29 Δεκεμβρίου, 2025
11:43 πμ

Κώστας Γουλιάμος, «Το μάτι της λέξης», εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 2024.

Ο Κώστας Γουλιάμος, πανεπιστημιακός καθηγητής, δρώσα πολιτική προσωπικότητα και με θητεία μισού αιώνα στα γράμματα, δεν έχει ανάγκη ιδιαίτερων διαπιστευτηρίων. Τα πράγματα μιλούν αφ’ εαυτοίς. Η ποιητική συλλογή «Το μάτι της λέξης» είναι η έβδομή του στη σειρά, αρχής γενομένης από το μακρινό 1976.

Το νέο ποιητικό βιβλίο του Κ.Γ. συνιστά ένα κράμα μνημόνευσης της γης που τον γέννησε και της γης που τον φιλοξενεί εδώ κι ένα τέταρτο του αιώνα. Οι τόνοι στη συλλογή είναι υμνητικοί, ελεγειακοί, με βαθιά φιλοσοφική διάθεση και συχνά λόγιο ύφος και στις δυο περιπτώσεις. Δεν υπάρχουν κάθετοι διαχωρισμοί, Καλαμάτα και Κύπρος συνυπάρχουν. Μάλιστα κάποτε η πρώτη εισχωρεί στη δεύτερη και αντιστρόφως.

Το βιβλίο ξεκινά με τον Δεκέμβρη του ’44 στην Αθήνα. Θούριος για τον αγωνιστή λαό, αλλά και την ιστορική μνήμη και τη συλλογική συνείδηση. Αυτόν τον λαό που: «Αύριο στην πλατεία θα’ ρχονται τα παιδιά του με γαρίφαλα / Κόκκινο άστρο καρφωμένο βαθιά μες στου μυαλού το φως». (σελ. 15) Κι αφού υμνείται ο λαός, υμνείται και το φως, ως τροφός και σύμβολο της μνήμης, της γνώσης και της συνείδησης: «Φως στου κάτω κόσμου τους αγρούς / Πώς ξεσηκώνεις τ’ άστρα και τυραννάς τον ήλιο». (σελ. 17)

Ο Κ. Γ. αντικρίζει συχνά τα πράγματα με μια συμπαντική ματιά, στα πρότυπα του «Άξιον Εστί», ειδικά από το κεφάλαιο «Γένεσις». Ο ποιητής, υφολογικά τουλάχιστον, σε κάποιες περιπτώσεις, γειτνιάζει με τον Ελύτη. Κι όχι μόνο για τον πιο πάνω λόγο, αλλά και για το γεγονός ότι αξιοποιεί σύμβολα της αρχαιοελληνικής γραμματείας, μα και της ελληνικής μυθολογίας.

Διακειμενικό διάλογο με τον Ελύτη και το «Άξιον Εστί» εντοπίζω και σε σχέση με το «Δοξαστικόν» όχι μόνο με τη «Γένεσις». Ιδού ένα ενδεικτικό απόσπασμα υφολογικής μα και ουσιαστικής επαφής: «Χαίρε, θέρος της ακινησίας / Βροχή του όψιμου Ιούλη / Ασάλευτη σκιά στο κεφάλι βοσκών / Χαίρε, της αγριοσυκιάς αφράτη σάρκα / Χαίρε, μυρωδιά του φεγγαριού / Της νήσου αμφιλεγόμενη αυγή / Χαίρε, έρυμα χαμένων άστρων / Χαίρε, πατρίδα της αβύσσου». (σελ. 54)

Η συλλογή αρχίζει με την Ελλάδα, αλλά σιγά – σιγά ξεκινά να αχνοφαίνεται και η Κύπρος. Η πρώτη σχετική μνεία που εντοπίζω είναι θρηνητική: «Πατρίδα του Πενταδακτύλου / Με την ωχρή φωτιά του άλλου κόσμου / Σ’ έναν τόπο που σταυρώνουν / Με σύνεργα συναλλαγής… / Φωνάζουν οι νεκροί στα όνειρα / Τόσα όνειρα χωρίς πατρίδα. / Τόσες λέξεις χωρίς όνειρο…». (σελ. 23)

Στο ποίημα «Η Μαρία είσαι» θαρρώ πως ο Κ.Γ. συνδυάζει την κυπριακή πατριδογνωσία με μια ελαφρά αύρα ερωτικής πνοής. Και το κάνει με ζέστα και ομορφιά: «Ακούγοντας το γέλιο του πατέρα σου δίπλα στο τραπέζι / Κάτω από την πορτοκαλιά / Μες στην καρδιά του ξύλου είσαι / Της Μόρφου η εύφορη γη το αείρροο πράσινο είσαι / Όμμα και δάκρυ και τρέξιμο παιδιών στον κομματιασμένο κάμπο / Και μέσα μου βαθιά αέρινο ποιείν είσαι / Κι αιτία άστρων / Είσαι ό,τι ακριβώς είσαι από την ίδια θάλασσα / Που κρατάς στο στόμα σου…». (σελ. 62)

