Ένα πολύ σημαντικό ζήτημα με έμφυλο αποτύπωμα, έφερε στον δημόσιο διάλογο η διευθύντρια του ιδρύματος Universitas ΚατερίναΧατζηστυλλή, για «τις φαινόμενες μορφές εργασιακού εκφοβισμού, σε γυναικοκρατούμενα ή φεμινιστικά περιβάλλοντα», όπως τιτλοφόρησε πρόσφατο άρθρο της, που έστειλε για δημοσίευση σε μέσα μαζικής επικοινωνίας. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρεται στον εργασιακό εκφοβισμό (mobbing), που όπως γράφει στο άρθρο της, «υφίστανται γυναίκες από άλλες γυναίκες, σε οργανωσιακά, διοικητικά και πολιτικά πλαίσια τα οποία, κατά τα άλλα, διακηρύσσουν αρχές ισότητας, φεμινισμού και συμπερίληψης». Μετά από παρέμβαση του υπογράφοντος, τρεις προσωπικότητες εγνωσμένου κύρους στο πεδίο των αγώνων για έμφυλη ισότητα στην Κύπρο, η Επίτροπος Ισότητας των Φύλων Τζόζη Χριστοδούλου, η διευθύντρια του Μεσογειακού Ινστιτούτου Μελετών Κοινωνικού Φύλου (MIGS) Σουσάνα Παύλου και η πρόεδρος του ιδρύματος προώθησης ισότητας «Υπατία» δρ Άννα Πηλαβάκη, σχολιάζουν για τον «Φ», την τοποθέτηση της κυρίας Χατζηστυλλή, με τις δύο πρώτες, να διαφωνούν με τη βασική της θέση, ότι «τα φεμινιστικά ή γυναικοκρατούμενα περιβάλλοντα, παράγουν μορφές σιωπηλής έμφυλης βίας».
Ίδιο το φύλο, αλλά άνιση η θέση ισχύος
Αναφέρει τα εξής στο άρθρο της, η Κατερίνα Χατζηστυλλή: «Θεωρώ ηθική υποχρέωση να τοποθετηθώ δημόσια, για ένα ζήτημα που, παρά τη βαρύτητα και τη σημασία του, εξακολουθεί σε μεγάλο βαθμό, να παραμένει αθέατο: το φαινόμενο του εργασιακού εκφοβισμού (mobbing), που υφίστανται γυναίκες από άλλες γυναίκες, σε οργανωσιακά, διοικητικά και πολιτικά πλαίσια τα οποία, κατά τα άλλα, διακηρύσσουν αρχές ισότητας, φεμινισμού και συμπερίληψης.
Το φαινόμενο αυτό, επαρκώς τεκμηριωμένο στη διεθνή βιβλιογραφία της οργανωσιακής ψυχολογίας και της κοινωνιολογίας της εργασίας, αναδεικνύει μια βαθιά και ανησυχητική αντίφαση: ενώ ηφεμινιστική θεωρία και η πολιτική πρακτική, προωθούν διαχρονικά την αλληλεγγύημεταξύ των γυναικών, σε ορισμένα περιβάλλοντα παρατηρούνται συμπεριφορές, όπουγυναίκες σε θέσεις ισχύος ή επιρροής, ασκούν συστηματική ψυχολογική πίεση,υπονόμευση, αποκλεισμό ή απαξίωση άλλων γυναικών, ιδίως όσων αναλαμβάνουνηγετικούς ρόλους, επιδεικνύουν πρωτοβουλία ή διαθέτουν ισχυρή επαγγελματικήταυτότητα. Ο όρος «mobbing», όπως περιγράφεται από μελετητές του φαινομένου (Leymann, Einarsen, Zapf), αναφέρεται σε επαναλαμβανόμενες και συστηματικές, μη αμοιβαίες αρνητικές συμπεριφορές στο εργασιακό περιβάλλον, οι οποίες συνίστανται σε άσκηση ψυχολογικής πίεσης, περιθωριοποίησης, υπονόμευσης ή απαξίωσης και οδηγούν σε φθορά της επαγγελματικής αξιοπρέπειας, της εργασιακής ασφάλειας και της ψυχικής ανθεκτικότητας του ατόμου.
