Η δική μας ετοιμότητα για διάλογο πρέπει να συνδυαστεί και να ενταχθεί σε μια συγκροτημένη στρατηγική συγκρατώντας τις όποιες τουρκικές πιέσεις. Τη θέση αυτή διαμήνυσε ο πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Εξωτερικών Χάρης Γεωργιάδης σε συζήτηση για τις προοπτικές επίλυσης του Κυπριακού στον απόηχο της συνάντησης στη Γενεύη που πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη στο πλαίσιο επίσημου δείπνου στη 10η Σύνοδο του Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών.
Ο Χάρης Γεωργιάδης ανέδειξε το γεγονός της αναβάθμισης της Ανατολικής Μεσογείου, ως περιοχής με έντονο γεωπολιτικό ενδιαφέρον για τις ΗΠΑ και την Ευρώπη, που σχετίζεται τόσο με την ασφάλεια του Ισραήλ, όσο και με την σταθερότητα των μετριοπαθών αραβικών κρατών αλλά και τη διασφάλιση των ενεργειακών και εμπορικών οδών και την αντιμετώπιση των μεταναστευτικών πιέσεων. Σε αυτό το πλαίσιο «η Κύπρος έχει την ευκαιρία να διαδραματίσει ένα θετικό και ουσιαστικό ρόλο, ως πυλώνας σταθερότητας και ως το ‘‘προκεχωρημένο φυλάκιο’’ της Δύσης στην περιοχή». «Αυτός ο ρόλος», πρόσθεσε, «θα μπορούσε να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο εάν η Τουρκία διευκόλυνε και επέτρεπε τη συμφωνημένη επίλυση του Κυπριακού. Σε αυτή την περίπτωση θα προέκυπτε επίσης ένα εξαιρετικά σημαντικό ‘’μέρισμα ειρήνης’’ μέσα από την οικονομική και επενδυτική δραστηριότητα, προς όφελος όλων».
>> Ο Ερντογάν του τότε και του τώρα
«Είναι αυτές τις προοπτικές», συνέχισε ο πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών, «που παρεμποδίζει η Τουρκία, η οποία μέσα από την εξέλιξη της τα τελευταία χρόνια σε ένα αναθεωρητικό κράτος επιδιώκει την περιφερειακή επικυριαρχία». «Η Τουρκία» εξήγησε ο Χάρης Γεωργιάδης, «είναι πολύ διαφορετική σήμερα από ότι ήταν στα χρόνια μετά το Ελσίνκι, γι’ αυτό και δεν μπορεί να λέμε ότι είμαστε μπροστά σε ένα νέο Ελσίνκι».
Τότε ο Ερντογάν ήταν ο ‘’Μουσουλμάνος Δημοκράτης’’, που επεδίωκε τον εκδημοκρατισμό και τον εκσυγχρονισμό της χώρας του. Το δόγμα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής ήταν αυτό των ‘’μηδενικών προβλημάτων’’ με τους γείτονες της. Υπήρχε για μια περίοδο ένα παράθυρο ευκαιρίας το οποίο δυστυχώς παρήλθε αναξιοποίητο. Σήμερα, ο Ερντογάν έχει πραγματοποιήσει στροφή 180 μοιρών. Έχοντας επικρατήσει έναντι των Κεμαλιστών, έχει εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια και κάθε πρόφαση εκδημοκρατισμού και έχει ταυτόχρονα υιοθετήσει μια πολύ πιο επιθετική και διεκδικητική εξωτερική πολιτική εφαρμόζοντας ένα επικίνδυνο κράμα εθνικισμού και ισλαμισμού.
Η σημερινή Τουρκία δεν ενδιαφέρεται πραγματικά για την ένταξη της στην ΕΕ αλλά επιδιώκει μια καθαρά συναλλακτική σχέση. Νιώθει πολύ ισχυρή και λειτουργεί ως αυτόνομος δρώντας. «Δεν διστάζει να προβάλει την στρατιωτική της ισχύ, δεν διστάζει να αντιπαρατεθεί με το Ισραήλ, δεν διστάζει να στηρίξει φανερά τη Χαμάς και την Χεζμπολλάζ, δεν διστάζει να φυλακίσει την ηγέτη της αντιπολίτευσης θεωρώντας πως για όλα αυτά ουδείς θα την ελέγξει και ουδείς θα την πιέσει για την συμπεριφορά της».
