3 Ιουλίου, 2025
9:51 μμ

Χαστούκι για τις κυπριακές Αρχές και τον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα επιφύλαξε το Ευρωπαϊκό Δικαστηρίο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, σε σχέση σε σχέση με την απόφαση της Νομικής Υπηρεσίας να αναστείλει την ποινική δίωξη πολιτικού προσώπου που καταγγέλθηκε από 28χρονη για υπόθεση βιασμού.

Το ΕΔΑΔ διαπίστωσε παραβίαση της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, σοβαρές παραλείψεις στην ποινική διαδικασία και επιλήψιμη μεταχείριση του θύματος από τη Νομική Υπηρεσία, εστιάζοντας ιδιαίτερα στη στάση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα.

Η υπόθεση αφορά καταγγελία 28χρονης γυναίκας, η οποία προσέφυγε στο ΕΔΑΔ υποστηρίζοντας ότι η αναστολή δίωξης του φερόμενου δράστη παραβίασε το δικαίωμά της στην αποτελεσματική προστασία από τη σεξουαλική βία.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Κυπριακή Δημοκρατία παρέβη τα άρθρα 3, 8 και 14 της Σύμβασης και διέταξε αποζημίωση συνολικού ύψους €35.470 (αποζημίωση €20.000 και €15.470 δικαστικά έξοδα).

Το χρονικό ξεκινά τον Απρίλιο του 2021, όταν η καταγγέλλουσα δήλωσε  στις 10 Απριλίου 2021 ότι υπήρξε θύμα βιασμού τον Ιανουάριο του 2011, ενώ ήταν 18 ετών. Η αστυνομική έρευνα ήταν άμεση και η υπόθεση προχώρησε γρήγορα μέχρι και την καταχώρησή της στο Κακουργιοδικείο. Ωστόσο, μεσολάβησαν νέες καταθέσεις και αξιολογήσεις, στις οποίες αποδόθηκαν αντιφάσεις στην αφήγηση της παθούσας. Αυτά αποτέλεσαν το έρεισμα για την απόφαση αναστολής της δίωξης, την οποία υπέγραψε ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας Σάββας Αγγελίδης τον Δεκέμβριο του 2021.

Η αιτιολογία της αναστολής βασίστηκε στην εκτίμηση ότι υπήρχαν αμφιβολίες ως προς την αξιοπιστία της καταγγέλλουσας, καθώς και ενδείξεις που –κατά τον εισαγγελέα– μπορούσαν να δημιουργήσουν την εντύπωση συναίνεσης. Το ΕΔΑΔ όμως έκρινε ότι η στάση αυτή δεν συνιστούσε αντικειμενική και ευαίσθητη διαχείριση υπόθεσης έμφυλης βίας, αλλά αντίθετα αντανακλούσε προκαταλήψεις και στερεοτυπικές αντιλήψεις.

Ιδιαίτερη βαρύτητα αποδόθηκε στην έλλειψη εξειδικευμένης ψυχολογικής αξιολόγησης της αιτήτριας, καθώς και στην παράλειψη ουσιαστικής στάθμισης των αντικρουόμενων μαρτυριών. Το Δικαστήριο κατήγγειλε την έλλειψη προσπάθειας να διαπιστωθούν με ακρίβεια τα γεγονότα και επισήμανε ότι κρίσιμες παραμέτρους, όπως η ηλικία της παθούσας κατά τον φερόμενο βιασμό και η συναισθηματική σχέση με τον κατηγορούμενο, παραμερίστηκαν.

Το ΕΔΑΔ υπογράμμισε ότι η κρίση για την αξιοπιστία της αιτήτριας επηρεάστηκε από το ότι είχε εκφράσει αμφιθυμία και συναισθηματικό δεσμό προς τον καταγγελλόμενο, στοιχείο που δεν αξιολογήθηκε μέσα από το πρίσμα των επιπτώσεων της ψυχολογικής βίας και του τραύματος. Παράλληλα, το Δικαστήριο επέκρινε τη χρήση γλώσσας που προδίδει σεξιστικά στερεότυπα και ενδέχεται να πλήττει την εμπιστοσύνη των θυμάτων στο σύστημα δικαιοσύνης.

Αποφαινόμενο επί των ισχυρισμών της Κυπριακής Δημοκρατίας ότι η δίωξη ανεστάλη κατόπιν αντικειμενικής αξιολόγησης και όχι βιαστικά, το Δικαστήριο επισήμανε ότι η τελική κρίση δεν θεμελιώθηκε στην απουσία αποδεικτικού υλικού, αλλά σε υποκειμενικές εκτιμήσεις για το ψυχολογικό προφίλ του θύματος. Επιπλέον, επισημάνθηκε ότι η αιτήτρια δεν έλαβε επαρκή αιτιολόγηση της απόφασης αναστολής ούτε πρόσβαση στα σχετικά έγγραφα.

Το ΕΔΑΔ κατέληξε ότι οι ενέργειες των κυπριακών Αρχών όχι μόνο δεν εξασφάλισαν την προστασία του θύματος, αλλά συνέβαλαν σε δευτερογενή θυματοποίησή του, γεγονός που συνιστά και μορφή διάκρισης λόγω φύλου.

Exit mobile version