Μαρίνα Αρμεύτη, «Υμενόπτερο», εκδόσεις Αρμίδα, 2024.
Η ποίηση της Μαρίνας Αρμεύτη έχει κατασταλαγμένο ύφος, ολοκληρωμένα διαμορφωμένες αισθητικές αρχές και απόψεις και σαφώς οριοθετημένες θεματικές προσεγγίσεις και στοχεύσεις. Του λόγου το αληθές επιβεβαιώνεται με τη νέα της ποιητική συλλογή «Υμενόπτερο». Το γεγονός είναι αξιοσημείωτο διότι δεν συμβαίνει συχνά, δηλαδή τόσο αποκρυσταλλωμένο ποιητικό στίγμα, με τόσο λίγο, ποσοτικά, εκδομένο έργο.
Ο ποιητικός κόσμος της Μ.Α. εδράζεται πάνω σε δύο πυλώνες, την ενδοσκόπηση και την ποιητική. Ελαύνεται, σχεδόν κατά κανόνα, από ερεθίσματα εσωτερικού χώρου, αλλά εκτείνεται, διευρύνεται και αναπτύσσεται πέραν αυτών, στο πεδίο των υπαρξιακών αναζητήσεων, των διαπροσωπικών σχέσεων, των ερωτικών κραδασμών κλπ.
Η Μ.Α. κοιτάζει με παρρησία, τόλμη και ειλικρίνεια μέσα της και γράφει ποιήματα αυτογνωσίας, με ευθυτενές βλέμμα και σε τόνους ανεπιτήδευτα εξομολογητικούς: «Άνοιξα τα παράθυρα / Τίναξα το χαλί / Έπεσαν από μέσα / κομμένες γλώσσες / σπασμένα φτερά / φίδια / σκορπιοί / και το θρυμματισμένο χαμόγελο της μάνας μου». (σελ. 25) Όλα τα ρήματα στα ποιήματά της είναι στο πρώτο πρόσωπο ενικού. Κι αυτό είναι αναπόφευκτο απότοκο της πληθωρικής αυτοαναφορικότητας.
Πολλά από τα ποιήματα της Μ.Α. έχουν υπαρξιακή χροιά, φιλοσοφική διάθεση, αλλά συχνά και μεταφυσική υπόσταση. Εδώ και ένα δείγμα διακηρυκτικής γραφής, δηλωτικό για τη στάση ζωής της ποιήτριας: «Θέλω να παραμείνω ένα ασήμαντο υμενόπτερο / με ασταμάτητο φτερούγισμα / Μέσα στο σκοτάδι και το φως / των ανθών και των ανθρώπων / Μέσα σε αρωματισμένο πυρήνα / θα πάλλω εσαεί / της ζωής τον οργασμό». (σελ. 61)
Η ποιητολογία στην ποίηση της Μ.Α. κατέχει δεσπόζουσα θέση. Και θα ήθελα να σταθώ αναλυτικότερα σε αυτή. Αρχίζω από το εναρκτήριο ποιήμα της συλλογής που θα παραθέσω ολόκληρο. Εδώ θαρρώ πως η ποιήτρια αναφέρεται στο χάσμα που συχνά χωρίζει την έμπνευση από την αισθητική πραγμάτωσή της: «Από μια βρύση έσταζαν οι λέξεις / Άνοιγα την κάνουλα της ψυχής μου / κι έτρεχαν οι λέξεις άφθονες / και χάρασσαν μόνες τους ρυάκια νοήματα / που δεν είχα ξαναμαντέψει / ‘Έβρεχε στο νεροχύτη / μια μάταιη καταιγίδα / που δεν ξεδιψούσε κανέναν / Μέσα μου τ΄ αδέσποτα / πεθαίναν / αφυδατωμένα». (σελ. 9)
Οι λέξεις ως εργαλείο πραγμάτωσης της ποιητικής ιδέας την απασχολούν συνεχώς. Οι λέξεις και η συχνά αυτόνομη, ανεξέλεγκτη διαδρομή τους: «Μέσα σε κιβώτια παπουτσιών / στρίμωξα τις λέξεις μου / με την ψευδαίσθηση / πως θα μείνουν καλογυαλισμένα γοβάκια / μεσήλικης Σταχτοπούτας / Μα αυτές όλο δραπέτευαν τις νύχτες / χόρευαν ατελείωτα / Κουράστηκαν, μεγάλωσαν / Έζησαν μια ζωή δική τους…». (σελ. 12)
