Στην τελική ευθεία βρίσκονται οι διαδικασίες για την επανεκκίνηση των έργων βελτίωσης του οδικού δικτύου στον Ακάμα, τα οποία είχαν ανασταλεί τον Νοέμβριο του 2023, ύστερα από παρέμβαση του Προέδρου της Δημοκρατίας, Νίκου Χριστοδουλίδη.
Μετά από εκτενή αξιολόγηση από την ad hoc Επιτροπή και εμπλοκή όλων των αρμόδιων κρατικών υπηρεσιών, το Τμήμα Περιβάλλοντος φαίνεται να προσανατολίζεται στη λήψη συγκεκριμένων αποφάσεων, οι οποίες αναμένεται να ανοίξουν τον δρόμο για την ολοκλήρωση της Α’ φάσης των έργων.
Η Α’ φάση αφορά τη βελτίωση τριών βασικών οδικών αξόνων: α) Άσπρος – Λάρα, β) Κυκλικός Λάρας και γ) Τοξεύτρα – Άβακας – Λίπατη. Οι εργασίες ξεκίνησαν τον Νοέμβριο του 2022 με χρονικό ορίζοντα 14 μηνών, βάσει εγκεκριμένων μελετών του Τμήματος Δημοσίων Έργων, με βασική επιδίωξη την ασφαλή και ήπια αναβάθμιση της οδικής υποδομής με ελάχιστες επιπτώσεις στους ευαίσθητους οικοτόπους του Δικτύου Natura 2000.
Το έργο αναβάθμισης του οδικού δικτύου στον Ακάμα, που βρίσκεται στο επίκεντρο των περιβαλλοντικών ανησυχιών και της κοινωνικής ευαισθησίας, αναμένεται να προχωρήσει με αυστηρούς περιβαλλοντικούς όρους, αυξημένη εποπτεία και σεβασμό προς την οικολογική ισορροπία της περιοχής. Καθοριστικός είναι ο ρόλος του Τμήματος Δασών, τόσο στη χάραξη των παρεμβάσεων όσο και στη διασφάλιση της βιωσιμότητας των έργων και επομένως το Τμήμα Περιβάλλοντος καλείται να συγκεράσει τις διαφορετικές απόψεις προκειμένου να επαναρχίσουν τα έργα το συντομότερο δυνατό.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που προκύπτουν από τη συνεδρία της Επιτροπής που πραγματοποιήθηκε στις 16 Απριλίου 2025, το Τμήμα Περιβάλλοντος προσανατολίζεται:
- Επαναξιολόγηση των υδραυλικών έργων στη βάση της επιστολής του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων (ΤΑΥ), το οποίο θεωρεί ανεπαρκή την αρχική μελέτη και ζητά νέα τεκμηριωμένη προσέγγιση, ειδικά για το γεφύρι Τοξεύτρας και την περιοχή Άβακα. Τα υδραυλικά έργα στον Άβακα, λόγω της ευαισθησίας της περιοχής θα τύχουν επαναξιολόγησης με όρους εντολής για την υδραυλική μελέτη που θα ετοιμαστούν από το ΤΑΥ και το Τμήμα Δασών (ΤΔ).
- Αφαίρεση του δρόμου «Άβακας-Λίπατη» από την παρούσα φάση, κρίνοντάς τον ως μη απαραίτητο. Η ενδεχόμενη κατασκευή του θα εξεταστεί μετά την ολοκλήρωση της μελέτης για τα υδραυλικά σημεία του Άβακα.
- Διατήρηση μόνο των αναγκαίων τοίχων αντιστήριξης, κυρίως για λόγους ασφάλειας, όπως ζητήθηκε από το Τμήμα Γεωλογικής Επισκόπησης (ΤΓΕ). Για τα θέματα κατολισθήσεων και αντιστήριξης καθώς και για τα τοιχαράκια στην περιοχή των ψαμμιτικών σχηματισμών στην Τοξεύτρα, ακολουθούνται οι υποδείξεις του ΤΓΕ.
- Τροποποίηση του ρείθρου που κατασκευάστηκε σε ύψος 30 εκατοστών αντί 20, όπως προβλεπόταν αρχικά, ώστε να περιοριστεί η οπτική και περιβαλλοντική του επίδραση. Το Τμήμα Περιβάλλοντος φαίνεται να προσανατολίζεται να παραμείνει το ύψος του αυλακιού στις άκρες δρόμου ως έχει αφού αποτελεί βασικό αποτρεπτικό παράγοντα πρόσβασης σε φυσικούς οικότοπους από οχήματα.
- Αφαίρεση του λαστίχου υδροδότησης, που παραμένει εντός του οδοστρώματος. Η εισήγηση είναι η πλήρης απομάκρυνσή του και όχι η μερική καταστροφή με τομές.
