφής του δημιουργού τους. Ο λόγος είναι πως, στα πρώτα βήματά της, η τηλεόραση «στοιχειωνόταν» από την αντίληψη πως το μαζικό θέαμα έπρεπε και να ψυχαγωγεί και να εκπαιδεύει, «ακουμπώντας» στα κείμενα σπουδαίων Νεοελλήνων συγγραφέων – του Παπαδιαμάντη, του Καραγάτση, του Καζαντζάκη, του Βενέζη, του Μυριβήλη κ.λπ. Έτσι, πολλά, μεγάλα, κλασικά λογοτεχνικά έργα, θα πάρουν το δρόμο για το «μικρό μαύρο κουτί» («Γυφτοπούλα», «Γαλήνη», «Γιούγκερμαν», «Συνταγματάρχης Λιάπκιν», «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», «Ο συμβολαιογράφος», «Οι Πανθέοι», «Λεμονόδασος» κ.λπ), χωρίς αυτό να αποκλείει τους «διασκεδαστικούς» Ψαθά και Τσιφόρο («Μαντάμ Σουσού», «Η Θέμις έχει κέφια»), τα συναρπαστικά μυστήρια του Γιάννη Μαρή («Η εξαφάνιση του Τζον Αυλακιώτη», «Ο θάνατος του Τιμόθεου Κώνστα») ή τις κομψές, δημοφιλείς ηθογραφίες του Γρηγορίου Ξενόπουλου («Τερέζα Βάρμα-Δακόστα», «Αφροδίτη», «Αναδυομένη», «Τυχεροί και άτυχοι», «Μυστικοί αρραβώνες», «Λάουρα» κ.λπ), που κάνουν «πάταγο» στην -τότε- prime time ζώνη.
Η είσοδος των ιδιωτικών καναλιών στο «παιχνίδι», μετά το 1990, δημιουργεί μεγαλύτερη ανάγκη για κείμενα, σενάρια κ.λπ. και συμπίπτει με την εμφάνιση των λογοτεχνικών best sellers. Βιβλία όπως τα «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά», «Ο Ιούδας φιλούσε υπέροχα» «Η πρόβα του νυφικού», «Σαν χειμωνιάτικη λιακάδα», «Το νησί» «Οι μάγισσες της Σμύρνης», «Σασμός», «Το Ναυάγιο», «Μαύρο Ρόδο», τροφοδοτούν το γυαλί με δημοφιλείς ιστορίες, δράματα, πάθη, ίντριγκες και βασανισμένους έρωτες. Και έπεται συνέχεια…
6+1 ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΕΓΙΝΑΝ ΜΕΓΑΛΕΣ ΕΠΙΤΥΧΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ TV ΑΠΟ ΤΑ ‘70s ΩΣ ΤΑ ‘90s!
«ΟΙ ΠΑΝΘΕΟΙ» – ΕΡΤ
Η γνωστή τριλογία του Τάσου Αθανασιάδη, μεταφέρθηκε στην κρατική ΕΡΤ (σε σενάριο Τάκη Χατζηαναγνώστου, σκηνοθεσία Βασίλη Γεωργιάδη, τηλεσκηνοθεσία Βασίλη Βλαχοδημητρόπουλου) και προβλήθηκε σε δύο κύκλους (1977- 1999), συνολικά 100 επεισοδίων. Την ίδια περίοδο δημοσιευόταν και στο εβδομαδιαίο περιοδικό «Ρομάντσο», με τη μορφή φωτορομάντζου. Υπήρξε μια κολοσσιαία επιτυχία της εποχής, το παράνομο ζευγάρι Μάρμω-Κίτσος έγινε μέχρι και νούμερο επιθεώρησης, ενώ η «άπιστη» Κάτια Δανδουλάκη δημιουργούσε στυλ (σ.σ. η ίδια έχει πει, πως είχε δει να πωλούνται στα μαγαζιά της Ερμού τσάντες και παπούτσια «Μάρμω») όταν δεν λοιδορούνταν στο δρόμο από τους έξαλλους fans της σειράς. Δυστυχώς, η ΕΡΤ δεν την πρόβαλλε ποτέ σε επανάληψη και, πλέον, δεν σώζεται ούτε στο αρχείο της – όλα τα επεισόδια των «Πανθέων» εκτός από το πρώτο και το τελευταίο, διαγράφηκαν τον Οκτώβριο του 1985.