Σημαντικό είναι ότι το mobbing δεν σχετίζεται απαραίτητα με τον βαθμό της τυπικής εξουσίας αλλά με τη δυνατότητα άσκησης επιρροής, τη διαμόρφωση συμμαχιών και τη χρήση άτυπων μηχανισμών παρασκηνίου. Η διεθνής έρευνα (Hershcovis, 2011· Salin, 2003· Derks, van Laar, 2016), καταδεικνύει ότι σε γυναικοκρατούμενα ή φεμινιστικά περιβάλλοντα, η στοχοποίηση μιας γυναίκας από άλλες γυναίκες, συνδέεται συχνά με ανταγωνισμό για ρόλους, πόρους ή κοινωνικό κεφάλαιο. Με απόπειρες ελέγχου του ιδεολογικού πλαισίου, δηλαδή με το ποια ορίζεται ως «σωστή» ή «νόμιμη» φεμινίστρια. Με την απόρριψη γυναικών που διαφοροποιούνται αξιοκρατικά, λόγω ικανοτήτων ή επιδόσεων. Καθώς και με συγκρούσεις εξουσίας, οι οποίες παρουσιάζονται ως δήθεν «ιδεολογικές» διαφοροποιήσεις. Οι πρακτικές αυτές, παράγουν στην ουσία, ένα μοντέλο σιωπηλής έμφυλης βίας, όπου το φύλο του θύτη και του θύματος, είναι το ίδιο, αλλά η σχέση ισχύος, είναι εξαιρετικά άνιση. Εξίσου ανησυχητικό, είναι ότι οι συμπεριφορές εκφοβισμού, συχνά προέρχονται από γυναίκες που αυτοπροσδιορίζονται ως φεμινίστριες, κατέχουν δημόσιο λόγο υπέρ της ισότητας, ή κατέχουν θέσεις θεσμικής ευθύνης. Η αντίφαση αυτή, δεν είναι απλώς ηθικής φύσης. Αποτελεί δομικό πλήγμα για την αξιοπιστία του φεμινιστικού λόγου, καθώς υπονομεύει την ουσία της ισότητας και εργαλειοποιεί την ιδεολογία, ως μέσο ηγεμονίας, αντί για χώρο αλληλεγγύης, συνεργασίας και συλλογικής ενδυνάμωσης των γυναικών».

Βαθιές επιπτώσεις απαξίωσης και απομόνωσης
Όπως αναφέρει η Κατερίνα Χατζηστυλλή, «ο εργασιακός εκφοβισμός που στοχεύει γυναίκες σε ηγετικούς ή αναδυόμενους ρόλους, έχει σοβαρές πολιτικές και οργανωσιακές συνέπειες. Υπονομεύει τη λειτουργικότητα και τη θεσμική σταθερότητα των οργανισμών, μειώνει την ποιότητα και την αποτελεσματικότητα της λήψης αποφάσεων, δημιουργεί δυσλειτουργικές κουλτούρες σιωπής και αποσιώπησης, ενισχύει το αίσθημα ανασφάλειας και αποθαρρύνει άλλες γυναίκες, από το να αναλάβουν θέσεις ευθύνης.
Οι επιπτώσεις στις γυναίκες που υφίστανται αυτές τις συμπεριφορές, είναι βαθιές και συχνά διαρκείς, εκτεινόμενες από την επαγγελματική φθορά και την απαξίωση του έργου τους, μέχρι την απομόνωση από κρίσιμα κέντρα λήψης αποφάσεων. Σε αυτό το πλαίσιο, ως ακαδημαϊκή κοινότητα που υπηρετεί τις αρχές της δημοκρατίας, της ισότητας, της διαφάνειας και του αμοιβαίου σεβασμού, οφείλουμε να αναπτύξουμε αποτελεσματικούς μηχανισμούς προστασίας, έναντι του φαινομένου του mobbing, διαφανείς διαδικασίες λήψης αποφάσεων, πολιτικές μηδενικής ανοχής απέναντι σε πρακτικές υπονόμευσης, καθώς και ασφαλείς και εμπιστευτικές οδούς, μέσω των οποίων τα θύματα, μπορούν να αναφέρουν περιστατικά, χωρίς τον φόβο αντιποίνων ή στιγματισμού.
