2 Ιουλίου, 2024
4:02 μμ

Στην κατεχόμενη Λευκωσία βρίσκεται μια σπουδαία μεσαιωνική μονή, γνωστή ευρέως ως Αρμένικη εκκλησία, ωστόσο, πρόκειται για την περίφημη λατινική γυναικεία μονή της Παναγίας της Τύρου. Είναι λυπηρό γιατί, δυστυχώς, ενώ η έρευνα κατέδειξε ότι πρόκειται για την εν λόγω μονή, εξακολουθούν να αναπαράγονται εσφαλμένα στοιχεία περί μονής της Παναγίας της Τορτόζας και έτσι η μακρά και πλούσια ιστορία της παραμένει άγνωστη και, επιπρόσθετα , επαναλαμβάνεται στις πηγές ότι ήταν αρμένικη εκκλησία από τα μεσαιωνικά χρόνια.

Ας ακολουθήσουμε, όμως, όσα μάς κληροδότησαν οι μεσαιωνικές πηγές για την Παναγία της Τύρου. Στο χρoνικό του Φραγκίσκου Amadi αναφέρεται ότι η μονή είχε ιδρυθεί στην ιερή πόλη της Ιερουσαλήμ και ήταν γνωστή ως Παναγία η Μεγάλη (Santa Maria Maggiore).

Ιδρυτής της μονής ήταν ο δεύτερος βασιλιάς της Ιερουσαλήμ Βαλδουίνος dal Borgo, που είχε νυμφευθεί την ανεψιά του αυτοκράτορα της Κωνσταντινουπόλεως, αλλά επειδή δεν απέκτησε παιδιά μαζί της τη χώρισε και την έστειλε στη μονή αυτή μαζί με άλλες νέες καταγόμενες από ευγενείς οίκους. Θρυλείται ότι η μονή αυτή ήταν οικοδομημένη πλησίον του Ναού του Παναγίου Τάφου και ανήκε στη δικαιοδοσία του πατριάρχη της Ιερουσαλήμ. Η ενδυμασία των καλογραιών αυτών ήταν καμωμένη από μαύρο ύφασμα και η μονή αρχικά ονομαζόταν Παναγία της Ιερουσαλήμ. Αργότερα, μετά την άλωση της Ιερουσαλήμ η μονή λειτούργησε στην Τύρο και από τότε κλήθηκε Μονή της Παναγίας της Τύρου, Santa Maria de Sur, γιατί ακριβώς η Τύρος αραβιστί καλείται Sur. Είναι σημαντικό να αναφέρω ότι η μονή αυτή μέχρι το τέλος της βενετικής κυριαρχίας στην Κύπρο εξακολουθούσε να σημειώνεται στα βενετικά έγγραφα ακριβώς και με τις δύο ονομασίες, ως Santa Maria Maggiore ή Santa Maria de Sur.

Τέλος, μετά την πτώση του λατινικού βασιλείου στην εξουσία των Αράβων η μονή ιδρύθηκε στην Κύπρο και, παρόλο που δεν γνωρίζουμε ακριβώς πότε, φαίνεται ότι η ίδρυσή της πρέπει να τοποθετηθεί μάλλον στα τέλη του 13ου ή αρχές του 14ου αιώνα. Έχει υποστηριχθεί ότι πολύ πιθανόν ιδρυτής της μονής να ήταν ο Jean de Montfort, που είχε νυμφευθεί τη Μαργαρίτα Ibelin και ήταν ο πρώτος που έφερε τον τίτλο του αυθέντη της Τύρου. Εκεί είχε ταφεί τόσο ο ίδιος όσο και η σύζυγός του, αφού πρώτα είχε καρεί μοναχή στην εν λόγω μονή. Από το ίδιο χρονικό Amadi πληροφορούμαστε ότι η μονή είχε υποστεί εκτεταμένες ζημιές και η εκκλησία είχε καταστεί επικίνδυνη εξαιτίας ενός μεγάλου σεισμού, γεγονός που ανάγκασε τις μοναχές να την εγκαταλείψουν. Ο Φράγκος βασιλιάς Ερρίκος Β΄Lusignan, μόλις πληροφορήθηκε το γεγονός έδωσε εντολή να κατεδαφιστεί η μονή, αφού είχε καταστεί επικίνδυνη και να οικοδομηθεί νέα. Είχε δαπανήσει τότε δεκαοκτώ χιλιάδες βυζάντια για την οικοδόμηση της μονής έως ότου ο αδελφός του, ο Αmaury Lusignan, που έφερε τον τίτλο του πρίγκιπος ή αυθέντου της Τύρου, σφετερίστηκε το στέμμα και έτσι είχαν τερματιστεί οι οικοδομικές εργασίες ελλείψει χρημάτων. Η μονή είχε ενισχυθεί το 1318 από τον πάπα Ιωάννη ΧΧΙΙ και το 1350 μαρτυρείται ότι η μονή της Παναγίας της Τύρου μαζί με αυτήν του Αγίου Θεοδώρου ήταν οι πιο πλούσιες λατινικές γυναικείες μονές..

