Το χάος της οικονομικής πολιτικής βασιλεύει. Η αβεβαιότητα για τους δασμούς, για τις απολύσεις από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, για τις περικοπές στα ομοσπονδιακά κονδύλια, για την πιθανή εκτίναξη των ελλειμμάτων και τη μελλοντική πορεία των επιτοκίων, μεταξύ άλλων, επιβαρύνει ήδη την αμερικανική οικονομία. Καταναλωτές και επιχειρήσεις αλλάζουν τις “συνήθειές” τους, συμβάλλοντας στην αισθητή επιβράδυνση της οικονομίας.

Όλα ξεκινούν από την αβεβαιότητα της οικονομικής πολιτικής, που δημιούργησε ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ και η κυβέρνησή του. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της πολιτικής αβεβαιότητας αφορά τους δασμούς. Οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις ανησυχούν για αύξηση του πληθωρισμού, λιγότερες θέσεις εργασίας και χαμηλότερη οικονομική ανάπτυξη. Καταναλωτές και επιχειρήσεις μπορούν θεωρητικά να αντιδράσουν με διάφορους τρόπους, αλλά όλες οι αντιδράσεις τους θα “φρενάρουν” εντέλει την οικονομική δραστηριότητα.

Δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι η οικονομική αβεβαιότητα έχει κυριεύσει το μυαλό των ανθρώπων. Ο δείκτης αβεβαιότητας για την οικονομική πολιτική, που καταρτίζει το Πανεπιστήμιο του Σικάγο σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Northwestern και το Πανεπιστήμιο Stanford, έφτασε τον Απρίλιο στο υψηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί ποτέ, από το 1985. Η αβεβαιότητα αυξήθηκε κατά 377,1% από το πρόσφατο χαμηλό του τον Οκτώβριο του 2024 και βρισκόταν 29,7% πάνω από το πιο πρόσφατο ρεκόρ του τον Μάιο του 2020 εν μέσω της κρίσης από την πανδημία που συμβαίνει μία φορά στα 100 χρόνια. Το χάος στη χάραξη της οικονομικής πολιτικής ήταν χειρότερό από άποψη οικονομικής αβεβαιότητας σε σύγκριση με μια παγκόσμια καταστροφή της δημόσιας υγείας.

Ας ξεκινήσουμε από τους καταναλωτές για να κατανοήσουμε το τίμημα που μπορεί να επιφέρει η αβεβαιότητα. Τα αμερικανικά νοικοκυριά θα μπορούσαν να δαπανούν λιγότερα χρήματα για να δημιουργήσουν αποταμιεύσεις σε περίπτωση μελλοντικής μείωσης των εισοδημάτων τους, μέσω περικοπής ωρών εργασίας, λήψης μικρότερων μπόνους, ή ακόμα και απολύσεων. Εναλλακτικά, τα νοικοκυριά θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα τρέχοντα εισοδήματα και τις αποταμιεύσεις τους για να αγοράσουν προϊόντα που θα μπορούσαν να είναι ακριβότερα στο μέλλον. Ακόμη και αν οι καταναλωτές ξοδεύουν περισσότερα τώρα, υπό τον φόβο του υψηλότερου πληθωρισμού θα ξοδέψουν λιγότερα στο μέλλον. Το μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο: τα νοικοκυριά θα ξοδεύουν λιγότερα χρήματα.

Τα πιο πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι τα νοικοκυριά έχουν ήδη περικόψει τις δαπάνες τους. Εν ολίγοις, η πρώτη αντίδραση -λιγότερες δαπάνες και περισσότερη αποταμίευση- υποσκέλισε τη δεύτερη: περισσότερες δαπάνες υπό τον φόβο του πληθωρισμού. Οι καταναλωτικές δαπάνες για την αγορά αυτοκινήτων και ανταλλακτικών αυτοκινήτων υποχώρησαν κατά 11,1% το α’ τρίμηνο του 2025, στη μεγαλύτερη μείωσή τους από το γ’ τρίμηνο του 2021. Επιπλέον μειώθηκαν οι καταναλωτικές δαπάνες στην εστίαση, αντιθέτως οι Αμερικανοί ξόδεψαν περισσότερα χρήματα για φαγητό στο σπίτι τους κατά την ίδια περίοδο. Από την άλλη, κάποιοι καταναλωτές ξόδεψαν περισσότερα, ενδεχομένως από φόβο για υψηλότερο μελλοντικά πληθωρισμό. Παραδείγματος χάριν, τα αμερικανικά νοικοκυριά αύξησαν τις δαπάνες τους για οχήματα αναψυχής κατά 7% το α’ τρίμηνο του 2025. Εντέλει όμως δεν ανακόπηκε η επιβράδυνση των καταναλωτικών δαπανών. Συνολικά οι καταναλωτικές δαπάνες αυξήθηκαν μόλις κατά 1,8% το α’ τρίμηνο, από 4% στο τελευταίο τρίμηνο του 2024.

