Σε μία από τις πιο γραφικές γειτονιές της Λισσαβόνας, στον αριθμό 9 της οδού Serpa Pinto, η ματιά του επισκέπτη της πορτογαλικής πρωτεύουσας συναντά αναπόφευκτα το επιβλητικό κτίριο του Teatro Nacional de São Carlos, ενός φάρου καλλιτεχνικής και πολιτιστικής δημιουργίας, αφιερωμένου στις παραστατικές τέχνες.
Οι μυημένοι στον μαγικό χώρο της όπερας γνωρίζουν καλά πως η κορυφαία υψίφωνος Μαρία Κάλλας, το μακρινό 1958 έδωσε εκεί μία από τις πλέον αξέχαστες παραστάσεις της καριέρας της ως Βιολέτα στην «Τραβιάτα» του Βέρντι, με τον κριτικό Τζον να την αποθεώνει, γράφοντας πως η τελευταία πράξη της ερμηνείας της στο Teatro Nacional de São Carlos αναδείκνυε «την κορύφωση της τέχνης της».
Είναι τέτοιο το αποτύπωμα εκείνης της παράστασης της Κάλλας στην Πορτογαλία που, όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο πρέσβης της Ελλάδας στη Λισσαβόνα Βασίλης Παπαδόπουλος, σε εκδήλωση που είχε οργανώσει κάποιον καιρό πριν η Πρεσβεία της Ελλάδας, σε συνεργασία με την πορτογαλική εταιρεία διανομής Cinemundo, σε κεντρικό κινηματογράφο της Λισσαβόνας, με αφορμή την επίσημη πρεμιέρα της ταινίας του Pablo Larrain «Maria», η κληρονομιά της καλλιτεχνικής ιδιοφυΐας της Μαρίας Κάλλας συνεχίζει να αντηχεί στη Λισαβόνα, απαθανατισμένη από την ασύγκριτη ερμηνεία της στην Τραβιάτα το 1958 στο θέατρο São Carlos.
«Εκείνο το βράδυ, έγραψε ένα αξέχαστο κεφάλαιο στην ιστορία της όπερας, αφήνοντας ένα ανεξίτηλο σημάδι σε όλους όσους είχαν την τύχη να γίνουν μάρτυρες της λαμπρότητάς της» είχε αναφέρει ο Έλληνας Πρέσβης, προλογίζοντας την ταινία, με μια ιδιαίτερη αναφορά στην ερμηνεία της στο λυρικό θέατρο São Carlos. Σημείωνε, μάλιστα, πως «πολλοί από τους αφοσιωμένους θαυμαστές της έχουν διασώσει ηχογραφήσεις αυτής της θρυλικής παράστασης και, παρόλο που υπάρχουν μόνο λίγα οπτικά αποσπάσματα, παραμένουν αγαπημένες στιγμές της απαράμιλλης τέχνης της».
H Μαρία Κάλλας ανέβηκε στη σκηνή του θεάτρου São Carlos ως Βιολέτα, στις 27 Μαρτίου 1958, συνοδευόμενη από ένα καστ που περιελάμβανε τους Alfredo Kraus, Mario Seremi, Laura Zanini, Piero de Palma, Vito Susca, Alessandro Maddalena και την Πορτογαλίδα Maria Cristina de Castro. Τη μουσική διεύθυνση είχε ο μαέστρος Franco Ghione (1886-1964).
Σε σύντομη ραδιοφωνική δήλωση (μήνυμα) της στο Radiodifusão Portuguesa, με αφορμή την παρουσία της στη Λισσαβόνα, η Κάλλας, λίγες ώρες προτού ανέβει στη σκηνή εξέφραζε τη χαρά της που βρισκόταν στην πορτογαλική πρωτεύουσα αλλά και την ευχή κι ελπίδα της η παράσταση να ανταποκριθεί στις προσδοκίες τόσο τις δικές της όσο και του πορτογαλικού κοινού, που έμελλε να κατακλύσει το θέατρο São Carlos εκείνη τη βραδιά.
«Ελπίζω ότι όλα θα πάνε καλά, όπως θέλω εγώ, και όπως θα ήθελαν όλοι. Και το μόνο που μπορείτε να κάνετε είναι να προσευχηθείτε καθώς όλοι μας είμαστε πάντα στα χέρια του Θεού μας», ακούγεται να λέει χαρακτηριστικά η μεγάλη ντίβα, στο απόσπασμα που σώζεται στο διαδίκτυο.
Οι ελληνικές επιρροές στην αισθητική της Κάλλας
Προβάλλοντας τα ελληνικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και των αισθητικών αντιλήψεων της Κάλλας, ο Έλληνας πρέσβης είχε αναφέρει σχετικά σε εκείνη την εκδήλωση: «Για μένα, αυτή η ταινία -και μάλιστα η ζωή της Μαρίας Κάλλας- χρησιμεύει ως μια ισχυρή επιβεβαίωση της ακαταμάχητης ελληνικής τάσης να επινοούμε, να ζούμε και να νιώθουμε το θέατρο, βαθιά στην ψυχή μας. Υπογραμμίζει την έμφυτη σύνδεσή μας με το δράμα, τόσο το τραγικό όσο και το κωμικό, ανά τους αιώνες. Πιο βαθιά, αντανακλά την ικανότητά μας να αγκαλιάζουμε την τραγική διάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης ως κάτι φυσικό, τόσο θεμελιώδες όσο η θάλασσα, ο ήλιος ή τα βουνά. Ενώ δεν μπορώ να εξηγήσω πλήρως γιατί το θέατρο αναδύθηκε μέσα στα όρια του ελληνικού πολιτισμού, είμαι πεπεισμένος ότι το τοπίο έπαιξε σημαντικό ρόλο. Κάθε τοπίο, άλλωστε, είναι πολύ περισσότερο από ένα απλό φυσικό περιβάλλον. Διαμορφώνει και αντανακλά την ψυχή όσων ζουν μέσα σε αυτό. Κατά τη γνώμη μου, το μοναδικό ταλέντο της Κάλλας, η ευαισθησία, η επιμονή, οι ανασφάλειες και η μοναξιά της ήταν συνυφασμένα με αυτή τη μοναδική κληρονομιά».
Για τον ίδιο τον κ. Παπαδόπουλο, άλλωστε, η Κάλλας ήταν, πάνω απ’ όλα, ηθοποιός. Κάθε βράδυ που έδινε παραστάσεις, προσέφερε μια ερμηνεία που δεν είχε προηγούμενο, με το συνεχώς μεταβαλλόμενο συναισθηματικό και πνευματικό της υπόβαθρο να προσθέτει νέες αποχρώσεις στην τέχνη της. Η βαθιά της ευαισθησία, σε συνδυασμό με την απαράμιλλη φωνή της, την ώθησαν σε θρυλική θέση, καθιερώνοντάς την ως μία από τις μεγαλύτερες ερμηνεύτριες όπερας στην ιστορία, σημείωνε χαρακτηριστικά.
Αν και έχουν περάσει 67 χρόνια από τη θρυλική εμφάνισή της στη Λισσαβόνα, στην Πορτογαλία η αύρα της Μαρίας Κάλλας εξακολουθεί να γοητεύει τους φίλους της όπερας και της μαγικής της φωνής.
ΑΠΕ- ΜΠΕ