Τοπογραφία της μονής

Γνωρίζουμε ότι το δεύτερο ανάκτορο των Lusignan ήταν οικοδομημένο στην περιοχή όπου αργότερα, το 1567, είχε οικοδομηθεί ο προμαχώνας Rochas και, ακριβέστερα, η πύλη Πάφου. Στην ίδια περιοχή, δηλαδή γύρω από το ανάκτορο των Lusignan, ήταν οικοδομημένα τα μέγαρα των αδελφών του βασιλιά, που έφεραν διάφορους τίτλους όπως για παράδειγμα αυθέντης της Τύρου, πρίγκιπας της Γαλιλαίας κ.ά. Ο χρονικογράφος μας Λεόντιος Μαχαιράς αποκαλεί μάλιστα την περιοχή ‘Κουντιάτικα’, δηλαδή ενορία στην οποία διέμεναν οι έχοντες τον τίτλο του κόμη. Στον ίδιο χώρο υπήρχε και ένα διάσημο μέγαρο, το οποίο μνημονεύεται από όλους τους Κύπριους χρονογράφους και ιδιαίτερα από τον Λεόντιο Μαχαιρά. Πρόκειται για το μέγαρο του αυθέντη της Τύρου, το οποίο σώζεται αν και ερειπωμένο και δυστυχώς αναφέρεται εσφαλμένα και πάλι ως Melikian mansion. Στο χρονικό Stramba(l)di απαντά η πολύτιμη πληροφορία ότι στο βασιλικό ανάκτορο των Lusignan, στον χώρο της σημερινής πύλης Πάφου, υπήρχε το διαμέρισμα του βασιλιά στην πλευρά του ποταμού, αφού πριν από την εκτροπή του Πεδιαίου περνούσε από εκεί, και το διαμέρισμα της βασίλισσας και των κυριών που απάρτιζαν την ακολουθία της, δηλαδή οι κυρίες επί των τιμών, στην πλευρά της Παναγίας της Τύρου, γεγονός που τεκμηριώνει τη θέση της μονής αλλά και τη θέση του σπουδαίου μεγάρου του αυθέντη της Τύρου, που εύλογα ήταν κοντά στην ομώνυμη εκκλησία.