Ο Κ.Γ., με τους στίχους του, φιλοδοξεί να καταγραφεί ως θεράπων της αγωνιστικής ποίησης. Κι αυτό διακηρύττει συνεχώς, υμνολογώντας την αξία της θυσίας στον αγώνα ή μάλλον την αυτοθυσία των αγωνιστών: «Συνήθισα, μάνα, την κόλαση / Τους ανθρώπους π’ αρχίζουν χωρίς να τολμούν / Συνήθισα τις ενέδρες των χωροφυλάκων / Στις κόγχες των βράχων / Συνήθισα ακόμα και το φεγγάρι / Σε λάθος νύχτα… / Δεν πρόλαβα, μάνα, το χιόνι / Μήτε τον παγωμένο ιδρώτα των συντρόφων / Όμως πρόλαβα, μάνα, το σώμα μου / Με τυραννά η μυρωδιά του στην πλατεία». (σελ. 31)

Βέβαια, η θεματολογία του Κ.Γ. δεν έχει μόνο ιστορικό – κοινωνική υφή και ιδεολογικό – ταξικές ευαισθησίες. Εκτείνεται και σε άλλες θεματικές, σύγχρονες και εξειδικευμένες. Π.χ. προβληματίζεται για το πως η τεχνολογία μάς απομακρύνει από τη φύση. Ή πως η ανθρωπότητα οδηγείται στον εξανδραποδισμό της από την τεχνολογία: «Γεράσαμε σε λαβύρινθους λογισμικούς / Με σκληρούς δίσκους κάρτες μητρικές / Και οπτικές μονάδες… / …Γεράσαμε με φορητά τηλέφωνα / Ποντίκια και σαρωτές εικόνας… / …Ξεχάσαμε το ταξίδι στη λιακάδα / Της αυγής το διαρκές ρίγος / Όπως το λαλεί ο κόκορας». (σελ. 40)

Η ποίηση του Κ.Γ. έχει και δημοσιολογική υφή. Αγγίζει τα θέματα της καθημερινότητας και της ποιότητας ζωής των ανθρώπων όπως αποτυπώνονται στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Π.χ. να πως μνημονεύει την τραπεζική κρίση «Γεράσαμε τόσο νέοι στων τραπεζών τα νοσηρά βιβλία / Δεμένοι με ελεεινούς αριθμούς και κωδικούς σκουλήκια / Αγκαλιά με τ’ άρρωστο χρήμα: / ξημερώνει όπως στα funds αρέσει». (σελ. 47)

Μια από τις καλύτερες στιγμές στο βιβλίο θεωρώ το ποίημα «Οι παγωμένες χώρες των νομάδων». Διαθέτει ροή, συμπύκνωση, ρυθμό, μουσικότητα και άρτια εικονοποιϊα. Επίσης, διακρίνεται για την εύστοχη πρόσμιξη συγκινησιακού ρίγους, τρυφερότητας και νοηματικού φόρτου: «Χωρίς μιαν άγρια θάλασσα έναν δρόμο / Να ρουφά την άβυσσο / Χωρίς ένα ξυράφι τρυφερό / Μια μουσική ελάχιστα φλύαρη / πως να σε συναντήσω… /…Άνοιξε την αναθεματισμένη πόρτα / Ο ουρανός δεν κρύβεται / φωλιάζει στο μυαλό σου». (σελ. 64-65) Αυτό το ποίημα εμπεριέχει και τη δυναμική της αισιοδοξίας. Γι’ αυτό και το ξεχώρισα.

Επιλέγω να ολοκληρώσω αυτή την παρουσίαση με τις αντιφάσεις του κόσμου, που ο Κ.Γ. ως ποιητής κοινωνιστής, ως ποιητής δημοσιολόγος, ως βήμα λαϊκό, θεματοποιεί συχνά. Από τη μια η σήψη και το άδικο, από την άλλη η ελπίδα και η προσδοκία της εξέγερσης: «Κόσμος γεμάτος δαίμονες / Με αστραφτερά Maserati και χυδαίους ουρανοξύστες / Κόσμος / Αυτό το άδειο όστρακο… /…Κάτω απ’ το φεγγάρι / Ουράνιο αίμα / Λαός εν εξεγέρσει / Μοιράζει ένα κομμάτι ψωμί». (σελ. 72)

g.frangos@cytanet.com.cy

Exit mobile version