Η προώθηση κουλτούρας αξιοκρατίας, λογοδοσίας και θεσμικής σοβαρότητας, αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την εύρυθμη και ηθική λειτουργία, κάθε δημοκρατικού οργανισμού. Τέτοιου είδους συμπεριφορές, δεν αποτελούν μεμονωμένα περιστατικά, αλλά συνιστούν συνεκτικές πρακτικές αποκλεισμού και απαξίωσης, οι οποίες εργαλειοποιούν την ιδεολογία, υπονομεύουν το έργο όσων εργάζονται με αφοσίωση και πλήττουν ουσιαστικά την ποιότητα της δημοκρατικής λειτουργίας. Ο εκφοβισμός, δεν είναι «ιδεολογική διαφωνία», ούτε «σύγκρουση χαρακτήρων». Είναι μορφή δομικής έμφυλης βίας, ανεξαρτήτως φύλου του θύτη. Η αντιμετώπιση αυτού του φαινομένου, αποτελεί θεσμική υποχρέωση και προϋποθέτει σοβαρότητα, συνέπεια και πολιτική ωριμότητα».
ΤΖΟΖΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
«Να μην υπονομεύουμε το κίνημα για την ισότητα»
«Αναγνωρίζω πλήρως, ότι ο εργασιακός εκφοβισμός, συμπεριλαμβανομένου και εκείνου που ασκείται από γυναίκες προς γυναίκες, αποτελεί υπαρκτό, σοβαρό και επιζήμιο φαινόμενο, αλλά την ίδια στιγμή, δεν μπορώ να συμφωνήσω με τη γενίκευση, πως τα φεμινιστικά ή γυναικοκρατούμενα περιβάλλοντα, παράγουν μορφές σιωπηλής έμφυλης βίας», ανέφερε στον «Φ» η Επίτροπος Ισότητας των Φύλων Τζόζη Χριστοδούλου, κληθείσα να σχολιάσει την τοποθέτηση της Κ. Χατζηστυλλή.

Και πρόσθεσε τα ακόλουθα: «Η ύπαρξη περιστατικών mobbing, δεν αρκεί για να ταυτίσουμε ολόκληρη ιστορία, κινήματα, ιδεολογίες και θεσμούς, με τις παρεκκλίσεις συγκεκριμένων ατόμων. Όπως σε κάθε εργασιακό και πολιτικό πλαίσιο, έτσι και σε περιβάλλοντα που προωθούν την ισότητα, μπορεί να εμφανιστούν φαινόμενα κατάχρησης εξουσίας. Επιπλέον, η συζήτηση για το mobbing, δεν μπορεί να αποκόπτεται από τις συνθήκες του πατριαρχικού συστήματος. Ένα πατριαρχικό σύστημα, δεν σημαίνει «οι άντρες». Αφορά τις δομές εξουσίας, τις πολιτισμικές νόρμες που παράγουν άνισες σχέσεις, ανεξαρτήτως φύλου των ατόμων, που τις αναπαράγουν. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, κάποιες γυναίκες που ηγούνται, υιοθετούν πρακτικές ανταγωνισμού ή αποκλεισμού, ακριβώς επειδή λειτουργούν σε περιβάλλοντα, όπου η εξουσία είναι περιορισμένος πόρος και όχι συλλογικό κεκτημένο. Σίγουρα, δεν αφορά οργανική ιδιότητα του φεμινισμού. Η αποκλειστική εστίαση στο «women-on-women mobbing» – το οποίο ναι, οφείλουμε να αναγνωρίζουμε – κινδυνεύει να απομονώσει ένα σύμπτωμα, από τα δομικά, συστημικά του στοιχεία, μεταφέροντας την ευθύνη από το σύστημα, στις ίδιες τις γυναίκες, αναπαράγοντας τελικά την άποψη ότι «οι γυναίκες δεν υποστηρίζουν άλλες γυναίκες», η οποία συχνά χρησιμοποιείται ως δικαιολογία, από το ίδιο το σύστημα. Ο φεμινισμός, δεν καθίσταται λιγότερο αξιόπιστος, επειδή κάποια άτομα, δεν ευθυγραμμίζονται με τις αρχές του. Αντίθετα, η ύπαρξη τέτοιων φαινομένων, αποδεικνύει την ανάγκη για συνέχιση του, για ενίσχυση συμμετοχικών, δημοκρατικών και διαφανών διαδικασιών και λογοδοσίας, καθώς και για ουσιαστική θεσμική προστασία, όλων των εργαζομένων, ανεξαρτήτως φύλου.