Επισκευή και στελέχωση της μονής

Τα στοιχεία τα οποία διέσωσαν οι πηγές της Βενετοκρατίας δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία ότι η γνωστή σήμερα Αρμένικη εκκλησία δεν είναι άλλη παρά η γυναικεία μονή της Παναγίας της Τύρου. Οι βενετικές πηγές του 16ου αιώνα αναφέρονται στην έσχατη παρακμή της Λατινικής εκκλησίας σε σχέση με την Ορθόδοξη, η οποία παρουσίαζε σημάδια ακμής. Έτσι, στα αιτήματα της Κοινότητας της Λευκωσίας υπάρχουν στοιχεία για μονές και εκκλησίες και πολύ σημαντικά για την Παναγία της Τύρου. Ήδη από το 1507 γίνεται αναφορά ότι η Παναγία της Τύρου ήταν ερειπωμένη. Και, ας σημειωθεί, ότι μετά την οθωμανική κατάκτηση της Κύπρου (1570-1571) παραχωρήθηκε στους Αρμενίους. και έτσι είναι γνωστή ως Αρμένικη εκκλησία. Ουδέποτε όμως τόσο κατά τη Φραγκοκρατία όσο και κατά τη Βενετοκρατία ανήκε στη δικαιοδοσία των Αρμενίων, γι’ αυτό είναι λάθος να αναφέρεται ως αρμενικό ήδη από τον μεσαίωνα μνημείο.

Η μονή της Παναγίας της Τύρου ανήκε στις οψερβάντιες καλογραιές του Αγίου Βενέδικτου και για την ανασύσταση της ερειπωμένης αυτής μονής η Κοινότητα της Λευκωσίας έκανε εισηγήσεις στις βενετικές αρχές για να επαναλειτουργήσει προτείνοντας να προσαρτηθεί σε αυτήν ο ναός της Παναγίας της Ελεούσας (Misericordia).

Τον Σεπτέμβριο του 1534 η Κοινότητα της Λευκωσίας υπέβαλε εκ νέου μέσω των δύο πρέσβεών της αριθμό αιτημάτων στη Γαληνοτάτη, ένα από τα οποία αναφερόταν και πάλι στην παρακμή των λατινικών ιδρυμάτων και ιδιαίτερα στη μονή της Παναγίας της Τύρου στη Λευκωσία. Έπρεπε, όπως σημείωναν στο αίτημά τους, η μονή αυτή να αναδιοργανωθεί και να εγκατασταθούν εκεί μοναχές. Το γεγονός αυτό μαρτυρεί ότι η μονή της Παναγίας της Τύρου εξακολουθούσε από το 1507 έως το 1534 να είναι ερειπωμένη και, συνεπώς, χωρίς μοναχές, αφού ζητούσαν άδεια για την εκεί εγκατάστασή τους. Το 1544 φαίνεται ότι άρχισε και συνεχιζόταν η επισκευή της ερειπωμένης μονής της Παναγίας της Τύρου. Το Συμβούλιο των Δέκα είχε συμφωνήσει ότι ήταν αναγκαίο να υπάρχουν στην Κύπρο γυναικείες μονές με ικανό εισόδημα, στις οποίες να καταφεύγουν και να ζουν φτωχές νέες, που ανήκαν στην τάξη των ευγενών καθώς και άλλες γυναίκες, οι οποίες δεν διέθεταν τα μέσα δηλαδή προίκα κτλ για να παντρευτούν και συγχρόνως να υπηρετούν τα θεία. Για να ολοκληρωθεί η επισκευή και να λειτουργήσει η γυναικεία μονή της Παναγίας της Τύρου η Κοινότητα της Λευκωσίας είχε εισηγηθεί μέτρα για να εξευρεθούν χρήματα.

Μετά από αίτημα της Κοινότητας της Λευκωσίας στις βενετικές αρχές είχαν αποσταλεί τρεις μοναχές του Τάγματος του Αγίου Βενεδίκτου για να εγκατασταθούν στη μονή της Παναγίας της Τύρου και να εκπαιδεύσουν τις μοναχές που θα εντάσσονταν σε αυτήν. Η γυναικεία μονή του Τιμίου Σταυρού της Ιουδαϊκής, δηλαδή στο νησί Giudecha της Βενετίας, ήταν γνωστή για τη θρησκευτικότητα των καλογραιών της και η φήμη για τον ενάρετο χαρακτήρα τους είχε φθάσει σε όλη την επικράτεια της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας και έτσι οι μοναχές που στελέχωσαν τη μονή προέρχονταν από εκεί. Το 1546 είχαν φθάσει τρεις μοναχές από τη μονή του Τιμίου Σταυρού της Ιουδαϊκής για να στελεχώσουν το μοναστήρι της Παναγίας της Τύρου. Επρόκειτο για τρεις Κύπριες μοναχές, δύο από τις οποίες είχαν γεννηθεί στη Λευκωσία, η Βικτώρια και η Aurelia και η τρίτη η Μαρία Pesaro. Και οι τρεις μοναχές κατάγονταν από την τότε περίφημη κυπριακή οικογένεια των Συγκλητικών.

