Ποινή φυλάκισης σε δύο Αιγύπτιους επέβαλε σήμερα (23/12) το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λεμεσού, μετά την παραδοχή τους σε κατηγορίες που αφορούν σε σεξουαλική κακοποίηση ανήλικης με νοητική αδυναμία, σε πάρκο στη Λεμεσό. Τα φρικιαστικά γεγονότα της σοκαριστικής υπόθεσης διαδραματίστηκαν κατά το 2024 και αποκαλύφθηκαν χάρη στην άμεση παρέμβαση πολιτών που ειδοποίησαν την Αστυνομία.
Μέσα από την απόφασή του, το Δικαστήριο ανέδειξε τη βαρύτητα των αδικημάτων, τις σοβαρές επιπτώσεις στο ανήλικο θύμα και την επιτακτική ανάγκη αυστηρής και αποτρεπτικής αντιμετώπισης τέτοιων συμπεριφορών, με γνώμονα την προστασία των παιδιών και των θεμελιωδών τους δικαιωμάτων.
Το Κακουργιοδικείο Λεμεσού επέβαλε στον κατηγορούμενο 2 ποινή φυλάκισης 8 ετών, ενώ στον κατηγορούμενο 3 ποινή φυλάκισης 3 ετών. Το Δικαστήριο εξέδωσε επίσης εναντίον των δύο κατηγορουμένων διάταγμα εποπτείας από την Αρχή Εποπτείας για περίοδο 2 ετών. Για την υπόθεση κατηγορείται ακόμη ένα πρόσωπο, το οποίο δεν παραδέχεται εμπλοκή στην υπόθεση και ορίστηκε ακροαματική διαδικασία στις αρχές του 2026.
Σύμφωνα με τα γεγονότα, η ανήλικη κατά τον χρόνο διάπραξης των αδικημάτων ήταν 16,5 ετών. Σύμφωνα με σχετικές αξιολογήσεις, παρουσίαζε στοιχεία ΔΕΠΥ, ψυχοσυναισθηματικές δυσκολίες, ευαλωτότητα σε διάφορους κινδύνους, ανωριμότητα, παρόρμηση στη συμπεριφορά και, έπειτα, διαπιστώθηκε ότι οι νοητικές ικανότητες της εμπίπτουν σε χαμηλότερο φυσιολογικό επίπεδο σε σχέση με συνομήλικους της. Από εξετάσεις και αξιολόγηση που έγινε το 2023 από παιδοψυχίατρο, διαπιστώθηκε ότι παρουσίαζε αρχόμενη ψυχωτική διαταραχή.
Ο κατηγορούμενος 2 αφίχθηκε νόμιμα στην Κυπριακή Δημοκρατία και μετά τη λήξη της άδειας παραμονής και εργασίας του εντάχθηκε στο πρόγραμμα εθελούσιων επιστροφών. Ο κατηγορούμενος 3 διέμενε παράνομα στην Κυπριακή Δημοκρατία από τον Νοέμβριο 2023.
Τα επίδικα περιστατικά διαδραματίστηκαν σε πάρκο στη Λεμεσό στο οποίο η ανήλικη μετέβη πεζή. Εκεί την πλησίασε ο κατηγορούμενος 3 και της ανέφερε ότι ήθελε να έρθει σε σεξουαλική επαφή μαζί της. Τα όσα περιλαμβάνονται στα γεγονότα της υπόθεσης προκαλούν σοκ αφού οι κατηγορούμενου εκμεταλλεύτηκαν την ευάλωτη θέση της 16χρονης Ελληνοκύπριας και ήρθαν σε σεξουαλική επαφή μαζί της δια της βίας. Οι αποτρόπαιες πράξεις διαδραματίστηκαν σε πάρκο σε περιοχή της Λεμεσού κατά τις απογευματινές ώρες.
Η ανήλικη ήταν πολύ σοκαρισμένη και ζήτησε βοήθεια από ένα ζευγάρι που βρισκόταν σε κοντινή απόσταση, οι οποίοι την μετέφεραν στην Αστυνομία και αφού ειδοποιήθηκαν οι γονείς της, υποβλήθηκε σχετική καταγγελία. Κατόπιν μετάβασης της ανήλικης με μέλη της Αστυνομίας στο εν λόγω πάρκο, αναγνώρισε τον κατηγορούμενο 2, ο οποίος καταδιώχθηκε πλην, όμως, η ανακοπή του δεν έγινε κατορθωτή.
Την επόμενη μέρα του συμβάντος, κατόπιν πληροφόρησης για τον τόπο διαμονής των κατηγορουμένων και πριν την εκεί άφιξη τους, μέλη της Αστυνομίας εντόπισαν σε κοντινό δρόμο τον κατηγορούμενο 2, ο οποίος υπέδειξε την οικία όπου διέμενε και εκεί εντοπίστηκε και ο κατηγορούμενος 3. Την ίδια μέρα οι κατηγορούμενοι 2 και 3 αναγνωρίστηκαν από την ανήλικη και εκδόθηκαν εντάλματα σύλληψης εναντίον τους. Κατόπιν της σύλληψης τους, ο κατηγορούμενος 3 ανέφερε ότι η ανήλικη του είπε ότι ήταν 20 χρονών και ο κατηγορούμενος 2 ότι του είπε ότι ήταν 22 χρονών. Αμφότεροι ανέφεραν ότι αντιλήφθηκαν ότι η ανήλικη παρουσίαζε κάποιου είδους διανοητική αναπηρία.