Συνεπώς, είναι θεσμική μας υποχρέωση, να αναγνωρίζουμε και να αντιμετωπίζουμε τον εργασιακό εκφοβισμό, όπου εμφανίζεται και με οποιαδήποτε μορφή εμφανίζεται, να ενισχύσουμε τους μηχανισμούς πρόληψης, λογοδοσίας και προστασίας, χωρίς να υπομονεύουμε ένα κίνημα, μια ιδεολογία που ιστορικά προώθησε – και συνεχίζει να προωθεί – τη συνεργασία, τη δικαιοσύνη και την ισότητα».
ΣΟΥΖΑΝΑ ΠΑΥΛΟΥ
«Όχι σε γενικεύσεις που αναπαράγουν στερεότυπα»
«Η συζήτηση γύρω από τον εργασιακό εκφοβισμό, είναι απαραίτητη και καλοδεχούμενη, ιδιαίτερα όταν αφορά χώρους που δεσμεύονται, απέναντι στις αρχές της ισότητας και της συμπερίληψης», σχολίασε η διευθύντρια του MIGS (Mediterranean Institut of Gender Studies)ΣουσάναΠαύλου. «Ωστόσο – πρόσθεσε – η ερμηνεία τέτοιων φαινομένων, απαιτεί προσεκτική θεώρηση των διαθέσιμων επιστημονικών δεδομένων, ώστε να αποφεύγονται γενικεύσεις, που μπορεί άθελά τους, να αναπαράγουν στερεότυπα, ή να θολώσουν την ουσία του προβλήματος. Η διεθνής βιβλιογραφία για το mobbing, είναι εκτενής, αλλά δεν τεκμηριώνει ότι οι «γυναικοκρατούμενοι» ή «φεμινιστικοί» χώροι, εμφανίζουν αυξημένα περιστατικά εκφοβισμού μεταξύ γυναικών. Μελέτες όπως των Hershcovis (2011) και Salin (2003), εξετάζουν γενικούς οργανωσιακούς μηχανισμούς παρενοχλητικών συμπεριφορών, ενώ το έργο των Derks και συνεργατών (2016) για το λεγόμενο «queen bee effect», αναφέρεται σε ανδροκρατούμενα περιβάλλοντα, όπου οι γυναίκες βιώνουν έντονη θεσμική πίεση και σεξιστικές προσδοκίες – όχι σε φεμινιστικές δομές. Συνεπώς, ο ισχυρισμός ότι η φεμινιστική κουλτούρα αποτελεί γενεσιουργό παράγοντα mobbing, δεν υποστηρίζεται από τα δεδομένα.