Σημαντικό στοιχείο ότι η μονή που είχε επιβιώσει έως την οθωμανική κατάκτηση είναι η Παναγία της Τύρου και όχι η Τορτόζα είναι τα όσα αναφέρει το 1565 ο Βενετός Γενικός Προνοητής και Σύνδικος Κύπρου Bernardo Sagredo, ο οποίος κάνει σχετική μνεία της μονής στην έκθεσή του για την Κύπρο. Ένα νοταριακό έγγραφο, επίσης, το οποίο συντάχθηκε στη Βενετία το 1581 αποτελεί μάλλον την τελευταία αναφορά επί Βενετοκρατίας που έχουμε στη διάθεση μας για τη μονή της Παναγίας της Τύρου. Τονίζω ότι η επανασυσταθείσα μονή λειτουργούσε έως την κατάκτηση της Λευκωσίας το 1570 από τους Οθωμανούς. Σε καμιά πηγή της άλωσης της Λευκωσίας δεν αναφέρεται η καταστροφή της ή ότι επλήγη από τον εχθρό η περιοχή του προμαχώνα Rochas, γιατί ως γνωστό η πολιορκία και άλωση της πόλης εκτυλίχθηκε στους τέσσερις προμαχώνες Τρίπολη, Νταβίλα, Κοστάντζο και Ποδοκάθαρο. Στο νοταριακό αυτό έγγραφο του 1581 αναφέρεται ότι είχε απελευθερωθεί από την αιχμαλωσία η Μαρία Πέζαρο, μοναχή στη μονή της Παναγίας της Τύρου ή Santa Maria Maggiore και είχε επιστρέψει στη Βενετία.

Όλα τα πιο πάνω τα οποία ανέφερα και, κυρίως, τα στοιχεία από το αρχειακό υλικό αλλά και όσα μνημονεύουν οι Κύπριοι χρονογράφοι και οι γνωστές έως σήμερα πηγές τόσο της Φραγκοκρατίας όσο και της Βενετοκρατίας, μάς οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η γνωστή σήμερα ως Αρμένικη εκκλησία στην κατεχόμενη Λευκωσία δεν είναι η μονή της Παναγίας της Τορτόζας, όπως αναφέρεται από όλους ακόμη και στις πιο πρόσφατες εκδόσεις για τη Λευκωσία, αλλά πρόκειται για τη μονή της Παναγίας της Τύρου. Κάποιοι δοκίμασαν να ταυτίσουν την Παναγία της Τύρου με μουσουλμανικό τέμενος στην κατεχόμενη Λευκωσία και άλλοι ανέφεραν ότι δεν είναι γνωστή η ακριβής τοποθεσία της μονής της Παναγίας της Τύρου. Οι επιτύμβιες πλάκες με αναφορές στην Παναγία την Τορτόζα, που βρέθηκαν στην Αρμένικη εκκλησία υποστηρίχθηκε ότι δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία ως προς την ταύτιση της εκκλησίας αυτής με την Παναγία την Τορτόζα. Η μονή της Παναγίας της Τορτόζας, κατά την άποψή μου, δεν αποκλείεται να γειτνίαζε με τη μονή της Τύρου ή και να μεταφέρθηκαν οι ταφόπλακες μετά την καταστροφή της εν λόγω μονής στη μονή της Παναγίας της Τύρου. Ο George Hill παραπέμποντας σε οθωμανική πηγή μέσω άλλης πηγής ομιλεί, επίσης, για μονή της Παναγίας της Τορτόζας. Ταύτιση της Αρμένικης εκκλησίας με τη μονή της Παναγίας της Τύρου έγινε στο παρελθόν και από τον Louis de Μaς Latrie, αργότερα από τον Camille Enlart, και μεταγενέστεροι μελετητές χαρακτήρισαν την υπόθεση αυτή ότι προήλθε από σύγχυση. Παρέθεσα τις πηγές προηγουμένως και συνεχίζω βάσει πηγών να υποστηρίζω μετ’ επιτάσεως ότι πρόκειται για τη μονή της Παναγίας της Τύρου. Εάν κάποιος ερευνητής παρουσιάσει νέα στοιχεία, όπως έγγραφα κ.ά.και, θεμελιώσει αντίθετη άποψη, ευχαρίστως θα εμπλεκόμουν σε διάλογο μαζί του και εάν κατέρριπτε τα δικά μου στοιχεία τότε, ασφαλώς, θα ασπαζόμουν τη δικές του απόψεις.