Θεωρητικά, οι επιχειρήσεις θα μπορούσαν να αντιδράσουν στην επέλαση της αβεβαιότητας με πολλούς τρόπους. Θα μπορούσαν να δημιουργήσουν αποθέματα, γεγονός που θα ενίσχυε την οικονομική ανάπτυξη, και θα μπορούσαν να αναβάλουν νέες, μεγάλες, μακροπρόθεσμες επενδύσεις, όπως την ανέγερση εργοστασίων. Παρόλα αυτά, ακόμα και η αύξηση των αποθεμάτων θα μπορούσε να προμηνύει μελλοντική οικονομική επιβράδυνση, καθώς οι επιχειρήσεις δαπανούν χρήματα βραχυπρόθεσμα για να αποφύγουν υψηλότερο κόστος (και περισσότερες δαπάνες) στο μέλλον.

Τα πιο πρόσφατα στοιχεία σχετικά με τις επιχειρηματικές δαπάνες δείχνουν ότι οι επιχειρήσεις φαίνεται να ανησυχούν πραγματικά για το τι μέλλει γενέσθαι εξαιτίας των δασμών. Τα αποθέματα που δημιούργησαν το α’ τρίμηνο του 2025 πρόσθεσαν 2,3% στην οικονομική ανάπτυξη. Εν ολίγοις, η οικονομία θα είχε συρρικνωθεί κατά 2,6% χωρίς την αύξηση των δαπανών για τη δημιουργία αποθεμάτων. Οι δαπάνες, όμως, για δομές -όπως εργοστάσια- παρέμειναν λίγο πολύ αμετάβλητες, με τις επενδύσεις σε μονάδες του μεταποιητικού κλάδου να μειώνονται κατά 4,3%. Ομολογουμένως, η πτώση αυτή συνέβη από αρκετά υψηλά επίπεδα, αλλά και πάλι οι επενδύσεις στις υποδομές του μεταποιητικού κλάδου μπορεί να έχουν κάνει τον κύκλο τους εν μέσω απειλών για την επιβολή δασμών στα προϊόντα που εισάγονται στις ΗΠΑ και ανταποδοτικών δασμών.

Η αυτοκινητοβιομηχανία είναι ένας τομέας όπου καταναλωτές και επιχειρήσεις συναντιούνται, κάνοντας πίσω και οι δύο. Οι δαπάνες για την αγορά νέων αυτοκινήτων μειώθηκαν κατά 6,9% το α’ τρίμηνο και ο συνολικός αριθμός των ωρών που εργάστηκαν οι εργαζόμενοι στην αυτοκινητοβιομηχανία υποχώρησε κατά 1,5% τον Απρίλιο του 2025 και ήταν 4,5% πιο χαμηλά σε σύγκριση με τον προηγούμενο χρόνο. Οι αυτοκινητοβιομηχανίες φαίνεται πως έχουν μειώσει τον αριθμό των ατόμων που απασχολούν και τον αριθμό των ωρών εργασίας Οι χαμηλότερες καταναλωτικές δαπάνες έχουν ήδη αντίκτυπο στην αυτοκινητοβιομηχανία όπου έχουν μειωθεί οι ώρες εργασίας. Τελικά, η έντονη αβεβαιότητα μπορεί να επηρεάσει τον βιοπορισμό των ανθρώπων προτού εφαρμοστούν πλήρως οι δασμοί, προτού προχωρήσει η ομοσπονδιακή κυβέρνηση σε απολύσεις και περικοπές δαπανών. 

Το αίσθημα αβεβαιότητας για την οικονομική πολιτική ασφαλώς και πλήττει την οικονομία. Και μόνο αβεβαιότητα για το τι μπορεί να συμβεί αρκεί για να επιβραδύνει την οικονομική δραστηριότητα. Δεν χρειάζεται να έχουν και τα γεγονότα για να ανησυχήσουν οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις για το μέλλον και να περιορίσουν τις δαπάνες τους, “φρενάροντας” την οικονομική δραστηριότητα. Όταν τελικά συμβούν τα “άσχημα” που φοβάται ο κόσμος, τα πράγματα απλώς θα γίνουν χειρότερα. Η αστάθεια και η αβεβαιότητα είναι μερικές φορές αναπόφευκτες, όπως στην περίπτωση μιας πανδημίας, αλλά αυτήν τη φορά, η αβεβαιότητα είναι εσκεμμένη και ο οικονομικός πόνος αυτο-προκαλείται.

Απόδοση – επιμέλεια: Μιχάλης Παπαντωνόπουλος

Forbes

Exit mobile version