Αυτό που αναδεικνύεται σταθερά από την έρευνα, είναι ότι ο εκφοβισμός, συνδέεται πρωτίστως, με δομικούς και οργανωσιακούς παράγοντες: ασάφεια ρόλων, ανταγωνισμό πόρων, ιεραρχικές πιέσεις, κουλτούρα αδιαφάνειας και ανεπαρκείς μηχανισμούς λογοδοσίας. Και όταν γυναίκες στοχοποιούν άλλες γυναίκες, αυτό συμβαίνει συνήθως, στο πλαίσιο ευρύτερων πατριαρχικών δομών, οι οποίες παράγουν ανταγωνισμό, ανασφάλεια και εσωτερικευμένες ανισότητες – όχι λόγω της φεμινιστικής ιδεολογίας, ή της παρουσίας γυναικών στην εξουσία. Η συζήτηση, λοιπόν, δεν πρέπει να στοχοποιεί τις φεμινιστικές δομές, αλλά να ενισχύει τους θεσμικούς μηχανισμούς διαφάνειας και υποστήριξης, που προωθεί διαχρονικά ο φεμινισμός: δημοκρατικές διαδικασίες, αξιοκρατικές πρακτικές, λογοδοσία και ασφαλείς οδούς αναφοράς. Με αυτό τον τρόπο, μπορούμε να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά τον εκφοβισμό, χωρίς να αναπαράγουμε μύθους, που αποδυναμώνουν την ίδια τη συλλογική προσπάθεια για ισότητα».
ΑΝΝΑ ΠΗΛΑΒΑΚΗ
Υιοθετώντας ανδροπρεπή πρότυπα εξουσίας
Πιο κοντά στις απόψεις της διευθύντριας του Universitas, είναι η τοποθέτηση της εμπειρογνώμονα φύλου δρος Άννας Πηλαβάκη προέδρου του ιδρύματος προώθησης ισότητας «Υπατία». Όπως μας είπε, «η στοχοποίηση γυναικών από γυναίκες, σε επαγγελματικά περιβάλλοντα, είτε μέσω υπονόμευσης, είτε μέσω εκφοβισμού, αποτελεί ένα επαρκώς τεκμηριωμένο φαινόμενο, στη διεθνή βιβλιογραφία». Συνέχισε προσθέτοντας τα εξής: «Η επιθετικότητα, μπορεί να στοχεύει νεότερες, νεοεισερχόμενες ή ικανότερες γυναίκες, που αμφισβητούν υπάρχουσες ιεραρχίες. Σχετική έρευνα, αναφέρει ότι η επιθετικότητα, δεν είναι πάντα δομική. Μπορεί να είναι προϊόν προσωπικών ανασφαλειών, χαμηλής ενσυναίσθησης, τραυματικών εμπειριών, ή ναρκισσιστικών στοιχείων προσωπικότητας. Σε αυτή την περίπτωση, το φύλο λειτουργεί δευτερευόντως, ενώ η συμπεριφορά, είναι πρωτίστως εργαλείο ισχύος.

Έρευνες, παρουσιάζουν την εσωτερίκευση στερεοτύπων και μισογυνικών αντιλήψεων, ως βασικό παράγοντα σε κοινωνίες, όπου η αξία των γυναικών, συνδέεται με την αποδοχή και τη συμμόρφωση με στενές έμφυλες νόρμες, ή η επιτυχία μιας άλλης γυναίκας, συχνά εκλαμβάνεται ως απειλή. Παράλληλα, η ιστορική σπανιότητα ευκαιριών για γυναικεία ανέλιξη, οδηγεί σε ανταγωνισμό για περιορισμένα κέντρα ισχύος. Σε ανδροκεντρικά περιβάλλοντα, ορισμένες γυναίκες υιοθετούν επιθετικέςτακτικές, ως μέσο επαγγελματικής επιβίωσης – το λεγόμενο queen bee phenomenon. Το φαινόμενο αυτό, περιγράφει πως η επιτυχία σε ανδροκεντρικά περιβάλλοντα, προϋποθέτει υιοθέτηση ανδροπρεπών προτύπων εξουσίας, τα οποία στη συνέχεια στρέφονται εναντίον άλλων γυναικών. Το queen bee phenomenon/masculinised power adaptation, είναι ένας μηχανισμός, ο οποίος υιοθετεί «ανδρικά πρότυπα εξουσίας.