Όμως ποια μονή της Τορτόζας, αφού η τελευταία αναφορά για την ίδια ανάγεται στις αρχές του 15ου αιώνα και μετά σιγή. Όλες οι βενετικές πηγές, αρχειακές και μη, αναφέρονται πάντοτε σε όλη τη διάρκεια του 16ου αιώνα στη μονή της Παναγίας της Τύρου και ουδεμία μνεία γίνεται για τη μονή της Παναγίας της Τορτόζας. Όλες οι πηγές και τα στοιχεία αδιαμφισβήτητα συνηγορούν ότι η αποκαλούμενη σήμερα Aρμένικη εκκλησία δεν είναι άλλη παρά η γυναικεία λατινική μονή της Παναγίας της Τύρου.

Προσάρτηση της μονής του Αγίου Θεοδώρου

Η μονή της Παναγίας της Τύρου σχετίζεται και με μια άλλη σπουδαία λατινική μονή, που είχε παρακμάσει κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες της βενετικής κυριαρχίας στην Κύπρο και η οποία ήταν οικοδομημένη, όπως μας αποκάλυψε η οικοδομική σκαπάνη αυτή τη φορά και όχι η αρχαιολογική, αφού το 2004 κατά τη διάρκεια των εργασιών της οικοδόμησης του νέου κτιρίου του Ανωτάτου Δικαστηρίου .ήρθε στο φως η επιτύμβια πλάκα της Πλακεντίας Τζιμπλέτ, ηγουμένης της μονής του Αγίου Θεοδώρου, που είχε πεθάνει στις 10 Φεβρουαρίου 1328. Αλλά και μετά από πέντε αιώνες δύο βενετικά έγγραφα έριξαν περισσότερο φως στην ιστορία της ίδιας μονής.

Η βενετική διοίκηση της Κύπρου με ένα έγγραφο ημερομηνίας 31ης Ιανουαρίου 1549 ενημέρωνε σχετικά τις βενετικές αρχές για τη μονή του Αγίου Θεοδώρου και ζητούσε επικύρωση της απόφασής της, η οποία ουσιαστικά αφορούσε στην προσάρτηση και κατά συνέπεια παραχώρηση όλης της περιουσίας της στη μονή της Παναγίας της Τύρου. Με αυτό τον τρόπο θα εξασφαλιζόταν οικονομική ευχέρεια της μονής ώστε να μπορούν να καταφεύγουν σε αυτήν άπορες νέες που κατάγονταν από ευγενείς οικογένειες. H μονή του Αγίου Θεοδώρου υφίστατο έως το 1567, αλλά επειδή είχε μείνει έξω από τον νέο οχυρωματικό περίβολο της πρωτεύουσας κατεδαφίστηκε για να μη χρησιμοποιηθεί ως οχυρό των Οθωμανών κατά της Λευκωσίας.

  • Ιστορικός-ερευνήτρια
Exit mobile version