19 Οκτωβρίου, 2025
12:01 μμ

Η ασφάλιση υγείας αποτελεί σημαντικό τομέα, που σχετίζεται άμεσα με την προστασία της υγείας και της ζωής των ασφαλισμένων, γι’ αυτό και η σύναψη ασφαλιστηρίου συμβολαίου δεν είναι μια απλή τυπική διαδικασία, αλλά βασίζεται στις αρχές της καλής πίστης και της ειλικρίνειας.

Ο ασφαλισμένος οφείλει να αποκαλύπτει πλήρως και με ακρίβεια όλα τα στοιχεία που αφορούν την κατάσταση της υγείας του και των δικαιούχων που καλύπτονται, καθότι τυχόν απόκρυψη μπορεί να επηρεάσει την απόφαση του ασφαλιστή για την ανάληψη του κινδύνου.

Η παράλειψη γνωστοποίησης ουσιώδους προβλήματος υγείας, είτε εκ προθέσεως είτε λόγω αμέλειας, ισοδυναμεί με παράβαση του καθήκοντος καλής πίστης και μπορεί να επιφέρει τη ματαίωση του ασφαλιστηρίου. Το δίκαιο δεν προστατεύει εκείνον που επιδιώκει κάλυψη κρύβοντας σημαντικά στοιχεία. Αντιθέτως, η νομολογία διαχρονικά ενισχύει τη θέση των ασφαλιστικών εταιρειών να αρνηθούν κάλυψη όταν διαπιστώνεται παράβαση αυτής της υποχρέωσης.

Σύμφωνα με τη νομική θεώρηση, ως «ουσιώδες γεγονός» θεωρείται κάθε πληροφορία που θα επηρέαζε ευλόγως την κρίση ενός συνετού ασφαλιστή ως προς το αν θα αποδεχόταν τον κίνδυνο και υπό ποιους όρους. Η αποσιώπηση ενός τέτοιου γεγονότος είναι εκ φύσεως παραπλανητική και καθιστά τη σύμβαση ακυρώσιμη κατά την κρίση του ασφαλιστή.

Απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου

Το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρόσφατη απόφασή του στην Π.Ε. 271/2016, ημερ. 30.09.2025, επανέλαβε με σαφήνεια και ακρίβεια τη βαρύνουσα σημασία της γνωστοποίησης από ασφαλιζόμενο. Η υπόθεση αφορούσε ασφαλισμένη, η οποία υπέβαλε αίτηση για οικογενειακό ασφαλιστήριο υγείας που κάλυπτε την ίδια, το σύζυγο και την κόρη της. Μετά την έκδοση του ασφαλιστηρίου, ο σύζυγος νοσηλεύθηκε και διαπιστώθηκε ότι έπασχε από σακχαρώδη διαβήτη, προϋπάρχουσα πάθηση η οποία δεν είχε δηλωθεί στη σχετική αίτηση. Η ασφαλιστική εταιρεία αρνήθηκε την καταβολή αποζημίωσης και τερμάτισε την κάλυψη του συζύγου, επικαλούμενη παραβίαση της υποχρέωσης πλήρους γνωστοποίησης.

Τόσο πρωτόδικα, όσο και το Ανώτατο Δικαστήριο, επικύρωσαν τη θέση της ασφαλιστικής εταιρείας και η έφεση της ασφαλισμένης απορρίφθηκε, κρίνοντας ότι η παράλειψη δήλωσης προϋπάρχουσας ασθένειας συνιστά σοβαρή παράβαση. Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι στην επίδικη σύμβαση ασφάλισης, υπήρχε όρος για την υποχρέωση του ασφαλιζόμενου να δηλώσει πλήρως και με ειλικρίνεια όλα τα περιστατικά που είναι απαραίτητα για να εκτιμήσει σωστά η εταιρεία τον κίνδυνο που αναλαμβάνει και ότι αυτά τα στοιχεία περιλαμβάνονται στην αίτηση για ασφάλιση που αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος του συμβολαίου. Στη σύμβαση, υπήρχε επίσης όρος ότι η εταιρεία απαλλασσόταν από την υποχρέωσή της για καταβολή αποζημίωσης σε περίπτωση που ο ασφαλιζόμενος έκανε ψευδή δήλωση ή αποσιώπησε γνωστά σε αυτόν περιστατικά, τέτοια που η εταιρεία αν τα γνώριζε, δεν θα προέβαινε στη ασφάλιση ή δεν θα την αποδεχόταν με τους ίδιους όρους.

Υψίστης πίστεως

Το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε ότι αποτελεί καθιερωμένη νομική αρχή ότι οι ασφαλιστικές συμβάσεις αποτελούν συμβάσεις υψίστης πίστεως, στις οποίες η απόκρυψη ουσιωδών πληροφοριών οδηγεί αυτές σε ακυρότητα, ανεξαρτήτως του κατά πόσο η απόκρυψη έγινε εκ λάθους και χωρίς δόλια πρόθεση. Το κριτήριο είναι αντικειμενικό. Ουσιώδες γεγονός είναι κάθε περίσταση, η οποία θα επηρεάσει την κρίση ενός συνετού ασφαλιστή κατά τον καθορισμό του ασφαλίστρου ή κατά τη λήψη της απόφασης κατά πόσο θα αναλάβει τον κίνδυνο. Όταν η ακρίβεια και ορθότητα των δηλώσεων αποτελεί βάση της σύμβασης, τότε δεν απαιτείται η εξέταση του κατά πόσο το ανακριβές γεγονός είναι ουσιώδες ή όχι.

Η απόφαση ενισχύει την κυπριακή νομολογία στον τομέα των ασφαλίσεων, επιβεβαιώνοντας τρεις θεμελιώδεις αρχές: (α) η υποχρέωση γνωστοποίησης βαρύνει αποκλειστικά τον προτείνοντα τη σύναψη του ασφαλιστικού συμβολαίου. Ο ασφαλιστής δικαιούται να βασίζεται απολύτως στις δηλώσεις της αίτησης ασφάλισης, (β) η ουσιώδης φύση ενός γεγονότος κρίνεται αντικειμενικά και όχι υποκειμενικά. Το βασικό ερώτημα είναι κατά πόσο ένας συνετός ασφαλιστής θα επηρεαζόταν από την παράλειψη της πληροφορίας, ανεξαρτήτως πρόθεσης ή γνώσης του ασφαλισμένου, (γ) το δικαίωμα του ασφαλιστή να υπαναχωρήσει από το συμβόλαιο ανακύπτει όταν το ασφαλιστήριο έχει συναφθεί με βάση ελλιπείς ή ανακριβείς πληροφορίες που επηρέασαν ουσιωδώς την εκτίμηση του κινδύνου.

Κατάληξη

Το Δικαστήριο επαναβεβαίωσε ότι η ευθύνη του ασφαλισμένου είναι ανεξάρτητη από την ύπαρξη υπαιτιότητας ή πρόθεσης. Το κυρίαρχο στοιχείο είναι η αντικειμενική σημασία της αποσιωπηθείσας πληροφορίας στη διαδικασία ανάληψης του κινδύνου. Το δικαίωμα του ασφαλιστή να ακυρώσει τη σύμβαση λόγω αποσιώπησης, είτε εκ προθέσεως είτε εξ αμελείας, δεν είναι τιμωρητικού χαρακτήρα, αλλά αναγκαίο μέσο προστασίας της ουσίας της συμβατικής συναίνεσης.

* Δικηγόροςστη Λάρνακα

Exit mobile version