Σε εργασιακά πεδία, όπου η ανώτερη διοίκηση, η ιστορική κουλτούρα και οι κανόνες επιβράβευσης, έχουν διαμορφωθεί από άνδρες για άνδρες, οι γυναίκες που καταφέρνουν να ανέλθουν, συχνά μαθαίνουν να επιβιώνουν, μέσω μίμησης των κυρίαρχων ανδροκεντρικών μοντέλων ισχύος. Η συμπεριφορά τους, αντί να επιδιώκει ισοτιμία, ενσωματώνειχαρακτηριστικά όπως την αυξημένη επιθετικότητα και ελεγκτικότητα, την αποστασιοποίηση από άλλες γυναίκες, την υποτίμηση θηλυκότητας και «θηλυκών» χαρακτηριστικών, την απαίτηση συμμόρφωσης σε κανόνες που οι ίδιες αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν και τη χαμηλή υποστήριξη νεότερων γυναικών. Είναι μια στρατηγική κοινωνικής επιβίωσης, όπου η γυναίκα αποστασιοποιείται από το φύλο της, ώστε να προστατεύσει τη θέση που δύσκολα κατέκτησε.
Με άλλα λόγια, για να θεωρηθεί «ικανή» μέσα σε μια ανδροκεντρική δομή, υιοθετεί τα πρότυπα του συστήματος, αντί να τα αμφισβητήσει. Στη διαδικασία αυτή, άλλες γυναίκες εμφανίζονται ως ανταγωνίστριες, όχι ως σύμμαχοι. Έτσι, οι πιέσεις του συστήματος, αναπαράγουν την πατριαρχική δομή, εκ των έσω: γυναίκες μαθαίνουν να επιβιώνουν, μιμούμενες τα πρότυπα που κάποτε τις απέκλειαν – και με τη σειρά τους, αποκλείουν άλλες.

Το αποτέλεσμα, δεν είναι μόνο εξατομικευμένη σύγκρουση. Είναι αναπαραγωγή του κυρίαρχου μοντέλου εξουσίας, με το ίδιο του το θύμα, να γίνεται φορέας του. Το πρόβλημα δεν είναι το φύλο, αλλά η πατριαρχική κουλτούρα, στην οποίαυποχρεώνονται οι γυναίκες να προσαρμοστούν, για να θεωρηθούν «αποδεκτές», σε μια δομή που δεν χτίστηκε γι‘ αυτές.Πώς αυτό καταλήγει σε εκφοβισμό μεταξύ γυναικών; Η υιοθέτηση ανδρικών μοντέλων ισχύος, συνδέεται ερευνητικά με αυξημένη αυστηρότητα απέναντι σε νεότερες γυναίκες, με χαμηλή ενσυναίσθηση και περιορισμένη διάθεση mentoring, με σύγκρουση με γυναίκες που εισέρχονται σε ρόλους εξουσίας και με τάσεις υπονόμευσης ή αποκλεισμού, από δίκτυα αποφάσεων.
Ο εκφοβισμός, δεν ξεκινά απαραίτητα, από μισογυνία. Ξεκινά από τον φόβο απώλειας μιας σπάνιας και εύθραυστης θέσης ισχύος. Το σύστημα, επιβάλλει τον ανταγωνισμό και οι γυναίκες αναγκάζονται πολλές φορές, να επιλέξουν την προσαρμογή, αντί της αλληλεγγύης και της αλλαγής. Το κρίσιμο είναι ότι οι συμπεριφορές αυτές, αναπαράγουν πατριαρχικούς μηχανισμούς και υπονομεύουν τη συλλογική πρόοδο των γυναικών, στον χώρο εργασίας. Όσο οι οργανισμοί διατηρούν κουλτούρες ανταγωνισμού, ασάφειας ρόλων και ανοχής, ο εργασιακός εκφοβισμός θα παραμένει εργαλείο ισχύος,ανεξαρτήτως φύλου δράστη ή θύματος».