Η Άγκυρα επιδιώκει πράγματι κατά καιρούς το λεγόμενο ‘’καλό κλίμα’’ στις σχέσεις τις με την Ελλάδα προκειμένου να εξασφαλίσει συγκεκριμένα ανταλλάγματα από την Ευρώπη, αλλά «επί της ουσίας δεν έχει μεταβάλει ούτε κατά ένα ιώτα την στάση της και δεν έχει εγκαταλείψει καμία από τις διεκδικήσεις της εις βάρος της Ελλάδας και της Κύπρου. Η στάση της για το θέμα της Ηλεκτρικής Διασύνδεσης είναι ενδεικτική». Και να σημειωθεί ότι η στάση της κοσμικής αντιπολίτευσης στα θέματα της Κύπρου και των ελληνοτουρκικών σχέσεων δεν είναι διαφορετική από αυτή των ισλαμιστών.
Ανάγκη προσδιορισμού στρατηγικής
Προκύπτει συνεπώς η ανάγκη ορθής στάθμισης των δεδομένων και προσδιορισμού της δικής μας στρατηγικής προκειμένου να διασφαλιστεί ότι «οι συνομιλίες όχι μόνο θα επανεκκινήσουν, αλλά θα έχουν και προοπτική θετικής κατάληξης». «Κυρίως» τόνισε ο Χάρης Γεωργιάδης, «πρέπει να διασφαλιστεί ότι η Τουρκία δεν θα εξασφαλίσει μέσα από αυτή τη διαδικασία τα πολύ σημαντικά που ζητά από την Ευρώπη, δηλαδή την αναβαθμισμένη Τελωνειακή Ένωση, τη συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Αρχιτεκτονική Ασφάλειας, ίσως και πωλήσεις μαχητικών, χωρίς καμία επί της ουσίας μεταβολή στη στάση και συμπεριφορά της έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου. Εδώ είναι που θα κριθεί η αποτελεσματικότητα της εξωτερικής μας πολιτικής αλλά και η αξιοπιστία της ΕΕ». Θα είναι μέγιστη αποτυχία – που θα υπονομεύσει και τις όποιες προοπτικές ουσιαστικής διαπραγμάτευσης – εάν η Τουρκία εξασφαλίσει την Τελωνειακή Ένωση αλλά να εξακολουθήσει να μην την εφαρμόζει στην περίπτωση της Κύπρου, παρεμποδίζοντας για παράδειγμα την πρόσβαση πλοίων με κυπριακή σημαία σε τουρκικά λιμάνια. Ή να εξασφαλίσει τη συμμετοχή της στις νέες δομές άμυνας και ασφάλειας της Ευρώπης, τη στιγμή που θα συνεχίσει να απειλεί την Ελλάδα και την Κύπρο που ανήκουν στην Ευρώπη.
>> Ισχυροποίηση της θέσης μας
«Συνεπώς», ήταν η θέση του Χάρη Γεωργιάδη, «η δική μας ετοιμότητα για διάλογο πρέπει να συνδυαστεί και να ενταχθεί σε μια συγκροτημένη στρατηγική. Πρέπει πρώτα απ’ όλα να συγκρατήσουμε τις τουρκικές πιέσεις. Και αυτό επιβάλλει την ισχυροποίηση της δικής μας θέσης. Πρέπει Ελλάδα και Κύπρος να στέκουν δυνατά στα πόδια τους, πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά. Πρέπει να αξιοποιήσουμε πολύ πιο αποτελεσματικά τη συμμετοχή μας στην ΕΕ και να συνδιαμορφώσουμε τις σχέσεις ΕΕ-Τουρκίας με τρόπο να λαμβάνει υπόψη τα δικαιώματα, την ασφάλεια και τα καλώς νοούμενα συμφέροντα μας. Πρέπει να διαφυλάξουμε και να ενισχύσουμε τις σχέσεις μας με τις ΗΠΑ, το Ισραήλ και τα μετριοπαθή αραβικά κράτη της περιοχής. Να συνεχίσουμε να αναδεικνύουμε το γεγονός ότι η Κύπρος – όπως ασφαλώς και η Ελλάδα – έχουν να διαδραματίσουν ένα ουσιαστικό ρόλο στην περιοχή και ότι είναι χρήσιμα και σημαντικά κράτη τόσο για την Ευρώπη όσο και τις ΗΠΑ. Και μόνο έτσι πιθανώς, θα οδηγηθούμε σε μια συγκυρία που θα μας επιτρέψει να εμπλακούμε με αυτοπεποίθηση και σχέδιο σε μια ουσιαστική διαπραγμάτευση με την Τουρκιά, με την προοπτική κάποιου αποτελέσματος».
Τη συζήτηση συντόνιζε το διευθυντικό στέλεχος του Hellenic American Leadership Council Θάνος Νταβέλης και μετείχαν επίσης γνωστός Αμερικανός αναλυτής και Senior Fellow του American Enterprise Institute Michael Rubin και ο Καθηγητής στο πανεπιστήμιο Εθνικής Άμυνας των Ηνωμένων Πολιτειών Andrew Novo.