Νέα οδηγία για την παρεμπόδιση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας θα εφαρμόζει η Κύπρος από τις αρχές Ιουνίου 2025, μέσω της οποίας, όμως, θα απλοποιηθούν και οι διαδικασίες που αφορούν τη σχέση πολιτών και επιχειρήσεων με τις τράπεζες.
Όλες οι οντότητες που εποπτεύονται από την Κεντρική Τράπεζα, δηλαδή πιστωτικά ιδρύματα, ιδρύματα πληρωμών, ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος, ανταλλακτήρια συναλλάγματος, επιχειρήσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης και εταιρείες διαχείρισης πιστώσεων πρέπει να είναι ιδιαίτερα αυστηρές με τους πελάτες υψηλού ρίσκου και πρέπει να απλοποιούν τις διαδικασίες για τους πελάτες χαμηλού ρίσκου, όπως είναι οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι.
Παράλληλα, η Κεντρική ενθαρρύνει τους πολίτες να προβαίνουν σε εισηγήσεις για αιτιολογημένα προβλήματα που αντιμετωπίζουν κατά την έναρξη ή ανανέωση της επιχειρηματικής τους σχέσης με τις τράπεζες και διευκρινίζει τι μπορούν να κάνουν.
Ο πελάτης θα πρέπει πρώτα να απευθυνθεί στην υπόχρεη οντότητα (π.χ. τράπεζα), προκειμένου να εκφράσει το παράπονό του και να δοθεί η ευκαιρία για επίλυση του θέματος. Εάν ο πελάτης δεν μείνει ικανοποιημένος, μπορεί να υποβάλει επίσημο παράπονο, σύμφωνα με την εγκεκριμένη διαδικασία της υπόχρεης οντότητας. Σε περίπτωση που ο πελάτης δεν λάβει ικανοποιητική απάντηση ή επιθυμεί περαιτέρω ενέργειες, μπορεί να απευθυνθεί στην Κεντρική Τράπεζα, ως η αρμόδια εποπτική αρχή ή στον Χρηματοοικονομικό Επίτροπο, ανάλογα με τη φύση του παραπόνου.
Τονίζεται ότι η αυστηρότητα της οδηγίας παραμένει αναλλοίωτη, καθώς η ΚΤΚ παραμένει προσηλωμένη στον στόχο της διαφύλαξης και περαιτέρω αναβάθμισης της φήμης του χρηματοοικονομικού συστήματος της χώρας, καθώς αυτό παραμένει άρρηκτα συνδεδεμένο με τη διασφάλιση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας.
Όμως, η νέα οδηγία προβλέπει ότι οι τράπεζες και άλλες υπόχρεες οντότητες οφείλουν να εφαρμόζουν τέτοιες πολιτικές, ώστε να αποφεύγεται η αδικαιολόγητη στέρηση ή καθυστέρηση της νόμιμης πρόσβασης στις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες (π.χ. δάνεια), τουλάχιστον εκείνων των πολιτών που οι ίδιες αξιολογούν ότι οι δραστηριότητές τους έχουν χαμηλή πιθανότητα εμπλοκής σε νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Για παράδειγμα, οι τράπεζες μπορούν να εντάξουν στην κατηγορία του χαμηλού κινδύνου συνταξιούχους οι οποίοι δεν έχουν εισοδήματα πέραν της σύνταξης. Συναφώς, τα στοιχεία που θα ζητούν από αυτούς πρέπει να είναι ανάλογα του εν λόγω χαμηλού κινδύνου. Σύμφωνα με τις διευκρινίσεις και τα παραδείγματα που δόθηκαν χθες από την Κεντρική, οι πελάτες επωφελούνται από περισσότερες επιλογές μέσω της οδηγίας.
Κάποιες από τις διευκολύνσεις
Η νέα ρύθμιση επιτρέπει την επικαιροποίηση των επιχειρηματικών σχέσεων με συχνότητα ανάλογη του κινδύνου του κάθε πελάτη και δεν καθορίζει ελάχιστη συχνότητα επικαιροποίησης των επιχειρηματικών σχέσεων για πελάτες με χαμηλή πιθανότητα εμπλοκής σε νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Κατά την επικαιροποίηση στοιχείων επιτρέπεται η χρήση αντιγράφων ταυτότητας (αντί του πρωτοτύπου), καθιστώντας τη διαδικασία γρηγορότερη και ευκολότερη. Επιτρέπει την αξιοποίηση πληροφοριών που αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια της επιχειρηματικής σχέσης κάτι που συνεπάγεται μείωση των απαιτούμενων πληροφοριών από τους πολίτες κατά την επικαιροποίηση των στοιχείων τους.
