Παρά τη μείωση των επιτοκίων από την ΕΚΤ, το τραπεζικό σύστημα εξακολουθεί να βιώνει μια ευνοϊκή συγκυρία, η οποία ξεκίνησε από το πρώτο εξάμηνο του 2023 και αποτυπώνεται ως και στο εννιάμηνο του 2025, αν και σε ορισμένα μεγέθη υπάρχουν οριακές αναμενόμενες υποχωρήσεις.
Μπορεί να μην καταγράφονται τα υπερκέρδη των προηγούμενων ετών αλλά το τραπεζικό σύστημα εξακολουθεί να παράγει σημαντική κερδοφορία προς όφελος των μετόχων και τη δημιουργία ισχυρών ισολογισμών. Οι τράπεζες κατάφεραν από το 2023 να αυξήσουν τα έσοδά τους λόγω των ψηλών επιτοκίων στα δάνεια και τα πιο χαμηλά που προσέφεραν στα επιτόκια καταθέσεων και παράλληλα μείωσαν τα έξοδα τους..
Η Κεντρική Τράπεζα, ως γενική εκτίμηση με τη δημοσιοποίηση των στοιχείων, αναφέρει ότι η κερδοφορία του τραπεζικού τομέα κατά το ενιάμηνο του 2025 μειώθηκε κατά €237 εκατ., από €953 εκατ. τον Σεπτέμβριο 2024 σε €716 εκατ. τον Σεπτέμβριο 2025.
Αυτή η μείωση αποδίδεται κυρίως σε μείωση των καθαρών εσόδων από τόκους. Τα συνολικά περιουσιακά στοιχεία του τραπεζικού τομέα αυξήθηκαν το τρίτο τρίμηνο του 2025 κατά €835 εκατ. ή 1,2%, από €66.976 εκατ. τον Ioύνιο 2025 σε €67.811 εκατ. τον Σεπτέμβριο 2025. Αυτή η αύξηση αποδίδεται κυρίως σε αύξηση των δανείων και προκαταβολών.
Ο δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (CET1 ratio) του τραπεζικού τομέα μειώθηκε κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες το τρίτο τρίμηνο του 2025, από 26,3% τον Ιούνιο 2025 σε 26,1% τον Σεπτέμβριο 2025. Αυτή η μείωση αποδίδεται κυρίως στην αύξηση του συνολικού ποσού ανοίγματος σε κίνδυνο η οποία αντιστάθμισε αντίστοιχη αύξηση του Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (CET1 capital).
Η άνοδος των δανειστικών επιτοκίων από την ΕΚΤ, σε συνδυασμό με τα χαμηλά καταθετικά επιτόκια, είχε ως αποτέλεσμα το τραπεζικό σύστημα το 2023 και το 2024 να δει ψηλά νούμερα στα επιτοκιακά έσοδα (net interest income) φθάνοντας τα €5,3 δις . σε δυο χρόνια (€2,45 δις. για το 2023 και €2,81 δις. το 2024. Τέλος του ενιαμήνου 2025 τα επιτοκιακά έσοδα στα οποία έχουν ενσωματωθεί οι μειώσεις των επιτοκίων από την ΕΚΤ ήταν €1,17 δισ., ενώ πέρυσι την ίδια περίοδο ήταν €1,53 δις. και το 2023 στα €1,38 δισ.
Αν και η σύνθεση στο συνολικό μείγμα εσόδων διαφοροποιείται μεταξύ των τραπεζών, ανάλογα με το επιχειρηματικό μοντέλο και το μέγεθος των τραπεζών, οι προμήθειες αποτελούν ένα από τα συστατικά κερδοφορίας των ισολογισμών.
Παροχή άλλων υπηρεσιών
Σίγουρα αυτή η κατηγορία δεν περιλαμβάνει μόνο τις παραδοσιακές χρεώσεις για συναλλαγές που γνωρίζει ο πελάτης των πιστωτικών ιδρυμάτων. Οι τράπεζες άνοιξαν τον βηματισμό τους στην παροχή άλλων υπηρεσιών, μεγαλύτερης προστιθέμενης αξίας σε σχέση με τις καθημερινές συναλλαγές, όπως για παράδειγμα προμήθειες από τα ανοίγματα στον ασφαλιστικό κλάδο, πιστωτική επέκταση και άλλες τραπεζικές εργασίες για να αυξήσουν αυτή την δεξαμενή εσόδων.
Τα καθαρά έσοδα από αμοιβές και προμήθειες (net fee and commission income), ανήλθαν στα €243,40 εκατ. και είναι ελαφρώς πιο κάτω από την αντίστοιχη περσινή περίοδο που ήταν €264,80 εκατ. Τα «έσοδα από αμοιβές και προμήθειες» αναφέρονται στα κέρδη που αποκομίζουν οι τράπεζες και χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί από την παροχή υπηρεσιών, όπως διαχείριση λογαριασμών, μεταφορές, πιστωτικές κάρτες, διατραπεζικές συναλλαγές και επενδυτικές υπηρεσίες, αποτελώντας έναν κρίσιμο παράγοντα εσόδων πέρα από τους τόκους, Αυτά τα έσοδα δείχνουν την ανθεκτικότητα των τραπεζών σε διαφορετικά οικονομικά περιβάλλοντα, καθώς είναι πιο σταθερά από τα έσοδα από τόκους (που επηρεάζονται από τα επιτόκια).
Η ψηφιοποίηση βοηθά στην αύξηση αυτών των εσόδων, καθώς οι πελάτες χρησιμοποιούν περισσότερες ψηφιακές υπηρεσίες, δημιουργώντας έσοδα για τις τράπεζες.
Σε σχέση με τα προβληματικά δάνεια, ο δείκτης MEX σύμφωνα με τη μεθοδολογία που εφαρμόζεται στον Πίνακα Κινδύνων της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (ΕΑΤ), μειώθηκε στο 2,3% στο τέλος Σεπτεμβρίου 2025, σε σύγκριση με 2,9% στο τέλος Ιουνίου 2025. Ο δείκτης κάλυψης των ΜΕΧ με προβλέψεις επισφάλειας αυξήθηκε σε 68,5% στο τέλος Σεπτεμβρίου 2025, σε σύγκριση με 62,0% τέλος Ιουνίου 2025. Οι συνολικές χορηγήσεις που έτυχαν αναδιάρθρωσης ανέρχονταν στο τέλος Σεπτεμβρίου 2025 στα €1 δισ. από τις οποίες χορηγήσεις €0,5 δισ. εξακολουθούν να περιλαμβάνονται στις ΜΕΧ.