Η Ad Hoc Επιτροπή, με τη συμβολή του Τμήματος Δασών, του ΤΑΥ και του Τμήματος Γεωλογικής Επισκόπησης, έχει εξετάσει διεξοδικά τις κατασκευές που ήδη έγιναν ή προγραμματίζονται. Μεταξύ των σημαντικότερων παρεμβάσεων είναι:
Η κατασκευή επιπλέον τοίχων αντιστήριξης σε κρίσιμα σημεία, όπως στο πέρασμα της Τοξεύτρας και την κατηφορική διαδρομή προς τον Άβακα, για την αποτροπή κατολισθήσεων, με ύψη έως 2 μέτρα.
Η προστασία γεωμορφωμάτων στην Τοξεύτρα, με πρόνοια περιορισμού του ύψους των τοιχίων για να μην υποβαθμίζεται η αισθητική και γεωλογική αξία της περιοχής.
Η ειδική μεταχείριση των υδραυλικών σημείων, ιδίως στο γεφύρι της Τοξεύτρας, όπου υπάρχουν σοβαρά ερωτήματα για τη λειτουργία του υφιστάμενου οχετού και τις επιπτώσεις στη ροή και την οικολογία του ποταμού.
Περάσματα για προστασία της άγριας ζωής
Η Υπηρεσία Θήρας και Πανίδας θα καθορίσει επί τόπου τα σημεία δημιουργίας περασμάτων για την τοπική πανίδα, σε τμήματα του έργου όπου παραμένουν τοιχία. Παράλληλα, το Τμήμα Δασών θα αναλάβει την αποκατάσταση επηρεασμένων οικοτόπων με φυσική αναβλάστηση και σπορές τοπικών ειδών. Ειδική μέριμνα προβλέπεται για τη διατήρηση της διέλευσης άγριας ζωής.
Οι θέσεις των περασμάτων πρόκειται να καθοριστούν με επιτόπιες επισκέψεις και τη σύμφωνη γνώμη του μελετητή. Παράλληλα, οι περιοχές που θα αποκατασταθούν μετά το πέρας των εργασιών θα προσδιοριστούν μόλις ολοκληρωθούν οι κατασκευαστικές παρεμβάσεις.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η απόφαση να μην χρησιμοποιηθεί ασβέστης ή άλλα πρόσμικτα για τη σταθεροποίηση του υπεδάφους, καθώς κρίθηκε ότι θα επηρέαζαν αρνητικά τη χημική σύσταση του εδάφους και τη βιοποικιλότητα. Αντίστοιχα, για τα συστήματα υδροδότησης πυρόσβεσης που κρίθηκαν περιβαλλοντικά επιβαρυντικά, αποφασίστηκε η ακύρωσή τους με τεχνικά ασφαλή και αποδεκτά μέσα.
Μετά την γνωμοδότηση του Τμήματος Περιβάλλοντος αναμένεται πλέον η ολοκλήρωση και έγκριση των επικαιροποιημένων τελικών σχεδίων, ώστε να δρομολογηθεί η επανεκκίνηση των έργων.
Η υλοποίηση τους, σύμφωνα με όλες τις προβλέψεις και εισηγήσεις των αρμόδιων τμημάτων, αναμένεται να συνδυάζει τη βελτίωση της προσβασιμότητας με την αυστηρή προστασία του μοναδικού φυσικού πλούτου του Ακάμα.
Εισροή ομβρίων υδάτων από τις οικιστικές αναπτύξεις του Δήμου Ακάμα
Με την οριστικοποίηση των όρων, το Τμήμα Δασών αναμένεται να καταθέσει νέα τροποποιημένα κατασκευαστικά σχέδια για έγκριση.
Στη συνέχεια, θα προκηρυχθεί διαγωνισμός για την υλοποίηση της πρώτης φάσης των έργων, η οποία δεν θα περιλαμβάνει το προβληματικό τμήμα Άβακας – Λίπατη.
Σε ότι αφορά τη διαχείριση ομβρίων ζητείται η άμεση επίλυση της εισροής ομβρίων από οικιστικές αναπτύξεις και τον δρόμο προς τον Άσπρο Ποταμό. Κατατέθηκε σχετική υδρολογική μελέτη από τον Δήμο Ακάμα, η οποία αξιολογείται από το ΤΑΥ, υπό την επίβλεψη του ΤΔ.
Σε σχέση με τις ζημιές που προκλήθηκαν από πλημμυρικά φαινόμενα στην έναρξη των έργων και απαιτείται αποκατάσταση, ο μηχανικός του έργου καλείται να καταθέσει εναλλακτικές τεχνικές λύσεις.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η απόφαση να μην χρησιμοποιηθεί ασβέστης ή άλλα πρόσμικτα για τη σταθεροποίηση του υπεδάφους, καθώς κρίθηκε ότι θα επηρέαζαν αρνητικά τη χημική σύσταση του εδάφους και τη βιοποικιλότητα.
Αντίστοιχα, για τα συστήματα υδροδότησης πυρόσβεσης που κρίθηκαν περιβαλλοντικά επιβαρυντικά, αποφασίστηκε η ακύρωσή τους με τεχνικά ασφαλή και αποδεκτά μέσα.