Μπορεί η προτεινόμενη φορολογική μεταρρύθμιση σε ό,τι αφορά τα φυσικά πρόσωπα να είναι θετική για το 51% περίπου των εργαζομένων με εισοδήματα 20.500 ευρώ και άνω, οι οποίοι εμπίπτουν στο φορολογητέο εισόδημα, αφού προσφέρεται μια σειρά φοροελαφρύνσεων στη βάση του αριθμού των τέκνων, της ύπαρξης εξυπηρετούμενου δανείου και πράσινων επενδύσεων σε νοικοκυριά, ωστόσο για το υπόλοιπο ποσοστό εργαζομένων της τάξης του 49% η μεταρρύθμιση αυτή δεν θα έχει κανένα οικονομικό όφελος.
Είναι γι’ αυτό τον λόγο που χρειάζεται να εφαρμοστούν εκ μέρους της κυβέρνησης ουσιαστικά μέτρα ενίσχυσης των εισοδηματικών στρωμάτων που δεν έχουν οποιοδήποτε όφελος από την μεταρρύθμιση.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ΣΕΚ έχει καταθέσει σειρά προτάσεων προς την κυβέρνηση τα οποία περιλαμβάνουν μείωση των έμμεσων φορολογιών με ταυτόχρονη ενίσχυση της επιδοματικής πολιτικής του κράτους. Σε αυτά τα μέτρα περιλαμβάνεται η σταδιακή μείωση του ΦΠΑ, το οποίο λόγω της κρίσης από 15% το 2012 ανήλθε στο 19% το 2014.
Να υπενθυμίσουμε πως το συγκεκριμένο μέτρο ήταν προσωρινό σε μια προσπάθεια αποτροπής της δημοσιονομικής κατάρρευσης της κυπριακής οικονομίας. Μια σταδιακή μείωση του ΦΠΑ θα βοηθούσε πρωτίστως τα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα της κοινωνίας τα οποία δαπανούν μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος τους σε καταναλωτικές δαπάνες.
Δυστυχώς, το μέτρο αυτό δεν υιοθετήθηκε από την κυβέρνηση Χριστοδουλίδη. Ταυτόχρονα, η ΣΕΚ εισηγήθηκε μείωση της φορολογίας καυσίμων στην οποία επιβάλλεται τόσο ΦΠΑ όσο και φόρος κατανάλωσης. Να σημειώσουμε πως τα 2/3 της τελικής τιμής των καυσίμων στην Κύπρο είναι φόροι, την ώρα μάλιστα που η χρήση δημόσιων συγκοινωνιών από τους πολίτες είναι περιορισμένη. Ούτε αυτή η πρόταση υιοθετήθηκε στο πλαίσιο της φορολογικής μεταρρύθμισης.
Επιπλέον, η ΣΕΚ εισηγήθηκε την ουσιαστική ενίσχυση της επιδοματικής πολιτικής του κράτους, όπως είναι το επίδομα τέκνου, το οποίο θα πρέπει να παραχωρείται ομοιόμορφα για όλους, στο πλαίσιο και του Σκανδιναβικού μοντέλου όπου η στήριξη είναι καθολική μέχρι και την ενηλικίωση, καθώς επίσης και την αύξηση της φοιτητικής χορηγίας. Η πιο πάνω επιδοματική πολιτική ασφαλώς θα πρέπει να συνδυαστεί με την προσαρμογή στη βάση του κόστους διαβίωσης, ώστε να μην υπάρχουν οποιεσδήποτε απώλειες στην αγοραστική δύναμη των πολιτών.
Δεν μπορεί για παράδειγμα, με βάση τα στοιχεία της Eurostat για το 2023, η Κύπρος να καταλαμβάνει την τελευταία θέση σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε ότι αφορά τις δαπάνες για τέκνα και οικογένεια ως ποσοστό των συνολικών κοινωνικών δαπανών, ενώ το ίδιο να ισχύει και ως ποσοστό του ΑΕΠ. Η κυβέρνηση πέραν των πανηγυρισμών για δημοσιονομικά πλεονάσματα ρεκόρ, θα πρέπει επιτέλους να εξηγήσει πως αυτά τα δημοσιονομικά πλεονάσματα θα έχουν πραγματικό, ουσιαστικό και μακροπρόθεσμο θετικό αντίκτυπο για τα χαμηλά στρώματα των εργαζομένων τα οποία δεν θα έχουν κανένα όφελος από την φορολογική μεταρρύθμιση.
Ας μην ξεχνά η κυβέρνηση πως περίπου 239 χιλιάδες εργαζομένων λαμβάνουν απολαβές κάτω των 20.500 ευρώ. Τέλος, στο πλαίσιο της επαναξιολόγησης του εθνικού κατώτατου μισθού, η κυβέρνηση θα πρέπει όχι μόνον να τον αυξήσει αλλά και να τον διασυνδέσει με την πορεία του πληθωρισμού και την ωριαία απόδοση. Είναι τα ελάχιστα που καλείται να πράξει η κυβέρνηση για μια μεταρρύθμιση μεγάλων προσδοκιών αλλά χαμηλών στο τέλος αποτελεσμάτων.
* Υπεύθυνος Τμήματος Οικονομικών Μελετών ΣΕΚ