«ΛΩΞΑΝΤΡΑ» – ΕΡΤ
Βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο της Μαρίας Ιορδανίδου, (την εγγονή της θρυλικής μαγείρισσας της Πόλης, που ήταν υπαρκτό πρόσωπο) η σειρά 30 επεισοδίων γυρίστηκε και προβλήθηκε στην ΕΡΤ τη σεζόν 1979 – 1980 (σε σενάριο-διασκευή Χρήστου Δοξαρά και σκηνοθεσία Γρηγόρη Γρηγορίου, ο οποίος είχε δηλώσει πως δίστασε πολύ πριν συμφωνήσει αναλάβει ένα τόσο «δύσκολο βιβλίο χωρίς πλοκή»). Καθιέρωσε την άγνωστη, ως τότε, Μπέτυ Βαλάση -την οποία «ανακάλυψε» και επέβαλλε στο Δ.Σ. της ΕΡΤ ο Γρηγορίου- στο ρόλο της ζωής της. Ήταν από τις τελευταίες ασπρόμαυρες σειρές της κρατικής τηλεόρασης, πιθανότατα η μοναδική που σώζεται ολόκληρη στο αρχείο της, και σίγουρα μια από αυτές που «αγκαλιάζει» ο κόσμος, όποτε προβάλλεται σε επανάληψη.
«ΒΑΜΜΕΝΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΜΑΛΛΙΑ» – ΑΝΤ1
Η τηλεοπτική διασκευή του μυθιστορήματος του Κώστα Μουρσελά (σε διασκευή-σενάριο του Βαγγέλη Γκούφα, και σκηνοθεσία Κώστα Κουτσομύτη) προβλήθηκε από τον ΑΝΤ1 και υπήρξε ένα από τα δημοφιλέστερα προγράμματα της περιόδου 1992-1993. Χαρακτηρίστηκε από την τεράστια επιτυχία του τραγουδιού των τίτλων, το οποίο ερμήνευσε ο Γιώργος Νταλάρας, περιπλέκοντας την ταυτότητα του δημιουργού του βιβλίου (σ.σ. αναφέρεται, ως ανέκδοτο, πως οι τηλεθεατές πήγαιναν μετά στα βιβλιοπωλεία και ζητούσαν «τα “Βαμμένα κόκκινα μαλλιά” του Νταλάρα») και επιβάλλοντας ως πρωταγωνιστές, δύο νέους ηθοποιούς: το «εξωτικό πουλί» με το παράξενο όνομα Καρυοφυλλιά Καραμπέτη (η οποία, πάντως, δύο χρόνια νωρίτερα είχε κάνει επιτυχία με τον «Κίτρινο Φάκελο») και τον Γιώργο Νινιό, στην πρώτη του τηλεοπτική εμφάνιση. Ο υπέροχος «Λούης» του κέρδισε το Α’ βραβείο ανδρικού ρόλου στα Βραβεία Ελληνικής Τηλεόρασης εκείνης της χρονιάς.
«Η ΠΡΟΒΑ ΤΟΥ ΝΥΦΙΚΟΥ» – ΑΝΤ1
Το 1995, επιστρατεύοντας πάλι το «μαγικό χέρι» του σκηνοθέτη Κώστα Κουτσομύτη και αυτό του Βαγγέλη Γκούφα στο σενάριο, ο ΑΝΤ1 φιλοξένησε την τηλεοπτική μεταφορά του best seller της Ντόρας Γιαννακοπούλου «Η πρόβα του νυφικού», κάνοντας, πάλι μεγάλη επιτυχία. Η σειρά άφησε στην τηλεοπτική ιστορία το αλησμόνητο τραγούδι των τίτλων που ερμήνευε η Μαρινέλλα (σε μουσική Βασίλη Δημητρίου), την ανάμνηση της «μεταξωτής» πρωταγωνίστριας Αλεξανδριανής Σικελιανού (που αργότερα έγινε μοναχή) στο ρόλο της «Αγγελικούλας της Αναγεννήσεως», καθώς και αυτή των τολμηρών ερωτικών σκηνών της μοιραίας «Όλγας Δελλή» -Άντζελας Γκερέκου- με τον Φίλιππο Σοφιανό. Ο τελευταίος, σε πρόσφατη συνέντευξή του, έκανε και μια αποκάλυψη: «Αργότερα πια, όταν ο Τόλης Βοσκόπουλος είχε σμίξει με την Άντζελα και ήρθαν στο θέατρο για να με δουν, εκείνος με έπιασε λίγο πιο πέρα και μου είπε: “Φίλιππε, σε ευχαριστώ πάρα πολύ. Σεβάστηκες το κορίτσι μου και το εκτιμώ…”».
«ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΣΤΕΦΑΝΙ» – ΑΝΤ1
Τo 1995 ο Γιάννης Δαλιανίδης σκηνοθετεί τη μεταφορά του μυθιστορήματος του Κώστα Ταχτσή «Το τρίτο στεφάνι», στη μικρή οθόνη. Η σειρά 16 επεισοδίων, προβάλλεται στον ΑΝΤ1 και -παρά τις διχασμένες κριτικές- ξεχωρίζει κατευθείαν, καθώς ζωντανεύει αριστοτεχνικά μια ολόκληρη εποχή έχοντας στα «συν» του ένα σπουδαίο, πολυμελές καστ. Η Λήδα Πρωτοψάλτη και η Νένα Μεντή σφράγισαν με τις ερμηνείες τους κεντρικούς ρόλους της Εκάβης και της Νίνας, ενώ το ομώνυμο τραγούδι των τίτλων που ερμήνευσε η Άλκηστις Πρωτοψάλτη (σε μουσική, φυσικά, του Σταμάτη Κραουνάκη) έγινε διαχρονική επιτυχία.
«Η ΑΙΘΟΥΣΑ ΤΟΥ ΘΡΟΝΟΥ» – MEGA
Το μυθιστόρημα του βραβευμένου και πολυμεταφρασμένου ακαδημαϊκού, Τάσου Αθανασιάδη, ενέπνευσε το 1998 μία από τις ακριβότερες τηλεοπτικές παραγωγές στην Ελλάδα. Οι 35 πρωταγωνιστές, μεταξύ των οποίων ο Αλέκος Αλεξανδράκης και ο «γίγαντας» Νίκος Ρίζος στην τελευταία του τηλεοπτική εμφάνιση (σ.σ. μάλιστα, από τραγική σύμπτωση, ο αγαπημένος κωμικός πέθανε την ημέρα που προβαλλόταν το τελευταίο επεισόδιο της σειράς) οι 3.000 κομπάρσοι, τα εξωτερικά γυρίσματα στη Σύρο, στο μέγαρο της Πλακεντίας στην Πεντέλη, και σε μια θαλαμηγό του ’60, «εκτόξευσαν» το κόστος κάθε επεισοδίου στα 19 εκατομμύρια δραχμές! Αλλά η εμφάνιση της αιθέριας Μαρίας Ναυπλιώτου, στον πρωταγωνιστικό ρόλο της «Γλαύκης», ήταν αξία ανεκτίμητη…
+ Bonus από τα 00s’
«ΤΟ ΝΗΣΙ» – ΜΕGA
H τηλεοπτική μεταφορά της σειράς το «Νησί», που προβλήθηκε το 2010-2011 στο Mega, θεωρείται, επίσης, μία από τις πιο φιλόδοξες ελληνικές παραγωγές (σ.σ. κόστισε 4 εκατομμύρια ευρώ (!) αλλά ήταν και από τις πιο επιτυχημένες, με τα περισσότερα ρεκόρ τηλεθέασης – ενδεικτικά αναφέρεται πως στην πρεμιέρα της, κατέγραψε ποσοστό μέχρι και 72,8% στο νεανικό κοινό!). Η σειρά -σε σκηνοθεσία Θοδωρή Παπαδουλάκη και σενάριο Μιρέλλας Παπαοικονόμου- βασίστηκε στο ομώνυμο βιβλίο της Βικτόρια Χίσλοπ, η οποία είχε δεχτεί και πρόταση από το Χόλυγουντ για τη μεταφορά του στη μεγάλη οθόνη, αλλά την απέρριψε, διότι ήθελε να διατηρήσει το δικαίωμα παρέμβασης στο «τελικό» draft. Τα γυρίσματα κράτησαν ένα χρόνο, και έγιναν στην Κρήτη, στη Σπιναλόγκα, στην Άνω Ελούντα, στην Πλάκα κ.λπ., όπου πολλές περιοχές διαμορφώθηκαν εξ’ ολοκλήρου ώστε να θυμίζουν το νησί στην δεκαετία του ’40 και του ’50. Στη σειρά συμμετείχαν 83 βασικοί ηθοποιοί και 700 βοηθητικοί -στην πλειοψηφία τους ντόπιοι- ενώ χρησιμοποιήθηκαν περισσότερα από 2000 κοστούμια.