Κατόπιν ιατροδικαστικής εξέτασης, διαπιστώθηκε ρήξη παρθενικού υμένα της ανήλικης. Κατόπιν εξετάσεων, διαπιστώθηκε, επίσης, η ύπαρξη γενετικού υλικού των κατηγορουμένων 2 και 3 σε διάφορα μέρη του σώματος και των εσωρούχων της ανήλικης. Εξασφαλίστηκαν, περαιτέρω, πλάνα από κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης στα οποία καταγράφηκαν οι κινήσεις τόσο της ανήλικης όσο και των κατηγορουμένων 2 και 3, ως αυτές περιγράφηκαν από την ανήλικη.
Κατά την αξιολόγηση της από ειδική κλινική ψυχολόγο του Σπιτιού του Παιδιού, η ανήλικη ανέφερε ότι αισθανόταν «χάλια», φόβο, είχε επηρεαστεί ο ύπνος της λόγω επανειλημμένων ακούσιων και διεισδυτικών σκέψεων σεξουαλικού περιεχομένου που προκαλούσαν δυσφορία καθώς επίσης και ταχυπαλμία κατά την υπενθύμιση των περιστατικών και προσπάθειες αποφυγής ερεθισμάτων που τα θύμιζαν. Εμφάνιζε, δηλαδή, ψυχικά ενοχλήματα συνδεόμενα με τα καταγγελλόμενα περιστατικά και διαπιστώθηκε ότι την καθιστούν παιδί υψηλού κινδύνου για επαναθυματοποίηση και ανάπτυξη περαιτέρω ψυχοπαθολογίας στο μέλλον.
Το Δικαστήριο τόνισε τη σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξαν οι κατηγορούμενοι 2 και 3 και την ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών λόγω της έξαρσης που παρατηρείται. Επισημάνθηκε ότι ήταν αδικήματα σεξουαλικής φύσης, στρεφόμενα κατά νεαρών προσώπων, και καθίστανται ιδιαίτερα σοβαρά, σημειώνοντας ότι σημαίνουσα σημασία έχει η προστασία των παιδιών και των θεμελιακών τους δικαιωμάτων, αφού αυτού της φύσης τα αδικήματα συνθλίβουν τον ψυχικό τους κόσμο και εξευτελίζουν την προσωπικότητά τους.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι και οι δύο κατηγορούμενοι όχι μόνο αδιαφόρησαν για την ευάλωτη θέση της ανήλικης, αλλά έχοντας αντιληφθεί την κατάστασή της, την εκμεταλλεύτηκαν και την κακοποίησαν σεξουαλικά, ενώ υπό τις περιστάσεις οι αναφορές της σε σχέση με την ηλικία της θα έπρεπε να τους είχαν προβληματίσει.
Το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του ως επιβαρυντικό στοιχείο τη διαφορά ηλικίας των κατηγορουμένων με την ανήλικη, τον προσχεδιασμό στις ενέργειές τους, σημειώνοντας όμως τον διαφορετικό τρόπο δράσης τους και, σε σχέση με τον κατηγορούμενο 2, τη φύση της κακοποίησης στην οποία προέβη σε συνάρτηση με τη βιαιότητα στις πράξεις του. Το Δικαστήριο συνυπολόγισε ως ιδιαίτερα επιβαρυντικό στοιχείο τις συνέπειες που η συμπεριφορά και οι πράξεις των κατηγορουμένων 2 και 3 είχαν στην ανήλικη.
Σε σχέση με το αδίκημα της παράνομης παραμονής του κατηγορούμενου 3 στη Δημοκρατία, το Δικαστήριο επισήμανε τη σοβαρότητά του και την ανάγκη για αυστηρή αντιμετώπιση των παραβατών, λαμβάνοντας υπόψη τη σχετική περίοδο, για την οποία σημείωσε ότι δεν μπορεί να χαρακτηριστεί σύντομη. Ως μετριαστικούς παράγοντες, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του το λευκό ποινικό μητρώο των κατηγορουμένων 2 και 3, καθώς και τις προσωπικές, οικονομικές και οικογενειακές τους περιστάσεις, σημειώνοντας όμως ότι η σοβαρότητα των αδικημάτων, η ανάγκη για αποτροπή και η μεγάλη σημασία που έχει το αγαθό που ο νόμος θέλει να προστατεύσει, δηλαδή το παιδί, είναι παράγοντες που καθιστούν τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις δευτερεύουσας σημασίας.
Λήφθηκε υπόψη επίσης η παραδοχή των κατηγορουμένων 2 και 3, η οποία, όπως επισήμανε το Δικαστήριο, σε αυτού του είδους υποθέσεις είχε αυξημένη σημασία, αφού αποφεύγεται ο κίνδυνος επαναθυματοποίησης και ψυχικής ταλαιπωρίας του ανήλικου θύματος.