Μια κατάθεση ποιητικού credo απαντούμε και στους στίχους που ακολουθούν. Εδώ, με στίχους συμμετρικά δομημένους, η Μ.Α. αναζητά το μέτρο στην ποιητική της, στοχεύοντας σε ποίηση χωρίς εξάρσεις αλλά και χωρίς υποτονικότητα: «Ψάχνω κάτι λέξεις μετρίου αναστήματος / Οι πολύ χαμηλές / κουβαλούν τη δόνηση του τετριμμένου / Οι πολύ ψηλές / μοιάζουν άχαρα μοντέλα / σε επίδειξη υψηλής ραπτικής». (σελ. 47)
Η ποίηση της Μ.Α. παραμένει βαθύτατα ενδοσκοπική ακόμα κι όταν πειραματίζεται στο κυπριακό ιδίωμα. Δεν παρασύρεται από καλολογικά στοιχεία σε πλεονασματικούς καλλωπισμούς: «Εκόπηκαν η γλώσσα της / τζι’ έππεσεν μες στον λάκκον / Εν ήτουν τρόπος να λαλεί / μήτε να συντυχάννει / Μιαν νύχταν είδεν όρομαν / πως ο λάκκος ήτουν / μες στην τζοιλιάν της…». (σελ. 49)
Μιλώντας και πάλι στην ντοπιολαλιά αντλεί εικόνες από το αγροτικό παρελθόν του τόπου προκειμένου να οδηγηθεί στο πεδίο των διαπροσωπικών σχέσεων μέσα στο σύγχρονο αστικό τοπίο και να πραγματευθεί, σκωπτικά και παραστατικά, τον έγγαμο βίο: «Ούλα τα βούθκια στο ζευκάριν χαρκούμαι τζι’ εν’ τ’ αντρόυνον / Δίχα του ενός ο άλλος δεν ημπόρει / Ούτε τζιαι δίχα του άλλου ο ένας / Το χώμαν να γιωρκήσει θέλει θκυό / Αν ποσταθεί το έναν ζωντανόν πρέπει τζαι τ’ άλλον να ξαρκήσει». (σελ. 50)
Ιδού ακόμα ένα δείγμα γραφής στο πεδίο των διαπροσωπικών σχέσεων μέσα στο αστικό τοπίο. Αυτή τη φορά στη δημοτική και με θεματικό επίκεντρο την τοξικότητα κάποιων ανθρώπων και τις πληγές που αφήνουν στους άλλους στο διάβα από τη ζωή τους: «Να κρύβεσαι / ένστικτο επιβίωσης να το πεις / καθώς οσμίζονται ως ύαινες την αντοχή σου / αυτοί που για δικούς σου τους περνούσες / Ξερνούν χολή όταν νιώθουν πως βλέπεις μέσα τους το άδειο…». (σελ. 27)
Πολλά από τα ποιήματά της Μ.Α. έχουν γεύση πικρή, στυφή κι ένα γκρίζο πέπλο να αιωρείται από πάνω τους. Το τοπίο είναι μουντό και αποπνέει μια θλίψη. Επιλέγω όμως να ολοκληρώσω αυτή την παρουσίαση με τις πιο οπτιμιστικές στιγμές της ποιήτριας. Στιγμές που αναδίδουν ουμανισμό, εκπέμπουν ρανίδες ίασης και εμπνέουν την ανάταση στις ψυχές των ανθρώπων.
Αρχίζω με τους στίχους: «Οι άνθρωποι είναι νησιά / Αν θες να τους αγκαλιάσεις, / γίνε θάλασσα». (σελ. 10) Οι στίχοι αυτοί είναι προφανώς και αυταπόδεικτα παραστατικοί, διακρίνονται για τη γλαφυρότητα αλλά και την εικονοπλαστική αξία και ζεστασιά τους.
Στο δεύτερο συναφές παράδειγμα που θα παραθέσω η ποιήτρια πραγματεύεται την ιαματική, τη ψυχοθεραπευτική ιδιότητα της θάλασσας, την αγχολυτική επιδραστικότητά της πάνω στους ανθρώπους. Και δεν μπορώ να συμφωνήσω περισσότερο μαζί της. Ταυτίζομαι 100%: «Μόνο η θάλασσα μπορεί / να σηκώσει / τα ασύλληπτα βάρη / των ανθρώπων… /…Μόνο η θάλασσα μπορεί / να καταπιεί τόση αλμύρα / από το δάκρυ τους». (σελ. 11)