Καθίσταται επίσης δυνατή η χρήση εναλλακτικών αποδεικτικών στοιχείων για συμπολίτες μας που δεν μπορούν να ανταποκριθούν λόγω θεμάτων υγείας ή σωματικής ανικανότητας. Δίνει τη δυνατότητα ευελιξίας όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία σε σχέση με τη διεύθυνση κατοικίας, όπως για παράδειγμα η πιστοποίηση να διεξάγεται μέσω της χρήσης κυβερνητικών εγγράφων ή ηλεκτρονικών λογαριασμών κοινής ωφελείας.
Η οδηγία επιτρέπει δε, την πιστοποίηση εγγράφων από τρίτα πρόσωπα (π.χ. κρατικές υπηρεσίες) καθώς και τη χρήση ηλεκτρονικών εγγράφων έτσι ώστε με τη διεύρυνση των επιλογών πιστοποίησης να επιτυγχάνεται η καλύτερη εξυπηρέτηση των πελατών.
Πόσο συχνά η επικαιροποίηση
Η συχνότητα επικαιροποίησης στοιχείων από τράπεζες εξαρτάται από το επίπεδο κινδύνου. Για πελάτες υψηλού κινδύνου, τουλάχιστον ετησίως. Για πελάτες χαμηλού κινδύνου, θα επαφίεται στις υπόχρεες οντότητες να καθορίσουν τη συχνότητα.
Οι τράπεζες και άλλες υπόχρεες οντότητες είναι υποχρεωμένες από τη νομοθεσία να παρακολουθούν τις επιχειρηματικές σχέσεις και τις συναλλαγές των πελατών τους. Ο σκοπός είναι να εντοπίζονται έγκαιρα ύποπτες κινήσεις που μπορεί να σχετίζονται με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.
Σύμφωνα με τις διευκρινίσεις της Κεντρικής, αυτός ο έλεγχος δεν σημαίνει ότι υπάρχει υποψία για κάθε πελάτη. Είναι μέρος των προληπτικών μέτρων που απαιτούνται από τον νόμο για τη διασφάλιση της ασφάλειας του χρηματοοικονομικού συστήματος και την προστασία όλων των πελατών.
Ποιος αποφασίζει για τον πελάτη
Η αξιολόγηση του κινδύνου για κάθε πελάτη γίνεται από τις οντότητες που εποπτεύονται από την Κεντρική Τράπεζα, με βάση συγκεκριμένα κριτήρια που προβλέπονται από τη νομοθεσία και την oδηγία.
Συγκεκριμένα, λαμβάνονται υπόψη παράγοντες όπως: Η χώρα προέλευσης ή δραστηριότητας του πελάτη (π.χ. αν είναι τρίτη χώρα υψηλού κινδύνου), το είδος της επιχειρηματικής σχέσης ή συναλλαγών (π.χ. πολύπλοκες ή ασυνήθιστες συναλλαγές), η ιδιότητα του πελάτη (π.χ. αν είναι πολιτικώς εκτεθειμένο πρόσωπο – ΠΕΠ), η πηγή ή ο τρόπος κίνησης των κεφαλαίων του.
Η τελική απόφαση βασίζεται σε ανάλυση των στοιχείων και δεδομένων. Εάν διαπιστωθεί ότι ο πελάτης παρουσιάζει υψηλό κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, τότε εφαρμόζονται αυξημένα μέτρα δέουσας επιμέλειας, που σημαίνει πιο ενδελεχείς έλεγχοι. Μπορεί να περιλαμβάνουν: συλλογή επιπλέον εγγράφων και πληροφοριών (π.χ. αποδείξεις για την πηγή των χρημάτων), συχνότερη παρακολούθηση των συναλλαγών, έγκριση της σχέσης ή της συναλλαγής από υψηλόβαθμο στέλεχος, επιβεβαίωση των στοιχείων μέσα από ανεξάρτητες πηγές.